iporta.gr

Συγκρίσεις, της Πόλυς Μηλιώρη

Η Πόλυ Μηλιώρη είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.

«Ποιόν  αγαπάς πιο πολύ; Τον μπαμπά ή τη μαμά;» ρωτάνε συνήθως τα πιτσιρίκια οι επισκέπτες της οικογένειας.

Δεν πα να γνέφεις πάνω απ’ τα  κεφάλια των παιδιών, ότι αυτή η ερώτηση απαγορεύεται από την παιδαγωγική; Αυτοί, εκεί! Είναι η πιο εύκολη προσέγγιση, λες, είναι η φράση που νικάει την αμηχανία που μας πιάνει μπροστά στο άγραφο χαρτί που είναι ένα παιδί.

Από την άλλη, ίσως να είναι και  μια ασυνείδητη διδασκαλία. Γιατί τι άλλο από τις συγκρίσεις διαμορφώνει τη σκέψη μας; Πώς θα μπορούσε να υπάρχει λογική, αν δεν υπήρχε κάτι από πριν, που πάνω του, συγκρινόμενο να σταθεί το καινούργιο;

Αλλά δεν είναι βέβαια η πρόθεσή μου να μιλήσω για φιλοσοφία. Αλλά  για εκείνες τις συγκρίσεις που καθημερινά τις συναντάμε, ορίζουν τη ζωή μας και πότε μάλιστα μας αδικούν και πότε μάλιστα μας ευνοούν.

Γιατί είναι ασφαλώς μια σκέτη σύμπτωση, αν τύχη σήμερα να μετρηθούμε ―να συγκριθούμε―  με κάτι, και όχι με κάτι άλλο που θα τύχει αύριο ή δεν θα τύχει ποτέ.

Στη δουλειά μου, ας πούμε, που είναι να κρίνω και παρουσιάζω βιβλία που σας προτείνω να διαβάσετε, ποια βιβλία θα “τύχει” να διαβάσω μέσα στο δεκαπενθήμερο, ώστε να ξεχωρίσω τα κατά την γνώμη μου καλύτερα;

Στοίβα είναι τα πρόσθετα βιβλία στο γραφείο μου και περιμένουνε να τα ανοίξω. Αποκλείεται να τα διαβάσω όλα. Ως την άλλη βδομάδα θα έρθουν κι άλλα, και ποιος ξέρει αν σ΄ εκείνα που δεν πρόλαβα, κρύβεται ένα διαμάντι.

Δεύτερη σύμπτωση-σύγκριση: Απ’ αυτά που διάβασα και σας παρουσιάζω, άλλα έχουν μέγιστη λογοτεχνική αξία αναμφισβήτητη. Άλλα,  μικρότερη. ‘Ομως αν τύχαινε να διαβαστούν χωρίς να συγκριθούν με τα «μεγάλα», σίγουρα θα φαίνονταν καλύτερα, σίγουρα οι αρετές τους θα βρίσκανε χώρο να ξεχωρίσουνε.

Στην άλλη μου δουλειά, που είναι το χρονογράφημα: Τι θα ήταν μόνο ένα σημείωμα; Πώς θα έπιανα δουλειά με κάτι που θα “τύχαινε” εκείνη την ημέρα να είναι “επιτυχημένο” ή ―αντίθετα― “χαλαρό”;   

Εσείς  μου συγχωρείτε τις “πεσμένες” μέρες, γιατί έχετε διαβάσει και καλά κομμάτια μου. Από την άλλη, πάλι κινδυνεύω από τη σύγκριση. Μπορεί να πείτε: «Τι μας λες σήμερα; Εκείνο σου το χρονογράφημα για το πεύκο…».

Αν είμαστε δευτερότοκα  αδέλφια, έχουμε να συγκριθούμε με τα πρωτότοκα ― θέλουν δεν θέλουν, οι γονείς μας αυτό κάνουν.

Αν τα πρώτα δεν εκπληρώσανε τα όνειρα των γεννητόρων μας, πέφτει σ΄ εμάς ο κλήρος. Και αν τα πρώτα είναι παιδιά-θαύματα, αλίμονό μας!

Αν ο εξεταστής που τού ’λαχε η κόλλα μας στις Πανελλαδικές, έχει μέσα στη ντάνα του τον μελλοντικό Σέξπιρ, δεν έχει ελπίδα  η έκθεσή μας να πάρει μεγάλο βαθμό ― και να πάρει η ευχή, τώρα χρειάζονται τεράστιοι βαθμοί για να μπεις στο πανεπιστήμιο. Αλλά θ’ αρκούσε, αν είχαμε πέσει σ’ άλλον εξεταστή.

Συγκρίσεις. Συμπτώσεις.

Θα μπορούσα ν΄αναφέρω χίλιες περιπτώσεις.

Την  κυβέρνηση που μας αρέσει είτε δε μας αρέσει, ανάλογα με ποια κυβέρνηση είχαμε πριν.

Τον άντρα που διαλέξαμε, ανάλογα με ποιους έτυχε να τον συγκρίνουμε. Ακόμα και το φετεινό μας καλοκαίρι, που μας αποχαιρέτησε, ανάλογα με το με ποια καλοκαίρια της ζωής μας το συγκρίνουμε.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Πάνθεον” στις 04 Σεπτεμβρίου 1990)