Μια φορά κι έναν καιρό, βαθιά στο δάσος, εκεί όπου ο ζεστός ήλιος κι ο δροσερός αέρας σχημάτιζαν ένα γλυκό ήσυχο μέρος, μεγάλωνε ένα μικρό, όμορφο έλατο. Το μικρό αυτό έλατο της ιστορίας μας ήταν λίγο ανυπόμονο, βιαζόταν βλέπετε να μεγαλώσει, να γίνει ψηλό όσο οι σύντροφοι του, τα άλλα μεγάλα έλατα που βρίσκονταν γύρω του. Κάθε μέρα, ώρα με την ώρα άπλωνε όσο μπορούσε μακρύτερα τις ρίζες του στο χώμα, ρουφώντας όλους τους χυμούς της γης που μπορούσε να βρει, έτσι ώστε πολύ γρήγορα, με την βοήθεια του λαμπερού ήλιου και του δροσερού αέρα να μεγαλώσει να γίνει φουντωτό τόσο ψηλό, όσο τ’ άλλα δέντρα. Τόσο ώστε όταν θα απλώσει τα κλαδιά του σε κάθε μεριά και η κορυφή του θα μπορεί να αγναντεύει από ψηλά τον κόσμο κοιτούσε από ψηλά τον απέραντο κόσμο θα γινόταν το ιδανικό σπιτικό για τα όμορφα πολύχρωμα πουλιά που θα έχτιζαν τις φωλιές τους στα κλωνάρια του που θα προστάτευαν τα μικρά τους από τον ζεστό ήλιο, ή τα μεγάλα γκρίζα σύννεφα που έπλεαν από πάνω του και έρριχναν με δύναμη την βροχή στο νοτισμένο χώμα. Άλλες πάλι φορές σκεφτότνα πως το χειμώνα, όταν το χιόνι θα πεφτε άσπρο και λαμπερό στο έδαφος, ένας λαγός θα ερχόταν αναπηδώντας και θα πηδούσε πάνω του, θα έβρισκε μια μικρή κουφάλα και θα κούρνιαζε να ζεσταθεί και να προφυλαχθεί από το κρύο. Να μεγαλώσω, έλεγε, να μεγαλώσω να γίνω χρήσιμο, να λένε να..κοίτα το μεγάλο έλατο! Πόσο μεγάλο όμορφο σοφό και χρήσιμο είναι για το δάσος. Πέρασαν δυο χειμώνες και όταν ήρθε ο τρίτος, το έλατο μας είχε γίνει τόσο ψηλό, ώστε όταν ήρθαν οι ξυλοκόποι και άρχισαν να κόβουν ένα γύρω τα άλλα δεντρα, το έλατό μας φοβήθηκε και τρόμαξε καθώς τα άλλα δέντρα έπεφταν στη γη μ’ έναν κρότο. Έβλεπε τα κλαδιά τους να κόβονται και μετά τους να φορτώνονται σε κάτι βαγόνια και να τα παίρνουν μακριά από το δάσος. “Πού πήγαιναν; Τι θ’ απογίνονταν;” Μήπως είχε έρθει και η δική του ώρα; “Πού πηγαίνουν”, ρώτησε το έλατο. τα σπουργίτια, Πού πηγαίνουν;”. “Ξέρουμε, ξέρουμε”, τραγούδησαν τα σπουργίτια. “Κοιτάξαμε στα παράθυρα των σπιτιών στην πόλη και γνωρίζουμε τι έγινε μ’ αυτά. Ντύνονται με τον πιο μεγαλοπρεπή τρόπο. Τα έχουμε δει να στέκονται στη μέση ενός ζεστού δωματίου και να στολίζονται με κάθε είδους όμορφα πράγματα: κόκκινες και πράσινες μπάλες, ασημένια και χρυσά στολίδια και πολλά πανέμορφα πολύχρωμα φωτάκια. Μα τα πιο τυχερά, τα πιο όμορφα είναι αυτά που τα στολίζουν οι άνθρωποι έξω στις μεγάλες πλατείες με τα μαρμάρινα πεζούλια. Εκεί περνά όλος ο κόσμος και τα θαυμάζει, βγάζουν φωτογραφίες μαζί τους τα παιδιά και στα πόδια τους στολίζουν μια όμορφη σπηλιά με ανθρώπους και ζώα αγάλματα, μια σπηλιά που αναδίδει τόση γλύκα και θαλπωρή, όσο καμμία άλλη. Και τότε, ρώτησε το έλατο τρέμοντας με όλα του τα κλαδιά, και μετά τι γίνεται; Δεν είδαμε τίποτε περισσότερο, είπαν τα σπουργίτια, όμως αυτό ήταν αρκετό για μας. Αναρωτιέμαι αν κάτι τόσο λαμπερό θα συμβεί και σε μένα, σκέφτηκε το έλατο. Θα ήταν πολύ καλύτερο από το να κάθομαι εδώ ακίνητο. Ανυπομονώ γι’ αυτό . Ω! πότε θα έρθουν τα Χριστούγεννα; Τώρα είμαι τόσο ψηλό και αναπτυγμένο, όσο εκείνα που ήδη πήραν. Τι καλά θα ήταν να βρισκόμουν τώρα και γω μαζί με τα άλλα στο βαγόνι και να με στολίσουν σε ένα ζεστό δωμάτιο με όλη αυτήν τη λάμψη και τη χάρη γύρω μου! Και πόσο καλύτερο και πιο όμορφο και πιο υπέροχο θα ήταν να ήμουν εγώ το έλατο που θα στόλιζαν σε μια πλατεία ενώ οι περαστικοί θα λένε: Τι ωραίο δέντρο!
Λίγες μέρες αργότερα, πριν τα Χριστούγεννα, το έλατο της ιστορίας μας ήταν από τα πρώτα που έπεσε. Καθώς το τσεκούρι έκοβε τον κορμό και διαχώριζε την ψίχα, το δέντρο μας έπεσε μ’ ένα βογγητό στη γη, γεμάτο πόνο και αδυναμία και ξεχνώντας όλες τις ανυπομονησίες της ευτυχίας, πονώντας που άφηνε το σπίτι του στο δάσος. Ήξερε ότι δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά τους αγαπημένους, παλιούς του φίλους, τα δέντρα, ούτε τους μικρούς θάμνους και τα πολύχρωμα λουλούδια που είχαν φυτρώσει στη μεριά του – ίσως ούτε και τα πουλιά. Ούτε όμως και το ταξίδι του στην πόλη ήταν ευχάριστο. Το δέντρο μας συνήλθε όταν το ξεφόρτωναν σε μιαν μεγάλη αυλή μαζί με αρκετά άλλα δέντρα και άκουσε έναν άνδρα να λέει: Θέλουμε μόνο ένα κι αυτό είναι το ομορφότερο.
Τότε ήρθαν δύο άνθρωποι που φόραγαν κάτι κίτρινα γιλέκα και μετέφεραν το έλατο σε μια μεγάλη φωτεινή πλατεία σε μια πυκνοκατοικημένη συνοικία της Αθήνας που βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, που είχε πάρει το όνομά της από κάποιον Ηπειρώτη ονόματι Εξαρχο, που διατηρούσε παντοπωλείο παλιά εκεί στη σημερινή πλατεία που λεγόταν πλατεία Εξαρχείων. Πώς έτρεμε το έλατο! “Τι θα του συνέβαινε τώρα;”. Κάποιες νεαρές κυρίες ήρθαν και μαζί με τους άνδρες με τα κίτρινα γιλέκα άρχιζαν να στολίζουν το δέντρο. Στο ένα κλαδί κρέμασαν μικρές σακούλες φτιαγμένες από χρωματιστό χαρτί και κάθε σακούλα ήταν γεμάτη με καραμέλες. Από άλλα κλαδιά κρέμονταν μεγάλες κόκκινες μπάλες, επιχρυσωμένα μήλα και καρύδια, σαν να είχαν φυτρώσει εκεί. Και πάνω απ’ όλα, γύρω-γύρω, υπήρχαν εκατοντάδες κόκκινα, μπλε και άσπρα φωτάκια, που δέθηκαν στα κλαδιά. Κούκλες, σαν να ήταν αληθινά μωρά, τοποθετήθηκαν κάτω από τα πράσινα φύλλα – το δέντρο δεν είχε δει τέτοια πράγματα ποτέ πριν – και στην κορυφή δέθηκε ένα λαμπερό αστέρι, φτιαγμένο από χρυσόχαρτο. Ω, ήταν πανέμορφο! Αυτό το βράδυ, είπαν όλοι, θα είναι το στολίδι της πλατείας μας. Και εκείνο ευτυχισμένο που γινόταν χρήσιμο και όμορφο για τους ανθρώπους έτρεμε με ευχαρίστηση σε όλα του τα κλαδιά, προσέχοντας να μη ρίξει κάτω κάποιο από τα ωραία του στολίδια. Στην βάση του ήρθε και ακούμπησε μια φάτνη, με ένα μωρό τυλιγμένο στα σπάργανα με την μητέρα του να σκύβει ευλαβικά πάνω του. Αμέσως το δέντρο μας αναρρίγησε από το θαύμα που συντελέσθηκε εκεί κάτω στην βάση του, να σκεπάζει αυτό το ταπεινό δέντρο του δάσους το Θείο μυστήριο της γέννησης του Θεού, το γεγονός της θαυμαστής Ενσάρκωσης του Θεού χάριν της σωτηρίας των ανθρώπων. Το κυρίεψε ένα αλλόκοτο συναίσθημα που δεν ήταν φόβος, δεν ήταν αγωνία, ούτε και έκπληξη, ή απορία, αμφιβολία και θαυμασμός, περιέργεια και στοργή, αλλά ήταν όλα αυτά τα πρωτόγνωρα μαζί.
Η ιστορία μας θα μπορούσε να τελείωνε εδώ. Εδώ που το Θείο γεγονός της γέννησης του Χριστού έρχεται να μας δώσει την ελπίδα, να μας πει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο: Ναι, Υπάρχει ελπίδα! και αυτή δεν βασίζεται σε μια αόριστη αισιοδοξία, σε υποσχέσεις ανθρώπινες. Αλλά σε ένα Πρόσωπο που ήλθε ήρεμα και, ταπεινά και που παραμένει ανάμεσα μας, δίπλα μας, κοντά μας, σαν ο αγγελιοφόρος της ειρήνης και της αγάπης που μπορεί και μεταπλάθει και τις πιο τραγικές συνθήκες της ζωής. Που μπορεί παρά τη στέρηση, την αδικία, τους κατατρεγμούς, την οδυνηρή σκληρότητα και τις αθεράπευτες ακόμη αντιθέσεις, παρά την κερδοσκοπία και την αλαζονεία μεγάλων ή μικρών, το ψέμα, τη σκληρότητα και την αδικία, την φτώχεια και την εξαθλίωση που σαν κύματα ωκεανού, συχνά μας παρασύρουν στην άβυσσο της απελπισίας, να μας δώσει την ελπίδα για την τελική νίκη της αλήθειας και της αγάπης, χωρίς θόρυβο και ηχηρές προτροπές, με γαλήνη στοχαστική.
Αυτά τα είδε και τα ένοιωσε το έλατο της ιστορίας μας και απλώνοντας χαρούμενα τα κλαδιά του είπε με χαρά. “Τώρα θα ζήσω” ενώ το αστέρι από χρυσό χαρτί στεκόταν περήφανο στην κορυφή του και έλαμπε μέσα στη λιακάδα.
Όμως – αλίμονο! – Ένας άντρας ή και πιο πολλοί ήρθαν και κλώτσησαν την φάτνη του μωρού στην βάση του. Στην θέση της έβαλαν σκουπίδια και σε λίγο δίχως να καταλάβει πώς τα κλαδιά του γρήγορα άρπαξαν φωτιά και το δέντρο μας αναστέναζε τόσο βαθιά, που κάθε αναστεναγμός ήταν σαν μια πιστολιά. Τότε αυτοί , που που φώναζαν και έσπαζαν τα όμορφα στολίδια του, ήρθαν και κάθισαν μπροστά στη φωτιά, την κοιτούσαν και φώναζαν “Ποπ! ποπ!”. Όμως σε κάθε “ποπ”, που ήταν ένας βαθύς αναστεναγμός, το δέντρο σκεφτόταν μια καλοκαιρινή μέρα στο δάσος και το βράδυ των Χριστουγέννων τη μοναδική ιστορία που αν και δεν είχε ακούσει ήξερε όμως να την αφηγηθεί. Μέχρι που στο τέλος κάηκε εκείνο το πιο ευτυχισμένο βράδυ της ύπαρξης του. Τώρα, όλα ήταν παρελθόν. Η ζωή του δέντρου ήταν παρελθόν και η ιστορία μας επίσης – γιατί όλες οι όμορφες και γεμάτες αγάπη ιστορίες πρέπει κάποια στιγμή να φτάνουν στο τέλος τους, ή κάποιοι, φροντίζουν να τις τερματίζουν, νωρίς.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr