Επισκεφθείτε τη νέα ιστοσελίδα μας
Ο Γιάννης Πανούσης είναι Καθηγητής Εγκληματολογίας του Παν/μιου Αθηνών.
Διαβάστε όλα τα άρθρα του Γιάννη Πανούση ΕΔΩ
Πεθαίνω γνωρίζοντας λιγότερα
απ’όσα ήξερα όταν γεννήθηκα
Χρίστος Παπαγεωργίου, Πεθαίνω
Το κυνήγι των σκανδάλων και των σχετικών αλληλοκαταγγελιών, στο οποίο επιδίδονται όλοι οι κομματικοί μηχανισμοί, χειροτερεύει την κρίση ανορθολογισμού του δι/εμβολι(α)σμένου γένους των φοβισμένων, των συνωμοσιολόγων, των ‘αντιστασιακών’ και των παραμυθάδων, συχνά με απρόβλεπτες συνέπειες.
Το σύνδρομο του “εγώ ξέρω”, “εμένα μου είπαν εμπιστευτικά” καταλήγει σε μία “κατασκευασμένη οργή” και σε άπειρες προσομοιώσεις “επαναστατικής άρνησης”. Η κοινωνική δυναμική [;], από την οποία ορισμένοι προσδοκούν οφέλη, ακόμα κι αν υπηρετεί μία ιδιόρρυθμη ανυπακοή [συχνά με ίδιον κίνδυνο προσβολής της υγείας], σε καμμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με το έγκλημα του δρόμου. Επειδή δεν πιστεύω στη βολική-για μερικούς-θεωρία ότι ‘η (κάθε;)κοινωνία δεν είναι τίποτ’ άλλο από μία μηχανή που κατασκευάζει εγκληματίες’ κι επειδή ‘ο νόμος του κορεσμού’ [Ferri], δηλαδή η σταθερή σχέση της εγκληματικότητας με τα λοιπά κοινωνικά φαινόμενα, δεν μπορεί –επιστημονικά- να ταυτισθεί αποκλειστικά και μόνο με μία κρατική πολιτική, οφείλουμε να προσεγγίζουμε τα θέματα της βίαιης συγκυρίας με μεγαλύτερη σοβαρότητα και λιγότερες ιδεοληψίες.
Ακολουθώντας το μονοδρομικό επιχείρημα του Ένγκελς’ ο φτωχός ή θα πεθάνει από πείνα, ή θ’αυτοκτονήσει, ή θα κλέψει’ και συνακόλουθα ότι “η ευκαιρία κάνει τον κλέφτη’ [Van Dijk], θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η βιαιότητες που συντελούνται σχεδόν καθημερινά , εν μέσω Πανδημίας, συνιστούν μία επιχείρηση αυτοδικαίωσης ατόμων ή ομάδων, οι οποίοι αδράχνουν την ευκαιρία για μονομαχίες στις πλατείες [στυλ Ελ Πάσο;] προκειμένου να ‘μην πεθάνουν από επαναστατική αδράνεια, να μην αυτοκτονήσουν από τις διαψεύσεις των πιστεύω τους και να μην[τους] κλέψουν οι άλλοι τη δόξα της αντίστασης’. Η ευκαιρία τους λέγεται “δράση εδώ και τώρα”, χωρίς όρους και όρια.
Επειδή η βία ‘δεν ξεπλένεται’ , είτε την ασκούν όργανα της Τάξης, είτε την εργαλειοποιούν διάφορα μορφώματα κι επειδή δεν νοούνται ‘καταστροφές χωρίς κανένα θύμα’, θα πρέπει ίσως να αναθεωρήσουμε την άποψη μας ότι το έγκλημα συνιστά μία πιθανότητα κι όχι μία ιδιότητα των δραστών. Η διάρκεια και η ένταση των επικίνδυνων πράξεων έχει καταστεί πλέον ενδημικό χαρακτηριστικό ορισμένων χώρων, όποια κι αν είναι η κοινωνική δομή και λειτουργία, όποια κι αν είναι η κοινωνική αποδοκιμασία κι απόρριψη. Συνεπώς δεν τους ‘κατασκευάζει η κοινωνία’ και δεν ‘τους ενδιαφέρει το καλό της κοινωνίας’. Απλώς έχουν αυτοαναγορευτεί σε κριτές των άλλων, όλων των άλλων, ιδίως εκείνων που δεν τους μοιάζουν.Συνήθως ακραίες κινήσεις προκρούστειας λογικής[;], φυγόκεντων κατευθύνσεων κι αταξινόμητων στόχων συνοδεύουν κάθε τους ‘παρέμβαση’, ακόμα κι όταν –δικαιολογημένα-την αποδίδουν στην αστυνομική βία ή τη διαφθορά. Δεν χωλοσκάνε τόσο για την τιμωρία των ενόχων από τους θεσμούς ή για την κάθαρση των ίδιων των θεσμών, όσο για την ανάδειξή τους σε [αποκλειστικούς] εκδικητές, μέσω του νόμου του Λιντς.
Αυτή τη διαπίστωση ας την αναστοχαστούν οι εγκληματολόγοι των εύκολων κλισέ…