iporta.gr

“Το κορίτσι του Αλεσάντρο”, το βιβλίο της Τίτσας Πιπίνου, του Δρ Σπύρου Συρόπουλου

Ο Δρ Σπύρος Συρόπουλος είναι τέως Αντιπρύτανης του Παν/ίου Αιγαίου, Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Δντης Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Αρχαίο Θέατρο: εκπαιδευτικές και φιλολογικές προσεγγίσεις» και  Γενικός Γραμματέας της Συνόδου Πρυτάνεων στην European Universities Association.

 

Η πρώτη γνωριμία μ’ έναν άνθρωπο μας δημιουργεί μία αφετηρία, δίνει ένα στίγμα που μας ακολουθεί στην πορεία μας μαζί του. Το πρώτο βλέμμα, η πρώτη λέξη, η πρώτη συναισθηματική αντίδραση, δημιουργεί μία εικόνα που παραμένει ανεξίτηλη, όσα κι αν ακολουθήσουν μετά. Έτσι γίνεται και με τα βιβλία. Η πρώτη σελίδα, η πρώτη εικόνα που θα δημιουργηθεί, θα μας ακολουθεί και θα μας δώσει ένα στίγμα του τι θα ακολουθήσει. Η Ιλιάδα αποτελείται από περίπου 15.693 στίχους και η Οδύσσεια από 12.110 στίχους. Η πρώτη λέξη στην Ιλιάδα είναι Μήνις, θυμός, και η πληροφορίας είναι ότι αυτό που θα ακούσουμε, δεν αφορά στον τρωικό πόλεμο, ούτε καν στην ιστορία του Αχιλλέα, αλλά συγκεκριμένα στον θυμό του Αχιλλέα. Στην Οδύσσεια η πρώτη λέξη είναι άνδρα, και μας προετοιμάζει ο ποιητής ότι αυτό που θα ακούσουμε είναι μία ιστορία για έναν άνθρωπο. Ενδόμυχα ή εσκεμμένα, ο λογοτέχνης εκφράζει στην αρχή της αφήγησής του αυτό που τον απασχολεί, αυτό για το οποίο θέλει να μας μιλήσει.

H πρώτη γνωριμία μας λοιπόν με το βιβλίο της Τίτσας είναι ένα ταξίδι. Κάθε ταξίδι έχει μέσα του μία βουβή θλίψη γι’ αυτό που αφήνεις πίσω, και μία λαχτάρα για την ακαθόριστη προσμονή του καινούριου. Ξεκινάει το βιβλίο το όνομα αυτής που η Τίτσα σκέφτεται πρώτα… το μελλοντικό κορίτσι του Αλεσάντρο, η Άννα, φεύγει από το νησί της

«Όταν η Άννα, εγκαταλείποντας τη βάρκα που μετέφερε τους λιγοστούς επιβάτες, πάτησε το πόδι της στα φαγωμένα από την αρμύρα ξύλινα σκαλιά του «Σαν Τζόρτζιο», ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που πατούσε σε ατμόπλοιο»

Σαν προοίμιο αρχαίου έπους, όλες οι πληροφορίες κατακλύζουν τον αναγνώστη: το όνομα της πρωταγωνίστριας, μία πρώτη μικρή φυγή από το νησί της, πάνω σε μία βάρκα, που θα τη μεταφέρει σε κάτι μεγαλύτερο, πάνω σε ένα ατμόπλοιο, πάνω σε κάτι που δεν έχει βιώσει ποτέ ξανά, για να πάει σε ένα άλλο νησί που δεν έχει γνωρίσει ποτέ ξανά, στη Ρόδο. Η Άννα, από το μικρό νησί. Η Άννα, ένα κορίτσι που θα το γνωρίσουμε να κουβαλάει το βάρος των παραδόσεων της ελληνικής επαρχίας, το άγχος μίας εποχής ταραγμένης και θολής, και να ξεκινάει μόνη για να πάει στο άγνωστο. Μόνη. Ασυνόδευτη. Δεν φοβάται. Το θέλει. Το λαχταράει. Ακόμη και μέσα στην σκοτεινή δίνη του πολέμου, το 17χρονο κορίτσι ονειρεύεται να αποδράσει από τη ζωή του και να φτιάξει άλλη ζωή. Υπέροχο, αισιόδοξο, δυναμικό ξεκίνημα, στολισμένο με τη δύναμη της ζωής, από αυτό το κάτι που κρύβεται στην ψυχή του ανθρώπου. Αυτό που σε όποιες δυσκολίες κι αν βιώνει, θα τον κάνει να βλέπει μπροστά και να κάνει το επόμενο βήμα. Αυτό θα με ακολουθήσει στο δικό μου ταξίδι μέσα στις σελίδες του βιβλίου της Τίτσας.

Ο ΕΡΩΤΑΣ

Η Άννα θα αφήσει πίσω της το νησί, που δεν κατονομάζεται. Θα μπορούσε, και θα έπρεπε για χάρη της λογοτεχνικής αφήγησης, να είναι ένα οποιοδήποτε μικρό ελληνικό νησί. Είναι όμως ένα νησί που η Τίτσα το ζωγραφίζει βουτώντας τις λέξεις της στη ρίζα της σκληρής, συχνά, λαϊκής παράδοσης της νησιωτικής περιφέρειας, με τα έθιμα που με ωμό ρεαλισμό ουσιαστικά διαφυλάσσουν την επιβίωση των ανθρώπων. Εκεί που η πρωτοκόρη, η κανακαριά, έχει όλα τα δικαιώματα στην περιουσία. Έκει όπου η δεύτερη είναι λιγότερο ευνοημένη και η τρίτη δεν έχει τίποτα να περιμένει παρά να υπηρετεί τις άλλες. Θα διαβάσετε για τα «παζάρια» των αρραβώνων, για τις εθιμικές καταβολές που σχετίζονται με την παράδοση των ονομάτων, της τιμής, τις πολύπλοκες κοινωνικές σχέσεις, την ιεραρχία, τις αξίες, τις αναγκαιότητες. Ένας ξεχασμένος κόσμος, που ακόμα όμως ανασαίνει δίπλα μας, όχι πολύ χθεσινός, όχι πολύ οικείος, καταγράφεται από την Τίτσα που έχει κάνει πολύ μεγάλη έρευνα, μελετώντας βιβλία ιστορίας και παράδοσης. Η Τίτσα ντύνει την ευαισθησία του λογοτέχνη με την μεθοδικότητα και την επιστημονική ευθύνη ενός ιστορικού μελετητή, για να αποδόσει στο έπακρο την εποχή που περιγράφει.

Σ’ αυτό το μικρό νησί της Άννας, κυρίαρχη θέση έχει η Γυναίκα. Έτσι ήταν στα μικρά φτωχά νησιά που κάποτε οι άντρες αναγκάζονταν να λείψουν στη θάλασσα για μήνες ολόκληρους, παλεύοντας με τα κύματα, με τα σφουγγάρια, με τα θαλασσινά τέρατα, για να μπορέσουν να ζήσουν τις οικογένειές τους. Κι αυτές οι οικογένειες έμαθαν να κρατιούνται από τη συνεκτική δύναμη της γυναίκας. Μετατρέποντας σε άτυπες μητριαρχικές κοινωνίες την κοινότητα που έτσι θύμιζε αρχέγονες καταβολές, τότε που οι θρησκείες αναγνώριζαν μία Μεγάλη Θεά ως υπέρτατο Όν. Τότε που η γυναίκα όριζε τον άντρα, όχι μόνο επειδή τον γεννά, μα και επειδή τον εξουσιάζει με την καταιγιστική δύναμη του Έρωτα και της Μητρικής επιβολής. Πώς θα απουσίαζε η δύναμη της Γυναίκας από ένα έργο πολέμου κι έρωτα; Άλλωστε μοιάζουν αυτά τα δύο: αν νικήσεις ή αν νικηθείς, δεν εξαρτάται από τον αντίπαλο, αλλά από τις αντοχές σου. Δείτε πώς μέσα σε δύο παραγράφους, αναδύεται η δύναμη της Γυναίκας (Σελ. 23. Ο Νικηφόρος, πέρα από την πρώτη φορά…. Σελ. 24 εκεί γαλήνευε)

Έτσι λοιπόν, η ιστορία της Άννας θα συνεχιστεί. Στο νέο της ξεκίνημα στη Ρόδο, θα γνωριστεί με τον ιταλό στρατιώτη Αλεσάντρο. Η σχέση τους θα εξελιχθεί σε πάθος, σε έρωτα. Θα καρποφορήσει και θα φέρει στον κόσμο ένα παιδί. Το ίδιο θα γίνει και με την ξαδέρφη της, που έχει σχέση με τον φίλο του Αλεσάντρο. Όμως τίποτα δεν είναι φυσιολογικό. Ο πόλεμος θα τους στερήσει κάθε φυσιολογική προοπτική. Θα τους χωρίσει. Η Άννα θα παντρευτεί κάποιον άλλον.  Ο Αλεσάντρο θα χάσει τα ίχνη της. Η ζωή θα κυλήσει αμείλικτα προς το τέλος ενός πολέμου, που παρά την ασχήμια του είχε φέρει σε δύο ανθρώπους την ευτυχία, την ολοκλήρωση μίας σχέσης. Η ειρήνη θα τους κάνει να βιώσουν τον πόλεμο με την απώλεια. Και στο τέλος… θα δούμε τι θα γίνει… Πάντως, δεν είναι φαντασία όλα αυτά. Καλύτερα θα έλεγα ότι είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα με αληθοφανείς χαρακτήρες και ανθρώπους μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο που με επιμέλεια μελέτησε και ζωντάνεψε η Τίτσα. Δεν είναι ένας μήνας που στην τοπική εφημερίδα διάβασα τη συνέντευξη μίας άλλης Άννας του πολέμου, μίας Ροδίτισσας που απέκτησε παιδί από τον έρωτά της με τον Ιταλό στρατιώτη της, για να τον χάσει για πάντα μετά τον πόλεμο. Η πραγματικότητα τρέφει τη φαντασία και την κάνει αληθινή.

Παρά τον τίτλο του βιβλίου και την επικέντρωση στο ζευγάρι Άννας και Αλεσάντρο, η Τίτσα στρέφει τη λογοτεχνική κάμερά της σαν καλός σκηνοθέτης σε πολλές ενδιάμεσες σχέσεις, μέσα από άλλη οπτική γωνία. Περιγράφει από μακριά την δράση, σε τρίτο πρόσωπο, σαν να παρακολουθούμε ταινία. Συχνά όμως μπαίνει πίσω από το πρόσωπο του χαρακτήρα που περιγράφει και μας επιτρέπει να δούμε και να νιώσουμε μέσα από τα δικά του ή δικά της μάτια όσα εξελίσσοντα (όπως βλέπουμε τον Αλεσάντρο να διηγείται τα γεγονότα, στη σελ 299).

Πολλά δίπολα σχέσεων αναδεικνύουν τους χαρακτήρες των προσώπων αλλά και την ίδια την ιστορία μέσα από διαφορετικά πρίσματα. Η σχέση ανάμεσα στην Άννα και στις αδερφές της, ανάμεσα στην Άννα και στον Αλεσάντρο, η σχέση των δύο Ιταλών φίλων, η σχέση των ανδρών και των γυναικών μεταξύ τους…. μικρές, ανθρώπινες ιστορίες, που καμία φορά φαντάζουν οικείες γιατί μπορεί και να συνέβαιναν τώρα. Δεν έχει σημασία το ιστορικό πλαίσιο, ο πόλεμος. Σημασία έχει η ανθρώπινη ματιά προς τον άνθρωπο και η στάση μας προς την ίδια τη ζωή με τις ευκαιρίες που μας δίνει, με τις δυσκολίες που ορθώνει μπροστά μας, με τις ανταμοιβές που υπόσχεται όταν ξεφύγουμε από τις συμβατικότητες.

Και μέσα σ’ όλη αυτήν την αναταραχή που φέρνει ο πόλεμος, δύο άνθρωποι ερωτεύονται. Ο πόλεμος, όμως, είναι η μεγαλύτερη ανατροπή της κοινωνικής ηρεμίας. Χαλάει όλα σκηνικά και τα ζωγραφίζει με χρώματα ρευστά, που δεν ξέρεις αν αντέξουν μέχρι αύριο, ή αν θα κυλήσουν και θα χαθούν από τον καμβά. Ο έρωτας γίνεται αναγκαστικά πιο στοχαστικός. Πολλές φορές επαναλαμβάνουμε φράσεις που ακούγονται ψευδο-φιλοσοφικές… ζήσε το σήμερα, το αύριο δεν ξέρεις αν θα έρθει… Ακόμη και σε κανονικούς καιρούς, ποιος τολμά να κάνει πρόβλεψη για το αύριο ενός έρωτα, μίας σχέσης, μιας ζωής… Απλά σε καιρό ειρήνης, ελπίζεις περισσότερο Σε καιρό πολέμου, όπου τίποτα δεν είναι ψευδές, αλλά όλα είναι ρεαλιστικά ωμά και άμεσα, η συνειδητοποίηση του εφήμερου είναι αναπόφευκτη. Η Τίτσα καταφέρνει να μετατρέψει την περιγραφή ενός μεγάλου συναισθήματος, σε στοχασμό ζωής, σε ανάγκη να συνειδητοποιήσεις ότι ο Χρόνος δεν είναι ούτε αόριστος, ούτε μέλλοντας, αλλά ένας αμείλικτος ενεστώτας, που σε αναγκάζει να βιώσεις το Τώρα.

Σελ. 203: Ο Αλεσάντρο με την Άννα ζούσαν σε τόση ένταση που κανείς από τους δυο δεν ήθελε να σκέφτεται, ούτε να κάνει προγνώσεις για το μέλλον, για να μη γεμίσουν το παρόν με δυσοίωνες σκιές….. (συνέχεια σελ 205, και προδοθούν).

Υπέροχη η τελευταία σκηνή, όπου οι δύο κατά συνθήκη εχθροί, μιλούν ο ένας στον άλλον στη μητρική τους γλώσσα. Και δύο ξένες γλώσσες, γίνονται γλώσσα αγάπης. Όπως δύο αντίθετα, ένας άντρας και μία γυναίκα, γίνονται ζευγάρι μέσα από το συναίσθημα, που δεν έχει χρώμα, φυλή, γλώσσα, πολιτική. Ο κόσμος τους είναι κρυμμένος, αποκομμένος από την παράλογη πραγματικότητα γύρω τους. Κι όσο το σκεφτόμουν, δεν μπορούσα παρά να ανακαλέσω στη μνήμη μου τον απαγορευμένο έρωτα της Τζούλια και του Γουίνστον, στο βιβλίο 1984 του George Orwell. Ένα ζευγάρι σε ένα μακρινό μέλλον, που ερωτεύτηκε όταν ο έρωτας ήταν ποινικό αδίκημα. Αυτό από μόνο του κάνει τον έρωτα επαναστατικό, σαρωτικό. Ανίκα τε μάχαν… όπως αναγνωρίζει την ανίκητη δύναμή του ο Χορός στο υπέροχο χορικό της Αντιγόνης του Σοφοκλή. Ο Winston και η Julia, αντίθετα από τον Αλεσάντρο και την Άννα, δεν είδαν το έρωτά τους να αντέχει. Όμως, ακόμη κι έτσι… ο έρωτας δεν είναι η επιβεβαίωση μίας κατάληξης, αλλά η απογείωση μίας στιγμής που κρατάει για πάντα, ακόμη κι όταν τελειώσει. Άλλωστε, όταν κάτι έχει υπάρξει κάποτε, τότε υπάρχει για πάντα… για να χρησιμοποιήσω και φράση από τις Βάκχες, από ένα δικό μου βιβλίο που πριν λίγα χρόνια είχα την τιμή να μου παρουσιάσει η Τίτσα.

Οι σχέσεις των ανθρώπων αποτελούν κυρίαρχο μοτίβο στο βιβλίο της Τίτσας. Όσον αφορά τον έρωτα, αυτός είναι από μόνος τους μία υπέρβαση, μία ανατροπή της ισορροπίας του αναμενόμενου Είναι γοητευτικό να σκεπτόμαστε ότι ο έρωτας έχει τη δύναμη του παραλογισμού, ότι κινείται ανάμεσα στα δεν θα έπρεπε και τα μετατρέπει σε δικό του σύμπαν, με δικούς του κανόνες. . Η λογοτεχνία βρίθει από ιδανικούς έρωτες ανάμεσα σε ασύμβατους χαρακτήρες. Η θεά Καλυψώ με τον θνητό Οδυσσέα, στην Οδύσσεια.  Η Αφροδίτη με τον Άδωνη στη μυθολογία. Αλλά ακόμη πιο γοητευτικός είναι ο έρωτας ανάμεσα σε εχθρούς. Η Αρετούσα με τον Ερωτόκριτο στη λαϊκή ποίηση, η Ιουλιέττα με τον Ρωμαίο στην ποίηση του Shakespeare. Πώς άραγε φάνταζε ο έρωτας ανάμεσα σε δύο εχθρούς στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο;

Κάλλιο να δω το αίμα μου

Χαμαί στη γη τυπάρι

Παρά να δω τον Ιταλό

Γυναίκα να με πάρει

 Ακουμε σε ένα από τα  λαϊκά δίστιχα της Δωδεκανήσου, όπως διασώθηκε από έναν παλιό δάσκαλο, τον Αναστάσιο Βρόντη, σε ένα βιβλίο του 1947 με τίτλο Λαϊκά Τραγούδια της Ελευθέρας Δωδεκανήσου.

Όμως η Τίτσα γοητεύεται από την δύναμη του έρωτα. Γιατί τελικά αυτό το υπέροχο ανθρώπινο συναίσθημα, αυτός ο ακαταμάχητος παραλογισμός, μπορεί να φαίνεται ως η μοναδική νότα ουσιαστικής σημασίας, το μόνο που βγάζει νόημα όταν ολόκληρος ο κόσμος φαίνεται να διακατέχεται από την έλλειψη λογικής, ανθρωπιάς, και κανονικότητας. Αυτόν τον έρωτα περιγράφει η Τίτσα. Αυτόν που δεν γνωρίζει εχθρούς ή ξένους, παρά μόνο το πρόσωπο που συμπληρώνει και δημιουργεί το προσωπικό σύμπαν μας. (Σε. 261. Οι δύο τους αποτελούσαν ένα σύμπαν ολόκληρο….σελ. 262, …ελεύθερη).

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Το βιβλίο δεν είναι μία απλή ρομαντική ιστορία. Οι δυσκολίες και των Ιταλών, όταν ήρθαν οι Γερμανοί μας δίνει μία άλλη αίσθηση ρεαλισμού. Ο εχθρός μετατρέπεται σε κάτι εντελώς ανθρώπινο. Βλέπεις τις δυσκολίες που είχε και ο Ιταλός να ταϊσει την οικογένειά του.  Συγχωρέστε μου τον συνειρμό, φιλόλογος είμαι. Δεν μπορούσα να μην σκεφτώ τον Όμηρο, όταν στην Ιλιάδα μας παίρνει πρώτη φορά πίσω από τα τείχη της Τροίας και μας δείχνει την πιο τρυφερή εικόνα μέσα στο σκληρό πολεμικό κόσμο αυτού του έπους: τον αποχαιρετισμό του Έκτορα στη γυναίκα του την Ανδρομάχη, στη μάνα του την Εκάβη, στον γιο του τον Αστυάνακτα. Για να καταλάβουμε ότι στον πόλεμο δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Μόνο άνθρωποι, όπως εμείς. Με οικογένειες σαν τις δικές μας. Με αισθήματα σαν τα δικά μας. Με φιλίες, όπως οι δικές μας.

Ο Ντάριο διακινδυνεύει την ελευθερία του, όταν φιλοξενεί τον φίλο του, τον Αλεσάντρο, που βγαίνει κρυφά από το σπίτι του απλά για να δει το κοιμισμένο παιδί του. Και όταν συλληφθούν και οι δύο και καταλήξουν οι πρώην κατακτητές, οι πρώην κυρίαρχοι, αιχμάλωτοι των Γερμανών, τότε θα καταλάβουμε ότι η ανατροπή της μοίρας ήταν πάντα αυτό που γοήτευε τους λογοτέχνες αλλά και τους θεατές ή τους αναγνώστες τους. Γιατί είναι αυτό που ισχύει για όλους μας: το μόνο σίγουρο, είναι ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο.

Οι δύο φίλοι θα δούνε τις ζωές τους να χάνουν κάθε αίσθηση σιγουριάς. Φυλακισμένοι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Casa dei Pini, θα βιώσουν τις κακουχίες από τη δική τους πτώση και υποβιβασμό ζωής. Ακόμα και μέσα στις δυσκολίες της ζωής της απάνθρωπης φυλακής, η ανθρωπιά μπορεί να μείνει ελεύθερη. Αυτό βλέπουμε και σε μία άλλη περιγραφή των φυλακισμένων Ιταλών, όταν ο Ντάριο προσπαθεί να περισώσει όση αξιοπρέπεια μπορεί για τον λοχαγό του, τον Βιτόριο. Τα πάντα ανατρέπονται. Η Τίτσα συνοψίζει και αυτό αλλά και την ανασφάλεια που προκύπτει από την εύθραυστη ισορροπία της διεθνούς πολιτικής σκηνής με λόγια απλά ( Σελ. 294…. Συσσίτιο τους δίνεται…. Τις προηγούμενες ημέρες)

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Συνεχίζω  το βιβλίο και ρουφάω αχόρταγα τη συνέχεια. Δεν έχει νόημα να σας πω πόσο όμορφα γράφει η Τίτσα. Είναι καταξιωμένη όχι μόνο στον χώρο της αλλά και στην καρδιά μας. Σε αυτήν μιλάει όταν γράφει. Απλά, παραστατικά, σαν να μην κρατάει στυλό ή πληκτρολόγιο, αλλά κάμερα και οθόνη. Κάτω από τα πρόσωπα περνούνε υπότιτλοι. Διαβάζουμε τις μύχιες σκέψεις τους. Αντιλαμβανόμαστε την πλοκή σαν μία υπέροχη συνέχεια και μεταφορά στον χρόνο. Περνούμε από τη μία ιστορία στην άλλη και όλες μαζί συνθέτουν την ζωντανή, περιγραφική αφήγηση που τόσο καλά γνωρίζει να κάνει η Τίτσα, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Η τελευταία σελίδα του βιβλίου με αφήνει με μία διαβεβαίωση και με ένα ερωτηματικό. Η διαβεβαίωση αφορά στην ολοκλήρωση μίας ιστορίας. Ευχάριστη; Δυσάρεστη; Ε… αυτό μένει να το ανακαλύψετε εσείς, διαβάζοντάς το. Το ερωτηματικό, όμως, αφορά στο πρώτο μου ερώτημα. Τελικά το βιβλίο αυτό τι αφορά; Το κορίτσι του Αλεσάντρο;

Η μικρή ανθρώπινη ιστορία της Άννας ξεκίνησε το κουβάρι της αφήγησης. Αυτό όμως πλέχτηκε στον αργαλειό της παγκόσμιας αναστάτωσης. Περιδιάβηκε η μικρή ιστορία μέσα στη μεγάλη ιστορία του κόσμου. Και πάλι έστρεψε τη ματιά μας προς το ανθρώπινο, το οικείο. Γιατί η ιστορία της πολιτικής μπορεί να μην μας είναι κατανοητή, πάντα αντιλαμβανόμαστε, όμως, αυτό που καταλαβαίνουμε ως άνθρωποι, όταν διαβάζουμε αυτό που θα μπορούσε να είναι και δική μας ιστορία. Το βιβλίο δεν είναι για την Άννα. Η κοπέλα αυτή δεν είναι παρά ένα κομμάτι της ζωής της και της ζωής ενός τόπου ξεχασμένου σχεδόν στον χρόνο. Και πολλά άλλα κομμάτια, πολλές μικρές ζωές, μας επιτρέπουν να διακρίνουμε σε αυτό το βιβλίο ένα μεγαλύτερο νόημα: Μπήκαμε στη θέση πολλών προσώπων. Κοιτάξαμε την εποχή, τον πόλεμο, τον έρωτα, το όνειρο, από την πλευρά πολλών ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, μικρών και μεγάλων, ξένων και δικών μας, και κάτι κερδίσαμε. Κερδίσαμε το πολύπλευρο της αντίληψης. Το ευαίσθητο της κατανόησης του άλλου.

Καμία προσωπική μας ιστορία δεν είναι μοναδική. Και καμία ιστορία δεν είναι πιο σημαντική από τη δική μας. Το βιβλίο σου, Τίτσα, είναι ένα πρίσμα. Από όποια μεριά κι αν το κοιτάξεις, βλέπεις μία πτυχή της ψυχής του ανθρώπου, που πάντα θα μπαίνει σε μία βάρκα, όπως η Άννα, πάντα θα ανεβαίνει σε ένα ατμόπλοιο για πρώτη φορά και θα αναζητά με λαχτάρα να χαθεί μέσα στο άγνωστο και να ανακαλύψει την ολοκλήρωσή της.

Σε ευχαριστούμε για αυτό το ωραίο ταξίδι.

Το βιβλίο της Τίτσας Πιπίνου “Το κορίτσι του Αλεσάντρο”  κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος. Περισσότερα εδώ.