Ταξίδεψα. Ταξίδεψα πολύ μονάχος, πότε με αεροπλάνα πότε με επιβατηγά αυτοκίνητα, πότε μέσω τουριστικών γραφείων, πότε με την μοτοσυκλέτα. Ξανοίχτηκα. Ξανοίχτηκα σε δρόμους άδειους και μακρινούς, πότε με τα γκάζια στο τέρμα πατημένα προς το άγνωστο και πότε στο ρελαντί για να ξεχωρίζω τα πρόσωπα τα σκυθρωπά εκείνων που παραιτήθηκαν από τη ζωή και μ’ ένα μπόγο στην πλάτη πήραν τους δρόμους της προσφυγιάς. Παρ’ όλες τις διαδρομές και τα ταξίδια που έκανα, το άγνωστο, το ανεξερεύνητο και τα αναπάντητα «γιατί» εξακολουθούσαν να παραμένουν κόμπος σφιχτά δεμένος. Κι όλα αυτά, μέχρι που ήρθες εσύ. Τότε για μένα πάντα ήταν αρκετό ένα παράθυρο στον κόσμο ανοιχτό, μια αναμμένη οθόνη πότε στο κάθισμα του συνοδηγού, πότε τα βράδια στο σπίτι με έναν κέρσορα στο ρελαντί, μια τούρμπο ανάγκη, δυο εξατμίσεις θυμωμένες, ένα τεράστιο ρεζερβουάρ γεμάτο με λέξεις κι ένα μικρό χρυσαφί κουταλάκι ποίησης σαν την θεία κοινωνία που λαμβάνουν οι πιστοί τις Κυριακές στις εκκλησίες, αρκεί να έχεις το πρόσωπό σου στον ώμο μου γερμένο, να είσαι η κινητήριός μου δύναμη εσύ, κι οι δυο μας ν΄ αγναντεύουμε τη θάλασσα από εδώ ψηλά τα βράχια.
Όμως να ξέρεις, ότι πάντα στην αρχή της γραφής με περιλούζει ένας υπερφυσικός φόβος που μου είναι αδύνατον να ελέγξω για τις αναπάντεχες νυχτερινές μου προσγειώσεις που μου είναι αδύνατον να αποφύγω.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr