iporta.gr

Τούτο το χειμώνα ούτε θα πουντιάσουμε, θα ‘χουμε κιόλας να τρώμε, του Δημήτρη Κατσούλα

Δημήτρης Κατσούλας

Σκηνή πρώτη: Τηλεφωνική επικοινωνία με το χωριό

Πες μου ρε μάνα ποιος σου το είπε, να πάω να τον ξεμπροστιάσω. Και βέβαια καλά είμαι. Τι… γίνεται εδώ ρε παιδί μου; Δεν έχω το δικαίωμα ούτε να βήξω, κι αμέσως αυτός ο χωριανός που είχε έρθει στο σπίτι να τον προμηθεύσω ένα μπουκάλι λάδι, το έσπειρε από δω, πήγε στην παραπάνω συγχωριανή, αυτή το είπε στον άντρα της και κάποιος ‘πρόθυμος’ τηλεφώνησε σ’ εσένα κι έκανε την τρίχα τριχιά, ότι τάχα εγώ έχω σοβαρό πρόβλημα με το λαιμό μου. Ε, Θεέ κι Απόστολε! Απολύτως τίποτα δεν έχω ρε μάνα, ένα κασκόλ είδε ο άθλιος με το οποίο είχα τυλίξει το λαιμό μου, κι έβγαλε αμέσως το συμπέρασμα ότι εγώ είμαι του θανατά. Έλα Θεέ και Κύριε!… Τι; δεν μ’ ακούς τώρα; Στο κατώι είσαι χωμένη ρε μάνα, βγες παραέξω, ξετύλιξε αυτό το ρημάδι το καλώδιο του τηλεφώνου και τράβα το χριστιανή μου μέχρι την πόρτα, να συνεννοηθούμε επιτέλους! Θα έχει πάρει υγρασία το μαγκούφι, γι αυτό κάνει διακοπές. 

Ναι…, τώρα σ’ ακούω καθαρά. Όλοι καλά στο χωριό; Ήρθε αυτός ο Αλβανός που είχα κανονίσει από το καλοκαίρι να σε βοηθήσει για να στρώσετε τα χαλιά και να στήσει και τη σόμπα με τα μπουριά της; Ξύλα σου ντάνιασε ο αχαϊρευτος όπως τα είχαμε κανονίσει ή στραβομουτσούνιασε επειδή του είπα ότι τα λεφτά του για τα μεροκάματα θα του τα στείλω εκεί κοντά στα Χριστούγεννα; Όχι ρε μάνα, δε θα πάρω ένα ακόμη μισθό για δώρο, τι είναι αυτά που μου λες, έχεις μείνει ακόμη εκεί, εσύ; Πού κοιμάσαι; το ξέχασες που σου είπα ότι αυτά είναι κομμένα μαχαίρι εδώ και δέκα χρόνια τώρα; Α, ρε μάνα, τα χρόνια τα γ@@@@να σου φύραναν και τα μυαλά… Τέλος πάντων, σου τηλεφώνησα από τώρα για να ‘χεις το χρόνο μπροστά σου να στείλεις κάνα φαγώσιμο ρε μάνα, αν πήγε φυσικά καλά η σοδειά και πήρες και κάνα φράγκο από το έρμο το λάδι ή απούλητο το ‘χεις ακόμα; 

Μπράβο ρε μάνα, είσαι τσίφτισσα, όλα τα κανόνισες μονάχη: και το λάδι το πούλησες, και την πατάτα έβγαλες, κι εκείνο το κρεμμύδι που μόνη σου το φύτεψες και σου κόπηκε η μέση τόσων χρόνων γυναίκα το έχεις καπαρώσει παίρνοντας προκαταβολή, και τα λουκάνικά σου κάπνισες και την όψιμη ντομάτα κουμαντάρεις… Εγώ ρε μάνα, καταδικάστηκα με ‘κείνη τη δουλειά που έτυχε να πιάσω εδώ και κάτι μήνες…, πες με ανεπρόκοπο αλλά ούτε ώρα άδεια δε μου δίνουν για να πεταχτώ να σε δω, να σε βοηθήσω λιγάκι, να πάρω και τον αέρα μου, έσκασα σ’ αυτό το κωλ@@@νείο. Τι; τελευταία χρονιά που τα δουλεύεις τα χωράφια; γιατί ρε μάνα; το ξέρω ότι κουράστηκες πια, να τα δώσουμε μισιακά, καλύτερα λιγότερα παρά να πεθαίνεις κι εσύ καημένη με τα σκαψίματα, τα λιπαρίσματα, τα ποτίσματα και τα θειάφια, ούτε και υποχρέωση θα ‘χουμε στον γείτονα να σε κουβαλάει κάθε λίγο και λιγάκι με το τρακτέρ του όπου του πεις… Μάνα, δε σ’ ακούω, πάλι χάθηκε αυτό το γ@@@@νο το σήμα, τι συμβαίνει ρε π@@@η μου; Ρε μάνααα, ναι, ναι, τώρα σ’ ακούω καλά. Τι είπες; τέρμα η επιδότηση και διαταγή να ξεριζώσεις και το αμπελάκι; και λογιστικά βιβλία για το λάδι; και για το γουρούνι που σφάζουμε κάθε χρόνο  χρειάζεται άδεια; ακολουθούμε τη νομιμότητα ρε μάνα, αλλά τέτοια πράματα πρωτάκουστα… Τους …γα@@@νους, έχουν δύναμη ακόμη τ’  απολοιφάδια; 

Τέλος πάντων ρε μάνα, μη στενοχωριέσαι, θα δούμε πώς θα τα βολέψουμε. Ευτυχώς για φέτος που πήγαν καλά τα σοδήματα και θα μας κρατήσουν ζωντανούς, για του χρόνου ποιος ζει και ποιος πεθαίνει,  ρε μάνα… Άκου να σου πω, επειδή σήμερα λείπει τ’ αφεντικό και την έσκασα για καμιά μια ώρα με σκοπό να σε πάρω τηλέφωνο, πρώτον να σε καθησυχάσω για την υγεία μου και δεύτερον να σου πω εάν μπορείς να μου ετοιμάσεις κάνα δέμα και να το στείλεις με το λεωφορείο, τι θα ‘λεγες ρε μάνα; όχι, όχι με το συγχωριανό που έχει κατέβει στο χωριό, μη το στέλνεις, δε θέλω και υποχρεώσεις, ούτε χώρο στο αυτοκίνητό του θα έχει, εξ άλλου θα φορτώσει κι αυτός δικά του πράματα, έχει φαμελιά ο φουκαράς ‘δω πάνω στην Αθήνα, με το λεωφορείο στείλε τα, ελπίζω να μπορέσω να πάρω μια ώρα άδεια από τ’ αφεντικό, να πεταχτώ μέχρι το σταθμό Πελοποννήσου να τα παραλάβω. Ό, τι έχεις ρε μάνα, στείλε. Ξέρεις εσύ, κάνα αυγό αν έχουν γεννήσει οι κότες, κάνα λουκάνικο, κάνα καρβέλι ψωμί…, α… και κάνα λεμόνι ρε μάνα, κάτι τούρκικα πουλάνε εδώ πάνω στην Αθήνα, σκέτη φλούδα κι αυτή σκέτο πετσί και καθόλου ζουμί… Έλα, φιλιά, μάνα σ’ αφήνω τώρα και είπαμε: όχι στενοχώριες, έχει ο Θεός, δε θα χαθούμε, κράτα γερά.

Σκηνή δεύτερη: Στο πρακτορείο με το αστικό για παραλαβή του δέματος

Ρε, αμάν! Τι γίνεται εδώ, ρε; Όλος αυτός ο κόσμος για παραλαβές είναι; 

-Οι πιο πολλοί, ναι κύριε, το λεωφορείο για να φθάσει περιμένουμε, είναι και μερικοί που πλακώθηκαν στις μπουνιές γιατί μπερδεύτηκαν τα δέματά τους στην αποθήκη του ΚΤΕΛ από το προηγούμενο δρομολόγιο αλλά ευτυχώς φάνηκε ψύχραιμος ένας εισπράκτορας, ο Θεός να τον έχει καλά τον άνθρωπο, και τους χώρισε, μακελειό θα είχαμε εδώ, και δεν υπερβάλω. Πείνα κύριε, πείνα έχει πέσει, μη κοιτάς που συγκρατιόμαστε και δεν το δείχνουμε παραέξω. Τέλος πάντων, κι εσείς για παραλαβή δέματος είστε; δεν σας φαίνεται, μάλλον κάποια γκομενίτσα Καλαματιανή περιμένετε, πώς θα τη συντηρήσετε μόνο να ‘ξερα, μ’ αυτά τα οικονομικά στριμωξίδια…

Το λεωφορείο καταφθάνει σιγά-σιγά και βαρυφορτωμένο… Άνθρωποι και δέματα, όλα στην πρωτεύουσα μαζώχνονται.

-Στην άκρη όλοι, ελευθερώστε τη ράμπα για να ξεφορτώσει, καλώς τον λεβέντη τον οδηγό με τις μουσικές του στο τέρμα. 

Ένας με σκούρο μπλε αλλά σε μερικά σημεία του ξεθωριασμένο πηλήκιο και κάτι φαβορίτες α λα Κόκοτα, ανοίγει τα ντουλάπια του λεωφορείου, τραβάει ένα- ένα τα δέματα και φωνάζει το όνομα που είναι γραμμένο επάνω στο καθένα, φυσικά με το …’ό ,τι έχει ευχαρίστηση ο καθείς’, εξ άλλου, μισθό λαμβάνει. Παραλαμβάνω το δέμα, τούτο εδώ δεν είναι δέμα που ‘στειλε η μάνα μου, τούτος εδώ είναι ολόκληρος μπόγος, πώς θα τον μεταφέρω στο σπίτι; με το αστικό, αποκλείεται, είναι τόσο βαρύς που δεν μεταφέρεται από ένα άτομο. Τηλεφωνώ στο φίλο τον Δημήτρη που είναι γείτονας, διαθέτει και μπαγκαζιέρα στο όχημα, άνεργος εξ άλλου είναι, κάτι θα τον φιλέψω κι από τα καλούδια της μαμάς, μόνο έτσι θα μεταφέρω το ‘χωριό’ στο σπίτι που έστειλε η έρμη μάνα… 

 Σκηνή τρίτη: Ηαποκαθήλωση’ του δέματος μπροστά από το ισόγειο που διαμένω

 -Ξέσφιξέ το σιγά-σιγά Δημήτρη, που να ξέρω τι έχει βάλει μέσα η γερόντισσα η μάνα μου, μη τα σπάσουμε κιόλας μιας κι έφτασαν μέχρι εδώ ‘ζωντανά’…

-Σιγά ρε φίλε, όταν το φορτώναμε στο πρακτορείο και το έσφιγγα με τα λουριά, τότε γιατί δεν νοιάστηκες να μου πεις μη το σφίγγεις πολύ φίλε, είχες τον νου σου στο περιεχόμενο, ε; ή σ’ έβαλε σε έννοιες αυτός ο κύριος που μου είπες ότι σε ρώτησε μήπως περιμένεις γκομενίτσα  Καλαματιανή όταν έφτασες στο σταθμό για την παραλαβή; Ε, ρε τι παλαβά πράματα συμβαίνουν σ’ αυτή τη χώρα…, εδώ ο κόσμος σκοτώνεται για ένα κομμάτι ψωμί και περιμένει σαν το πουλί με ανοιχτό το στόμα πότε θα καταφθάσει το δέμα από το χωριό, κι άλλοι κρεβάτια τριζάτα ονειρεύονται κι απανωτά γ@@@σια. 

Τραβώντας το με την απαιτούμενη προσοχή, το κατεβάζουμε από τη σχάρα και το τοποθετούμε στο σαλόνι, παίρνω ένα μαχαίρι και με μεγάλη προσοχή αρχίζω να το απελευθερώνω από τα χαρτιά και τα νάιλον που το έχει τυλίξει η έρμη η μάνα για το παιδί της… Αφαιρώ την πρώτη στρώση προστασίας, αφαιρώ και τη δεύτερη, κάτι το μαλακό πιάνω παραμέσα. Ωχ ρε μάνα…, με πιάνουν τα κλάματα. Με μια τεράστια κουβέρτα έχει περιτυλίξει όλο του το εσωτερικό που είναι επίσης τοποθετημένο είτε σε τσάντες χοντρές, είτε σε σακούλια υφαντά αλλά και σε χάρτινα κουτιά με γερό στράτσο. Και να ‘σου τα καρύδια από την καρυδιά μας κάτω εκεί στο ποτάμι η οποία – παρά το ότι χρόνια τώρα μας έχουν πάρει το νερό για να πίνουν οι δήμοι – στέκει ακμαία (απορώ πώς συνήθισε τη δίψα), και να και το κουτί το χάρτινο με τις ντομάτες αγουρωπές-αγουρωπές για να βαστήξουν μήνα και παραπάνω, να και το παστό με τα λουκάνικα σ’ ένα τσίγκινο δοχειάκι, ωπ! και μου ξεγλιστρά και το τσουβάλι με τις πατάτες και γεμίζει το σαλόνι, νάτο και το καλάθι με τ’ αυγά, τα λεμόνια που της το υπενθύμισα ιδιαιτέρως στο τηλέφωνο, ένα καρβέλι ψωμί, ρόδια από τη ροδιά μας στην αυλή, μια κολοκύθα τεράστια και κατακίτρινη, μελιτζάνες, ένα δίκιλο βάζο βιδωτό από πάνω με μέλι, μια χεριά φασκόμηλο, κρεμμύδια κι ένα πεντόκιλο με τυρί σφέλα (αγορασμένο αυτό με την ετικέτα επάνω, της διέφυγε της μάνας να την αφαιρέσει) …Αχ! ρε μάνα παντέρμη, να ‘ξερα πότε θα σου τα ξεπληρώσω όλα αυτά και όχι μόνο. 

Και η κουβέρτα; Γιατί να την έστειλε τάχα την κουβέρτα την καμηλό… Επειδή βιάζομαι να επιστρέψω και στη δουλειά, της τηλεφωνώ για να της πω ότι τα παρέλαβα τα πράγματα και να την ρωτήσω μήπως μπερδεύτηκε πάνω στη θολούρα της κι έστειλε μαζί και την κουβέρτα.

-Όχι παιδάκι μου, βάλτην στην άκρη, αύριο που θα πιάσουν τα κρύα να την ρίχνεις πάνω σου να μη με ξαναπάρουν τηλέφωνο και μου κόψουν τα ήπατα ότι κρύωσες, σαν αυτό το χουνέρι που έπαθα με κείνον τον συγχωριανό μας που ήρθε στο σπίτι για το μπουκάλι το λάδι και παρ’ ολίγο να με πιάσει η καρδιά μου. Επί τη ευκαιρία δώσε του κι ένα μπουκάλι λάδι ακόμη, ξέρω ότι έχεις εσύ…, φαμελιά έχει κι αυτός ο έρμος, μόνο η γυναίκα του δουλεύει, αυτός κρατάει τα παιδιά στο σπίτι, παιδάκι μου. Κι εσύ γιέ μου, δεν πειράζει εάν δεν αγοράσεις καινούργια παπούτσια για φέτος, στριμώξου, βάλε κάνα φράγκο στην άκρη, δεν θα πάθεις και κάτι εάν δεν πιεις και καφέδες με τους φίλους σου κι ετούτη τη χρονιά. Λέω να τσοντάρω κι εγώ παιδάκι μου μ’ ένα μηνιάτικο από την αγροτική μου σύνταξη μήπως και μπορέσετε να γεμίσετε κι εκείνη τη δεξαμενή του πετρελαίου εκεί στην πολυκατοικία σας, να ξεχειμωνιάσετε παιδί μου… Όλοι, κι όσο μπορεί ο καθείς να βάλουμε πλάτη, αλλιώς με τίποτα δεν πρόκειται να ξεπεράσουμε τούτη την κρίση που μας βρήκε… Δεν ακούς την τηλεόραση που το λέει καθημερινά;   Έλα, για την κρίση σου μιλάω, Δημήτρη, μ’ ακούς; Τι έγινε;  Ξανά κόπηκε η γραμμή με τούτο το ερείπιο; Ρε Δημήτρη, τι έγινε παιδάκι μου, γιατί σώπασες γιέ μου; Δημήτρη, μήπως θύμωσες;…