iporta.gr

Το φως με τις αντανακλάσεις, του Δημήτρη Κατσούλα

Καλοκαίρι και βράδυ εκεί γύρω στις 10.30’. Ερχόμενος από τα δυτικά της πόλης – από το Ασπρόχωμα συγκεκριμένα – και κατευθυνόμενος ανατολικά – προς Βέργα – και αυτή τη φορά επέλεξα την παραλιακή οδό με προορισμό μου το σπίτι, αν και θα έπρεπε να περνούσα από το φαρμακείο (υπόψη ότι εφημέρευε) για να έπαιρνα ένα κουτί μάσκες, αντισηπτικό χεριών, υγρό καθαρισμού φακών καθώς και τα γυαλιά της Μάριον τον σκελετό των οποίων είχε επισκευάσει ο οπτικός και τα παρέδωσε στο φαρμακείο, περνώντας να τα έπαιρνα μετά από συνεννόηση που είχα μαζί του, αλλά η κίνηση στο κέντρο της πόλης ήταν πυκνή, κι έτσι τα ανέβαλα για την επομένη.

Η κίνηση στην παραλιακή – αν και καλοκαιρινή η βραδιά – μπορώ να πω ότι ήταν σχετικώς αραιή. Μια υπόκωφη μουσική από το διπλανό αυτοκίνητο μου κίνησε την περιέργεια κι έστρεψα το βλέμμα μου να δω, υποθέτοντας ότι νεαροί θα ήσαν τέτοια ώρα και προφανώς ήθελαν να εντυπωσιάσουν με τα ηχεία τους. Στα εκατό περίπου μέτρα και πριν το ξενοδοχείο Filoxenia σταματήσαμε πλάι-πλάι στο φανάρι. Μία κυρία, γύρω στα 45 με 50 η οδηγός, και δίπλα στη θέση του συνοδηγού ένας νεαρός – παιδί θα έλεγα, από όσο πρόφθασα να δω – έχοντας στα χέρια του κάποιο κινητό ή τάμπλετ έπαιζε προφανώς παιχνίδια. Το φως το οποίο διαχυνόταν από τη συσκευή, ένα φωσφορίζον έντονο μπλε αντανακλούσε στο πρόσωπό του το σκυμμένο δημιουργώντας πολυποίκιλες ανακλάσεις. Με έναν ήχο – λες και έβγαινε από πίστα δοκιμών αυτοκινήτων και ελαστικά που έβαλαν ‘φωτιά’ στην άσφαλτο  – έγιναν ‘καπνός’. Αμέσως στο μυαλό μου ήρθε μια σκηνή από τον πίνακα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου – το παιδί με το αναμμένο κάρβουνο το οποίο φυσά  προσπαθώντας να ανάψει ένα κερί – πίνακα τον οποίο μου είχε περιγράψει ένας γέροντας κάποιο καλοκαίρι στην Κρήτη, στο χωριό του ζωγράφου, το Φόδελε, το οποίο είχα επισκεφτεί ξανά βράδυ για να χαρώ την ηρεμία του, να περπατήσω ξυπόλυτος στα τρεχούμενα νερά του και να δοκιμάσω μπριζόλα ψητή στα κάρβουνα, σιτεμένη στο ψυγείο επί ημέρες, όπως καλά γνωρίζουν οι μερακλήδες ψήστες.

Στο μυαλό μου ήρθε ξανά η περιγραφή του σεβάσμιου γέροντα με τις φωτοσκιάσεις, τις αντανακλάσεις, τις φωτοσκιάσεις και τους ποικίλους χρωματισμούς που παίρνει το πρόσωπο του παιδιού κρατώντας το κερί σε μια προσπάθεια ήρεμη και χωρίς άγχος για την καθημερινότητα της ζωής, με μόνη του έννοια το πώς θα ανάψει το κεράκι του.

Στα διακόσια με τριακόσια μέτρα περίπου και δίπλα στο ξενοδοχείο όπου διέρχεται ο δρόμος, σταμάτησα για λίγο, κατέβηκα από το αυτοκίνητο, άναψα τσιγάρο και κοιτώντας δεξιά μου τη θάλασσα, σκέφτηκα πόσο άλλαξαν οι εποχές, ποια ήσαν κάποτε τα πρόσωπα των παιδιών και με τι φωτίζονταν, συγκρίνοντάς τα με το σήμερα…