Σήμερα έκανα έναν συνειρμό με τον χαρταετό. Έναν συνειρμό που με πήγε 60 τόσα χρόνια πίσω, σε μια Αθήνα όπου πίσω από την βιτρίνα μιας πόλης που δείχνει να συνέρχεται από την φρίκη του πολέμου και του εμφυλίου υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που όλοι γνωρίζουν, ποτέ όμως κανείς δεν μίλησε γι’ αυτόν. Ποτέ μέχρι να βγει στο πανί «η συνοικία το όνειρο».
1961 και συνειρμοί με το 2020. Μήπως στέρεψε η κοινωνία μας από μικροαπατεώνες, φουκαράδες, πλανόδιοι ( τώρα πια τηλεοπτικοί) πωλητές, φτωχοκόριτσα που ονειρεύονταν καριέρα στον κινηματόγραφο και τώρα καριέρα σε μια πασαρέλα μέσω της τηλεόρασης, κατεστραμμένοι πρόσφυγες, τότε Έλληνες της Ιωνίας, σήμερα άνθρωποι από όπου γης υπάρχει πόλεμος και πείνα. Τότε που σε μια φτωχογειτονιά της μεταπολεμικής Αθήνας στη σκιά του ιερού βράχου της Ακρόπολης, οι κάτοικοι μόλις που κατόρθωναν να επιβιώνουν, όπως και τώρα. Χωρίς δουλειές, χωρίς ρεύμα, χωρίς ελπίδα πως κάτι θα αλλάξει επιτέλους, αλλά δεν έπαυαν και παύουν να ονειρεύονται ότι, κάποτε, θα ζήσουν με αξιοπρέπεια. Η αντίθεση της Ακρόπολης με την παραγκούπολη που κρύβει στη ρίζα του βράχου της αποτελεί και την αιτία που το 1961 η ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη λογοκρίνεται, όπως σήμερα λογοκρίνεται από τα ΜΜΕ η ανέχεια και η φτώχεια πολλών Ελλήνων που δεν έχουν ούτε τα αυτονόητα, τα απαραίτητα για μια αξιοπρεπή ζωή.
Μην γελιέστε. Μπορεί να έλειψαν οι παράγκες, δεν σταμάτησαν να υπάρχουν και να ζουν ανάμεσά μας, οι άνθρωποι ρετάλια. Και όχι, αυτό δεν είναι όπως τότε χαρακτήριζαν σαν κομμουνιστική προπαγάνδα. Είναι η σκληρή και αναπόφευκτη πραγματικότητα του καπιταλισμού. Όχι, ούτε σήμερα, 60 χρόνια μετά, θα πούμε πως κάναμε τα πάντα για να δούμε αποκατεστημένη την ανθρώπινη κοινωνία. Εκεί που της αξίζει να βρίσκεται. Αυτό που δημιούργησε το Οικονομικό Ιερατείο της Ευρώπης, αυτό που απέμεινε έχει όμως ακόμη την ωμή δύναμη να απειλήσει με την αλήθεια του όσους θέλουν να θυμούνται επιλεκτικά το παρελθόν μιας χώρας ή μιας πόλης που δεν υπήρξε ποτέ μόνο το Κολωνάκι, ούτε οι κάτοικοί της αυτόματα νεόπλουτοι αστοί και μεσοαστοί. Το παρελθόν μας ως χώρα προέρχεται σε μια μεγάλη μάζα φτωχολογιάς, προσφυγιάς και μεροκαματιάρικης βιοπάλης. Πολλοί προερχόμαστε από συνοικίες χαμένων ονείρων, κάτι που καλό είναι να θυμόμαστε σήμερα που ξυπνήσαμε βίαια για να συνειδητοποιήσουμε ότι πριν από λίγα χρόνια έτσι βίαια εκλάπη και το δικό μας όνειρο, το μέλλον της δικής μας γενιάς τσαλακώνοντας άγρια την εικόνα μιας ιλουστρασιόν πραγματικότητας, την επίφαση λάμψης μιας Ελλάδας που δεν αποτυπώνεται στις τηλεοπτικές οθόνες ή στα γεμάτα νούμερα ανάπτυξης και ανάκαμψης των καλοθρεμμένων υπουργών και τραπεζιτών που πανηγυρίζουν για μια Κρίση που πέρασε. Και ας λιγόστεψαν στις μέρες μας πι φωνές όπως αυτή του Τάσου Λειβαδίτη και του Κώστα Κοτζιά που τότε υπέγραψαν το αιχμηρό σενάριο της ταινίας ιστορώντας το απόκληρο κομμάτι της Ελλάδας στο µετεµφυλιακό του φόντο ίσως θέλοντας να μας το αφήσουν παρακαταθήκη για να μην το επαναλάβουμε. Και μεις το αγνοήσαμε και ξανακάναμε τα ίδια λάθη.
Ποτέ δεν εξαλείψαμε στην πραγματικότητα τα χωμάτινα στενά και τις τσίγκινες στέγες των σπιτιών εκεί όπου οι άνθρωποι πάλευαν και συνεχίζουν να παλεύουν για να ξεφύγουν από την κακορίζικη καθημερινότητά τους, από τον ντουνιά που δεν χωρούσε τον αναστεναγμό τους. Σήμερα 60 χρόνια μετά, η ελληνική κοινωνία, τουλάχιστον αυτή που μπορεί ακόμη και αισθάνεται, γιατί τόσα και τόσα χρόνια αναισθητικό την έχουν μετατρέψει σε ζόμπι, ελπίζει όπως οι πατεράδες της ήλπιζαν, «μετρημένα», χαμογελά όπως οι πατεράδες της χαμογελούσαν «θλιμμένα», με αξιοπρέπεια, ακόμα και με χιούμορ σε στιγμές της αφήγησής της παράξενης και εν πολλοίς παράλογης ζωής της. Από τότε και μέχρι και σήμερα συνεχίζει να βγάζει στις καλές της στιγμές, μία δαιμονισμένη υπόγεια δύναμη – την ενέργεια, τη σπίθα, την περηφάνεια του ανθρώπου που απελπίζεται, αλλά δεν χάνεται ποτέ. Κι αυτό σήμερα παρά ποτέ έχουμε την ιστορική ανάγκη να το θυμόμαστε κάθε μας στιγμή.
Αν πάλι, ειρωνικά, ζούμε σε μία πόλη προσφύγων, αν ξανά σε γωνιές της Αθήνας συγκατοικεί το όνειρο με την απελπισία, αν η ανέχεια μουτζουρώνει την ευδαιμονική εικόνα μας δε θα σβήσουμε, ούτε θα εξαφανιστούμε. Θα αγανακτήσουμε, θα παλέψουμε, και που θα πάει: θα ξαναπετάξουμε τους χαρταετούς μας στον Αττικό ουρανό όπως εκείνο το μικρό παιδί στην τελική σκηνή της συνοικίας το όνειρο.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr