Σήμερα ξύπνησα με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Ονειρεύτηκα! Είναι πολύπλοκο να το περιγράψω με λόγια. Ήταν το ίδιο όνειρο και ήταν μία ανάμνηση που ήταν δεμένη με αυτό το όνειρο, που γλίστρισε μέσα στο μυαλό μου, αμέσως μόλις ξύπνησα.
Έγειρα πίσω με κλειστά τα μάτια, βυθισμένη ακόμα στην ατμόσφαιρα του ονείρου. Ήταν ένα απέραντο φωτεινό όνειρο, που ολόκληρη η ζωή μου φαινόταν να απλώνεται μπροστά μου, σαν ένα τοπίο μετά τη βροχή, μια καλοκαιρινή βράδια. Όλα είχαν γίνει στο εσωτερικό ενός γυάλινου χαρτοστάτη. Αλλά η επιφάνεια του γυαλιού ήταν ο θόλος του ουρανού και στο εσωτερικό αυτού του θόλου, ήταν όλα βυθισμένα σε ένα, καθαρό, γλυκό φως, που σου επέτρεπε να βλέπεις σε απέραντες αποστάσεις. Μέσα στο όνειρο υπήρχε μια κίνηση, κάτι το ανάρμοστο, που συνάμα σου έδινε μια αίσθηση χαράς…
Είναι ωραίο να πίνεις καφέ στην πλατεία Αριστοτέλους, υπό τους ήχους ακορντεόν και να ανοίγεται μπροστά σου το απέραντο βαθύ μπλε, που σε αγριεύει. Σου προκαλεί μια πικρή νοσταλγία, ενώ οι νότες συνεχίζουν να σε ταξιδεύουν μακρυά. Μετά πήγα βόλτα στο Σούνιο. Νύχτα! Έπεφτε πούσι στην παραλία. Έζησα ένα υπέροχο ξημέρωμα, μια απίστευτη μελαγχολία. Και εκεί στο ξημέρωμα είχε μείνει ένα αστέρι θολό. Αποκοιμήθηκε φαίνεται και ξεχάστηκε να φύγει. Κοιτάει σπασμένα, σιωπηλά, μοναχικά… ανήσυχα την μοναξιά μου!
Τα μάτια μου ήταν ακόμα γεμάτα δάκρυα.
Αναστασία Φωκά