iporta.gr

Συνεπιμέλεια. Ένα μετέωρο βήμα μπροστά, της Μαρίνας Μπράβου -Μπιτσαξή

This is a touching family photo of a

Η  Μαρίνα Μπράβου- Μπιτσαξή είναι Δικηγόρος Αθηνών, με ειδίκευση στο Οικογενειακό και στο Εμπράγματο Δίκαιο και μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία από το CERCOL του Πανεπιστημίου Paris II (PANTHEON). Εργάσθηκε ως επιστημονικός συνεργάτης στον Τομέα Αστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εδώ περισσότερα

• Περί το 1982-3, ως νέα επιστημονική συνεργάτης της Νομικής Σχολής της Αθήνας, εργαζόμενη στο νομικό σπουδαστήριο της οδού Ιπποκράτους, άκουγα τον απόηχο των συνεδριάσεων της επιτροπής Μάνεση για το νέο οικογενειακό δίκαιο. Φωνές αντεγκλήσεις, διαφωνίες. Μεγάλα και σεβαστά ονόματα της νομικής επιστήμης πάλευαν με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Ο Αριστοβουλος Μάνεσης, ο Γιώργος Κουμάντος, ο Ιωάννης Δεληγιάννης, ο  Μιχάλης Σταθόπουλος, ο Νίκος Παπαντωνίου, Γιώργος Κασιμάτης, η Αλίκη Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου. Σημαντικός ο ρόλος γυναικών, εκπροσώπων φορέων και οργανώσεων όπως η Ρένα Λάμψα, η Χρυσάνθη Αντωνίου – Λαΐου, η Σοφια Κουκούλη-Σπηλιωτοπούλου και άλλες.

Το αποτέλεσμα της σύνθεσης αυτής, ήταν το προοδευτικότερο για την εποχή νομοθέτημα οικογενειακής ισότητας στην Ευρώπη , ο νόμος 1328/83. Πολλοί τότε αμφέβαλαν για το αν οι συνθήκες στην ελληνική κοινωνία ήταν ώριμες να αποδεχθούν τον εξοβελισμό της πατρικής εξουσίας, την κατάργηση του αναχρονιστικού θεσμού της προίκας, την μη μεταβολή του επωνύμου των γυναικών μετά το γάμο τους, την πλήρη εξίσωση των παιδιών γεννημένων σε γάμο με τα παιδιά εκτός γάμου. Όμως αποδείχθηκε στην πράξη κάτι σημαντικό. Η διδακτική αξία του νόμου όταν είναι σωστός. Ακόμα και όταν προχωρά ένα βήμα πιο μπροστά από τα ως τότε παραδεδεγμένα. Έως σήμερα, 38 χρόνια μετά ο νόμος αυτός είναι στην πρωτοκαθεδρία της προοδευτικής οικογενειακής νομοθεσίας παγκοσμίως. Ένα ιστορικό παράδειγμα έλλογης αλλά βαθιά ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης. Υπουργός Δικαιοσύνης ήταν ο Γ. Α. Μαγκάκης. Η αποφασιστικότητα του ήταν τελικά ο κρίσιμος παράγων.

• Το νομοσχέδιο για την συνεπιμέλεια -ήδη νόμος- εμφανίστηκε στο προσκήνιο με την «πανοπλία» μιας μεγάλης μεταρρυθμιστικής τομής. Προκάλεσε μείζονα διάλογο στο πολιτικό, επιστημονικό αλλά και κοινωνικό επίπεδο και έντονες ενστάσεις. Η έντιμη κριτική προαπαιτεί την απάντηση σε ένα πρωταρχικό, πραγματικό ερώτημα.Υπήρχε δυσλειτουργία προς αντιμετώπιση; Όλοι γνωρίζουμε ότι το θέμα υπήρχε, όχι όμως λόγω έλλειψης διατάξεων αλλά λόγω μη εφαρμογής τους στη δικαστική πρακτική. Η πάγια νομολογία έδινε αφύσικα μεγάλο προβάδισμα στις μητέρες σε περίπτωση δικαστικής ρύθμισης της επιμέλειας. Σε αρκετές περιπτώσεις χωρισμών με σκληρές διαμάχες, η επικοινωνία ήταν δυσχερής η και αδύνατη χωρίς καμία σοβαρή κύρωση η ευρύτερη επίπτωση για τον γονέα που την εμπόδιζε. Δημιουργήθηκε ένα κίνημα πατεράδων που θεωρούσαν ότι αδικούνται. Η νομολογία όμως επέμενε. Η συλλογιστική, ότι ο πατέρας είναι , γενικώς, φύσει ακατάλληλος για πρακτικά γονικά καθήκοντα ενώ η μητέρα φύσει κατάλληλη, διαμόρφωνε μια διακριτή τάση σχετικής ανισονομίας στη νομική πράξη. Στις δίκες, εκτός ακραίων εξαιρέσεων, επικρατούσε ο αυτοματισμός της ανάθεσης της επιμέλειας στη μητέρα. Ο πατέρας περιοριζόταν, κατα κανόνα, στην από κοινού άσκηση των δυο άλλων λειτουργιών της γονικής μέριμνας. Τη διοίκηση της περιουσίας και την αντιπροσώπευση του ανηλίκου. Αυτό δεν σήμαινε ότι όλες οι δικαστικές αποφάσεις ήταν εσφαλμένες ή άδικες. Η συνολική όμως εικόνα ήταν μονομερής.

• Η επιμέλεια και η επικοινωνία είναι όμως σύνθετα ζητήματα. Έντονα συνυφασμένα με κάθε περίπτωση ξεχωριστά. (ad hoc). Δεν μπορούν να ρυθμιστούν ομοιόμορφα με περιχαρακωμένες και ανελαστικές νομοθετικές λύσεις. Γιατί το πραγματικό ζητούμενο είναι το συμφέρον του κάθε συγκεκριμένου παιδιού και όχι το συμφέρον των γονέων. Για παράδειγμα. Είναι διαφορετικό θέμα η επιμέλεια βρέφους ή νηπίου με την επιμέλεια ανήβου ή εφήβου.

Πώς θα εφαρμοστεί στη πράξη η πανηγυρική ρύθμιση ότι η γονική μέριμνα θα ασκείται»εξ ίσου»; Αν η ρήτρα αυτή είναι μια γενική αρχή καθοδηγητικού- εκπαιδευτικού χαρακτήρα έχει καλώς. Αν, όμως, την εκλάβουμε κατα κυριολεξία οι αντιπαραθέσεις θα επεκταθούν ακόμα και σε λεπτομέρειες της καθημερινότητας του παιδιού. Η υπερβολή αυτή θα οδηγήσει σε πολύπλοκους ερμηνευτικούς κινδύνους μέχρι να τους εξομαλύνει η νομολογία.

Πώς θα εξειδικευθεί μηχανιστικά το τεκμήριο του 1/3 του χρόνου επικοινωνίας σε καθόλου σπάνιες περιπτώσεις όπως μεταξύ πρώην συζύγων που επιλέγουν μετά το χωρισμό άλλη χώρα διαμονής η πρώην συζύγων που κατοικούν σε άλλες πόλεις η ακόμα σε περιοχές της ίδιας πόλης που απέχουν  μεταξύ τους. Μέχρι να κατα σταλάξουν νομολογιακά όλες οι επιμέρους περιπτώσεις θα υπάρξουν πολλά πρακτικά προβλήματα με μεγάλη πιθανότητα οι νεοείσακτες ρυθμίσεις να καταστούν ανενεργές.

• Οι δυο απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να προχωρήσουν δεν θα είχαν φαντασμαγορικό αλλά λειτουργικό χαρακτήρα. Η πρώτη είναι η ετοιμότητα του δικαστικού συστήματος να επιλύει έγκαιρα διαφορές οι οποίες με τις νέες διατάξεις θα πολλαπλασιαστούν μετά βεβαιότητος. Η ίδρυση οικογενειακού δικαστηρίου είναι πιο απαραίτητη από ποτέ. Σήμερα φαινομενικά απλές διαδικασίες, όπως δίκες ασφαλιστικών μέτρων, καθυστερούν παρά πολύ. Όχι πάντοτε αλλά δυστυχώς πολύ συχνά. Η δεύτερη είναι η ουσιαστική αναβάθμιση των δομών ψυχοκοινωνικής έρευνας και η υποχρεωτικότητα ενδελεχούς έρευνας όταν υπάρχει αντιδικία. Μόνον έτσι μπορεί να διαμορφωθεί φερέγγυα πρόταση προς τα αντιδικούντα μέρη και τελικά αν δεν συμφωνήσουν προς το Δικαστήριο. Χωρίς ψυχοκοινωνική έρευνα η χρονική κατανομή της επιμέλειας με τεκμήριο ενδέχεται να δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα από όσα υποτίθεται ότι θα λύσει.

• Τα παιδιά έχουν ανάγκη σταθερότητας. Ποιος ενήλικος θα μπορούσε να ζήσει ομαλά ετοιμάζοντας βαλίτσες και αλλάζοντας τόπο διαμονής κάθε 15 μέρες και αυτό να διαρκεί για χρόνια. Η de facto εναλλασσόμενη κατοικία είναι παράγων φθοροποιός. Μπορεί να ικανοποιεί ένα γονέα αλλά δεν συμβαδίζει με το συμφέρον του παιδιού.

• Ο νέος νόμος είναι ένα μετέωρο βήμα εμπρός. Ο χρόνος και η πράξη θα αναδείξει την δυνατότητα εφαρμογής του.