iporta.gr

Ρουβικώνω, του Κωστή Α.Μακρή

Ρουβικώνω (νεολογισμός):

επιδιορθώνω δημοσίως με πράξεις και με παραδειγματικούς τρόπους τη σκέψη όσων δεν συμφωνούν με τις δικές μου σκέψεις.

Πώς κλίνεται:

Ενεργητική φωνή: Ρουβικώνω

Ενεστώτας:

Ρουβικώνω

Ρουβικώνεις

Ρουβικώνει

Ρουβικώνομε/ ρουβικώνουμε

Ρουβικώνετε

Ρουβικώνουν

(Παρατατικός)

Ρουβίκωνα

Ρουβίκωνες

Ρουβίκωνε

Ρουβικώναμε

Ρουβικώνατε

Ρουβίκωναν

Ρουβικώναν / Ρουβικώνανε (προφ.)

Παθητική φωνή: Ρουβικώνομαι

Ενεστώτας:

Ρουβικώνομαι

Ρουβικώνεσαι

Ρουβικώνεται

Ρουβικωνόμαστε

Ρουβικώνεστε

Ρουβικωνόσαστε (προφ.)

Ρουβικώνονται

Παρατατικός:

Ρουβικωνόμουν / Ρουβικωνόμουνα (προφ.)

Ρουβικωνόσουν / Ρουβικωνόσουνα (προφ.)

Ρουβικωνόταν / Ρουβικωνότανε (προφ.)

Ρουβικωνόμαστε / Ρουβικωνόμασταν (προφ.)

Ρουβικωνόσαστε / Ρουβικωνόσασταν (προφ.)

Ρουβικώνονταν / Ρουβικωνόντανε / Ρουβικωνόντουσαν (προφ.)

Κλίνεται δηλαδή όπως το καρικώνω και η σημασία του δεν απέχει και πολύ από το καρικώνω (παθητική φωνή: καρικώνομαι):

  1. στερεώνω προσωρινά, με αραιές και όχι σφιχτές βελονιές, κάποια σημεία σε ύφασμα ή ρούχο στα σημεία που πρέπει να ραφτεί

«Πήρανε νὰ μπαλώσουνε τὰ τρύπια καὶ νὰ καρικώσουν τὶς κάλτσες.» (Στράτης Μυριβήλης, Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, β΄ έκδοση, Αθήνα 1930)

  1. (κατ’ επέκταση) (σπάνιο) μαντάρω

[Πληροφορίες για το «καρικώνω» από το Βικιλεξικό]

 

14 Μαΐου 2018

Κωστής Μακρής

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr