iporta.gr

«Το δακτυλίδι της Θεάς». Κεφάλαιο 14o: Η συνάντηση με τον παπα-Γιώργη, του Νίκου Βασιλειάδη

Όταν ο Δημήτρης Κοκκαλάς έφτασε στην Πρασσά ήταν απόγευμα, αλλά το φως ξεχυνόταν με δύναμη πάνω στα λίγα σπίτια με περιβόλια και μποστάνια.

Δεν υπήρχε άνθρωπος στον δρόμο, μόνο ένας σκύλος-φύλακας, ξαπλωμένος σε μια πεζούλα που από πάνω της ορθωνόταν  μια παλιά καμινάδα, απομεινάρι ενός παλιού πυρηνελαιουργείου, όπου οι κάτοικοι με πρωτόγονο τρόπο μετέτρεπαν την πυρήνα σε πυρηνέλαιο και καύσιμη ύλη. Ησυχία, η ατμόσφαιρα νεκρική. Η περιοχή είχε πάρει το όνομά της από την πρασιά, το φυτώριο δηλαδή και ήταν ένα μικρό χωριουδάκι καταμεσής στην κοιλάδα του Καρτερού με ιστορία που χανόταν και αυτή στα μινωικά χρόνια καθώς ο ποταμός που την διασχίζει ο αρχαίος Αμνισός ή Καρτερός, όπως τον έλεγαν τώρα,  αποτελούσε έναν από  τους βασικούς δρόμους επικοινωνίας του ανακτόρου της Κνωσού τόσο με την ενδοχώρα όσο και με την θάλασσα.

Εκεί, σύμφωνα με τους θρύλους του νησιού  όταν ο νεογέννητος Δίας έπρεπε να φύγει από το Δικταίο Άντρο, ο ομφαλός του θεού έπεσε στην περιοχή η οποία και ονομάστηκε   «Ομφάλιον Πεδίον» και ήταν αυτή ακριβώς η εύφορη βλαστερή κοιλάδα.

Βρήκε τον παπα- Γιώργη να πίνει τον καφέ του έξω από την εκκλησιά σε μια γωνιά  φτιαγμένη με πέτρες, ξύλο και αναμνήσεις,  αόρατος από το δρόμο και τους αγνώστους, γνωστός σε αυτούς που του ταιριάζουν, διαβάζοντας ένα παλιό προσευχητάρι, σκεπασμένο με ψαλμούς και αγιογραφίες.

Ο Δημήτρης τον καλησπέρισε και κάθισε κοντά του. Ο ιερέας προθυμοποιήθηκε να τον ξεδιψάσει με κρύο νερό και δυο τρία  κουμπανάκια που του τα είχε φέρει μια καλή γερόντισσα μετά την πρωινή λειτουργία.

Κατά τη διάρκεια της κουβέντας τους ο Δημήτρης  του εκμυστηρεύτηκε ότι προηγουμένως είχε μιλήσει με όλους τους φίλους του Άγγελου στο λιμάνι και  είχε ζητήσει πληροφορίες για τον ιερέα.

Όλα τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει  και είχε θέσει υπόψη του διοικητή του έδειχναν ότι η αστυνομία πια εξέταζε το ενδεχόμενο ο Άγγελος να ήταν ανακατεμένος σε ύποπτες δραστηριότητες, και γι’ αυτό να είχε εξαφανιστεί ή να «τον είχαν εξαφανίσει».  Οι φίλοι του  βέβαια, του το ’χαν ξεκόψει…

– Ο Άγγελος  είναι ο πιο αγαθός αγνός και τίμιος άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ μου! δήλωσε στον Αστυνόμο, με χαμηλόφωνη φωνή ο παπα- Γιώργης.

– Είναι σαν μικρό παιδί, ερωτευμένος με την θάλασσα. Μέσα της μεγάλωσε από τόσος δα, και δεν θα του καταλόγιζα καμιά άλλη αμαρτία εξόν από τον πόθο του να βγάλει μερικά λεφτά παραπάνω για να πάρει ένα καΐκι για να ξανοίγεται ολοένα και πιο μέσα της, να περνάει περισσότερο χρόνο κοντά της.

Ναι, πράγματι, πριν από χρόνια πολλά, δεν θυμάμαι πόσα, είχε βρει βουτώντας ένα χρυσό δακτυλίδι. Το θυμάμαι, ήταν πολύ όμορφο, όμοιό του δεν είχα ξαναδεί. Ο Άγγελος πίστεψε πως ήταν το τυχερό του για να πραγματοποιήσει το όνειρό του και με παρακάλεσε να το πουλήσω για λογαριασμό του στον Έβανς. Ούτε το παζάρι δεν ήταν άξιος να κάμει, τόσο αγαθή ψυχή είχε.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα ένα εύρημα στον Έβανς, ούτε στον Καλοκαιρινό. Ήξερα πως και θα εύρισκαν την θέση που τους αξίζει στο Μουσείο και με τα λίγα χρήματα σαν εύρετρα που θα έδιναν θα ανακουφιζόταν η οικογένεια του χριστιανού που το είχε βρει. Δεν κράτησα ποτές μου τίποτε για τον εαυτό μου. Ούτε ένα γρόσι. Όλα γίνονταν για το καλό αυτών των φτωχών ανθρώπων. Ο Έβανς θυμάμαι μου ζήτησε να το κρατήσει δυο μέρες να το εξετάσει. Ύστερα παράγγειλε να πάω να το πάρω, ήτανε λέει κάλπικο, ψεύτικο. Απογοητεύτηκα. Τράβηξα κατά τον Μίνω τον Καλοκαιρινό μήπως εκείνος το έπαιρνε. Ούτε και αυτός το θέλησε.

Αφού το απέρριψε ο Έβανς μου είπε τι να το κάνω να το δω. Τέτοια φτιάχνουν πολλά για να κερδίζουν χρήματα από τους άσχετους αυτοδίδακτους  αρχαιολόγους που γέμισαν το νησί.

Το επέστρεψα στον Άγγελο, αφού πρώτα του πρότεινα να πάμε να το ζυγίσουμε να δούμε πόσα έπιανε μόνο σαν μέταλλο, και να τα δίναμε για να διορθώσουμε κάτι παλιά κατεστραμμένα κεραμίδια στο ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία. Ο Άγγελος όμως δεν ήθελε, ήταν είπε προσβολή στην θεά της θάλασσας να καταστρέφαμε την όμορφη μορφή της. Θα το κρατούσε.

Ο Δημήτρης άκουγε προσεκτικά τον γέροντα. Δεν θέλησε να τον διακόψει με καμιά ερώτησή του. Ήξερε πολύ καλά πως ο γέροντας ιερέας θα έλεγε μόνον όσα ήθελε να πει χωρίς να προσθέσει τίποτε παραπάνω, προϊόν μιας αστυνομικής μαιευτικής μεθόδου.

Ο Παπα- Γιώργης γύρισε και κοίταξε λίγο τον ουρανό, έπαιξε στα δάχτυλα του το κομποσκοίνι, και συνέχισε.

– Είσαι καινούριος εδώ αστυνόμε έτσι δεν είναι; ρώτησε.

– Ναι γέροντα, δεν έχω ούτε δυο μήνες που ήρθα στο νησί, απήντησε ο Δημήτρης.

– Όποτε λοιπόν βρεις χρόνο, να πας στην Λαξευτή. Την ξέρεις;

– Όχι γέροντα, δεν το’ χω ξανακούσει. Που είναι;

– Έξω από την πόλη,  κάπου δυο ώρες με το ζωντανό είναι ο άγιος Θωμάς ο Μονοφατσίου. Εκεί γεννήθηκε ο Δημήτρης ο Λόγιος. Δεν θα τον έχεις ακουστά. Παλικάρι με τα όλα του. Αν και σπουδαγμένος γιατρός στην Πάντοβα γύρισε το χωριό και έγινε χαΐνης τιμωρώντας τους γενιτσάρους. Στον άγιο Θωμά μαθές στην σπηλιά  της Ρογαλιάς, δυο Αμερικάνοι που έκαναν κρυφά ανασκαφές  ανακάλυψαν το άγαλμα  της θεάς και το  έκλεψαν.

Κανείς δεν το ξανάδε από τότε,  αν και μερικοί λένε πως το φόρτωσαν για το  Μουσείο στην Βοστώνη, στην Αμερική.  Άλλοι πάλι λένε πως δεν το έβγαλαν αυτοί μα τους το πούλησε ένας υπάλληλος του Έβανς αφού προηγουμένως είχε αποτύχει να το πουλήσει σε έναν Γερμανό συλλέκτη. Τέλος πάντων, Αυτά είναι ιστορίες.

Όταν  φτάσεις λοιπόν εκεί ρώτα που είναι η γριά Μάντρα.

Από εκεί προχωρώντας θα φτάσεις σε ένα μέρος που θα δεις κάτι  πελώριους απόκοσμους βράχους. Εκεί  στην βάση τους υπάρχουν πολλά λαξευτά σπηλάρια. Ο θρύλος λέει πως τα παλιά τα χρόνια ήτανε τάφοι. Πολλοί εκεί βρίσκανε παλιά καταφύγιο όταν τους κυνήγαγαν οι Τούρκοι, αλλά και ζωοκλέφτες που τους κυνηγούσαν οι χωροφύλακες.

Ψάχνοντας εκεί το δίχως άλλο κάποια στιγμή θα φτάσεις και θα δεις την εκκλησιά της Κυρά Σπηλιώτισσας, αφιερωμένη στην Θεοτόκο. Οι παλιοί έλεγαν πως εκεί ήταν η τρύπα του Άδη και για να ξορκίσουν το κακό και τον θάνατο έριχναν μέσα της αφιερώματα ή κάποια προσωπικά αντικείμενα των δικών τους ανθρώπων που είχαν πεθάνει.

Το βράδυ λένε μάλιστα πως πολλοί έχουν ακούσει μέσα στην ησυχία και την νεκρική σιωπή  μια κοπέλα να τραγουδάει, μια χρυσή κοπέλα που υφαίνει ασταμάτητα σε ένα χρυσό τελάρο.

Ο Άγγελος,  θυμάμαι, έλεγε πως πάντα του άρεσε ένα παραμύθι με μια κοπέλα, μια όμορφη βασιλοπούλα που μεταμορφώθηκε από ένα χρυσό μήλο, όταν το βρήκε ένας ψαράς  σε μιαν άλλη τρύπα που βρισκόταν στην μέση του πελάγους. Και οι δυο ιστορίες όμως έχουν να κάνουν με την μεγάλη Θεά, την Κυρά που διαφεντεύει και την στεριά και την θάλασσα, την κυρά του δακτυλιδιού. Να πας να την δεις την Κυρά Σπηλιώτισσα, θα σε βοηθήσει.

Οι ώρες που θα αφιερώσεις περπατώντας και ψάχνοντας τα παλιά μονοπάτια,  τις απόμερες σπηλιές τα ρέματα και τις χαράδρες ή βρίσκοντας τις δροσερές πηγές που θα σε ξεδιψάσουν, τα  ερείπια των αρχαίων ναών ή των παλιών ξωκλησιών με τις πολυκαιρισμένες αγιογραφίες θα σε κάνουν να νοιώσεις ότι κάτι αλλάζει μέσα σου σιγά-σιγά.

Ο τόπος σε αλλάζει. Δεν θα είσαι πια ο ίδιος. Να θυμάσαι όμως. Όταν φύγουμε από εκεί δεν αφήνουμε τίποτα , παρά μόνο τις πατημασιές  μας και δεν παίρνουμε τίποτε, παρά μόνο τις αναμνήσεις μας.

Φεύγοντας ο Δημήτρης, γύρισε το κεφάλι μια τελευταία φορά και αντίκρισε τον γέρο ιερέα να έχει ανοίξει πάλι το προσευχητάρι του και να έχει βυθιστεί μέσα στις σελίδες του.

– Παπα-Γιώργη, του είπε, τι λες να απόγινε εκείνος ο Εγγλέζος;

– Πού να ξέρω γιέ μου, απάντησε ο ιερέας, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι. Ίσως να του έπρεπε, αν ήθελε τόσο πολύ το δακτυλίδι, να το ζητήσει από την ίδια την Θεά, εκεί που το φυλάει, στα σπλάχνα της.

Εδώ τα κεφάλαια

Νίκος Βασιλειάδης