iporta.gr

Πώς και γιατί άλλαξε όνομα η Μίσμα Πάχινα, του Κωστή Α.Μακρή

Κωστής Μακρής

Την ήξερα από παλιά την Μίσμα Πάχινα.
Αν και το επίθετό της μπορεί να δημιουργήσει παρεξηγήσεις, ποτέ δεν ήταν παχουλή. Καλοφτιαγμένη, αρκετά κομψή και ελκυστική ήταν πάντα.

Θα μπορούσε κάποιος να την πει και όμορφη.

Πάντα απορημένη με την ―ακατανόητη για εκείνην― πραγματικότητα, γεμάτη από ξένες αναμνήσεις που τις ενσωμάτωνε στην δική της μνήμη σαν να είχε βιώσει εμπειρίες άλλων.

Δεν ήταν ανύπαρκτη η ερωτική ζωή της αλλά ο έρωτας ζούσε μέσα της τις πιο έντονες στιγμές του στις κατά φαντασίαν συνευρέσεις της με ανθρώπους που δεν θα τους ανεχόταν περισσότερο από δυο τρεις ώρες στο πλευρό της και που κι εκείνοι δεν θα την ανεχόντουσαν περισσότερο. Όχι επειδή μύριζε το στόμα της ή τα πόδια της ή επειδή ήταν δύσμορφη ή ανόητη αλλά επειδή ο μόνος τρόπος προσέλκυσης πιθανών εραστών, που η ίδια νόμιζε ότι κατέχει, ήταν εκείνος της διαρκούς έκθεσης των τραγικών ―όπως η ίδια νόμιζε― παθημάτων της και της ανεξήγητης εχθρότητας που επεδείκνυε η πραγματικότητα απέναντι στην πολύτιμη και εύθραυστη ύπαρξή της.

Εκείνη όμως δεν έκανε κάτι για να ασκήσει την νιότη της, να αδράξει την κάθε ημέρα ή να αντιμετωπίσει με θάρρος, ευψυχία και τόλμη τα εμπόδια ή τις αντίξοες συνθήκες, που συχνά η ίδια δημιουργούσε μέσα στην φαντασία της.

Αν αναρωτιέστε πώς τα ξέρω όλα αυτά, η απάντηση βρίσκεται στην πρώτη φράση: την ξέρω από παλιά την Μίσμα Πάχινα. Και την ξέρω καλά.

Είχε πάντα έναν ιδιαίτερο τρόπο να κοιτάζει τον άλλον με μάτι γλαρό, με χαμόγελο λίγο θλιμμένο, λίγο ειρωνικό και με δίκαιη, κατά την κρίση της, αγανάκτηση για την αδικία του σύμπαντος κόσμου. Σε οτιδήποτε της έλεγαν οι άλλοι, σαν συμβουλή ή ενθάρρυνση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της, εκείνη είχε πάντα ένα πλήθος από ―δυσερμήνευτα για τους άλλους― «αλλά».

Κι αυτά τα «αλλά» τα προέβαλε με την αφοπλιστική αθωότητα ενός παιδιού που του ζητάς κάτι ασύμβατο με την ηλικία ή τις δυνάμεις του, και με μια αγαθότητα που δεν πρόδιδε ούτε βλακεία ούτε άγνοια. Καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να αμβλύνει κάποιος, με λογικά και επιστημονικά επιχειρήματα, την οξύτητα της εμμονής με την οποία η Μίσμα Πάχινα παρέμενε προσκολλημένη στις ιδέες της. Οδηγώντας, εν τέλει (ή à la fin), πολλούς και πολλές στην αγανάκτηση και την παραίτηση καθώς η δύσπιστη και καχύποπτη στάση τής Μίσμας και τα δεκάδες «αλλά» απέναντι σε κάθε τεκμηριωμένη απόδειξη εξαντλούσε την υπομονή τους.

Ήταν τόση και τέτοια η έλλειψη εμπιστοσύνης της αλλά και η άρνησή της να δεχτεί ή έστω να συζητήσει κάποιο επιστημονικά αποδεδειγμένο επιχείρημα εναντίον των εμμονικών ιδεών της, ιδεοληψιών μάλλον, που οδηγούσε μακριά της όποιαν ή όποιον επιχειρούσε να την ενθαρρύνει να εγκαταλείψει μια τόσο αρνητική στάση απέναντι στην ζωή και να γυρίσει σελίδα.

Καμιά και κανένας δεν μπορούσε να την πείσει ότι υπάρχουν τρόποι να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες τής ζωής, ότι το σύμπαν δεν συνωμοτεί εναντίον της (ούτε για το καλό ούτε για το κακό), ότι υπάρχουν σκέψεις και πράξεις που μπορούν να σε γεμίσουν με χαρές, ότι υπάρχουν δρόμοι ασφαλείς που μπορούν να οδηγήσουν σε ηδονές ακίνδυνες και αναζωογονητικές, τόσο σωματικά όσο και ηθικά. Καμιά και κανένας δεν μπορούσε να την πείσει ότι κανένας άλλος δεν μπορεί αλλά ούτε και θέλει να ζήσει για λογαριασμό της αν η ίδια δεν αποφάσιζε να δείξει, έστω και λίγη, εμπιστοσύνη στην ζωή και να αντιμετωπίσει με θάρρος και λογική τις φοβίες της και την ανικανότητά της να αλλάζει και να προσαρμόζεται ανάλογα με τις απαιτήσεις των καιρών. Της ήταν αδύνατον να προσπαθήσει να ασκήσει τις δεξιότητες που είναι κοινές σε κάθε άνθρωπο που δεν είναι παντελώς ανίκανος για οτιδήποτε· όπως να κινηθεί, να φάει, να σκεφτεί, να δράσει μόνος του.

Η Μίσμα Πάχινα δεν ήθελε να αλλάξει σελίδα στο βιβλίο τής ζωής της. Προτιμούσε να θρονιάζεται ακίνητη κι αμετάλλαχτη σε μια σελίδα, σ’ ένα κεφάλαιο κυκλωμένο από τον παραλυτικό φόβο της οποιασδήποτε μεταβολής, γεμάτη μεμψιμοιρία για ένα πεπρωμένο αδικαίωτης στατικότητας που με μαθηματική ακρίβεια θα την οδηγούσε αν όχι στην καταστροφή και τον θάνατο αλλά σε μια ζωή ανίκανη να απολαύσει τα δώρα της ζωής που δεν μπορεί να είναι ζωή με χαρά όταν δεν μπορείς να ξεφύγεις από το μέγα παράπονο ότι έχεις τεράστιο παράπονο που οι άλλοι δεν σε παίζουν επειδή σε τυλίγει ένα τεράστιο παράπονο που δεν έχει δίκαιη βάση αλλά είναι ο τρόπος που με κάποιον μυστήριο τρόπο διάλεγε και συνέχιζε να διαλέγει η Μίσμα Πάχινα και να τυλίγεται μέσα του νομίζοντας ότι θα βρεθεί κάτι μαγικό ή κάποιος με γνώσεις μαγείας, που όμως ούτε εκείνη εμπιστεύεται, και  να την κάνει με μαγικό τρόπο να ξεφύγει από κάτι που βαθιά μέσα της πίστευε η τάλαινα Μίσμα Πάχινα ότι δεν θα της είναι ποτέ γραφτό να ξεφύγει και που την έκανε να απορεί και θυμώνει ακόμα που οι άλλοι δεν βλέπουν πόσο δίκιο έχει όταν απέναντι σε κάθε λύση ξεφυτρώνουν διαρκώς περισσότερα προβλήματα κι από τα κεφάλι της Λερναίας Ύδρας. Και μια αδικία ένιωθε να την βαραίνει όταν οι άλλοι την αντιμετώπιζαν σαν εχθρό, λες και ο  στόχος της ήταν να πει, κάποια στιγμή πριν πεθάνει, ότι εκείνη τους το έλεγε πως δεν υπάρχει χαρά στην ζωή και πως όλα αυτά οδηγούν στην καταστροφή και στον θάνατο αλλά οι άλλοι δεν την πιστεύανε επειδή ήταν τυφλοί και μόνο εκείνη ήξερε πόσο τυφλοί ήταν.

Ήρθε όμως μια μέρα, που κάποιος την αποκάλεσε, κατάμουτρα, βλάκα.

Μα δεν έλεγε βλακείες η Μίσμα Πάχινα όταν ομολογούσε σε εκείνον τον άνθρωπο ―που της άρεσε κιόλας, ναι, της άρεσε πολύ!― ότι δεν έχει τα κότσια κι ούτε θέλει να αλλάξει τη ζωή της. Κι όταν εκείνος της είπε να μην αλλάξει τίποτα, η Μίσμα ―ίσως από συνήθεια― του είπε «Να μην αλλάξω… Ναι. Αλλά έτσι όπως είναι όλα, είναι τόσο άσχημα…». Κι εκείνος της είπε: «Άλλαξε ό,τι μπορείς…». Και η Μίσμα, με φωνή στα όρια τού λυγμού επειδή υπήρχε μέσα της μια έντονη σεξουαλική ή ερωτική έλξη που μαχόταν άγρια με την σκέψη της, του είπε: «Ναι, αλλά, δεν ξέρω αν θέλω να αλλάξω κάτι… Και τι;».

«Είσαι βλάκας» της είπε τότε τρυφερά εκείνος.

Και μέσα στα μάτια του είδε αγάπη η Μίσμα Πάχινα. Μέσα από τα χέρια του πήρε η Μίσμα Πάχινα χάδια που δεν είχε ποτέ πριν φανταστεί πόσο θα της άρεσαν. Μέσα στα λίγα λόγια του, που δεν είχαν επιχειρήματα για να της αλλάξουν τις ιδέες αλλά προτάσεις έμπρακτης αγάπης, είδε νοιάξιμο και τρυφεράδα. Κι όταν πήγε να του πει «αλλά δεν ξέρω πού θα μας βγάλει όλο αυτό», καθώς βρισκόντουσαν ήδη αγκαλιασμένοι, εκείνος της ξαναείπε: «Είσαι βλάκας»· και την φίλησε.

Κι αυτή η πράξη αγάπης με μια μικρή ―σχεδόν ασήμαντη― βρισιά μέσα της, ήταν αρκετή να κάνει την Μίσμα Πάχινα να αλλάξει όχι μόνο ζωή αλλά και όνομα.

Την επόμενη μέρα, στο ίδιο κρεβάτι ακόμα, κοίταξε με όσο πιο κοφτερή αλλά και αγαπησιάρα ματιά μπορούσε εκείνον τον άνθρωπο που την είχε κοιτάξει τρυφερά και με αγάπη ―τον εραστή της πλέον― και του είπε ότι παρ’ όλο που ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που επέτρεπε σε κάποιον να την αποκαλέσει «βλάκα», μπορούσε πια να την φωνάζει με το νέο της όνομα.

«Και ποιο είναι αυτό;» ρώτησε χαμογελαστά ο εραστής της.

«Ότρα. Από σήμερα είμαι η Ότρα Πάχινα» είπε εκείνη· και τον φίλησε.

Και αν ακόμα αναρωτιέστε πώς τα ξέρω όλα αυτά, ε, ας μην παίζουμε με τις λέξεις! Τα ξέρω επειδή εγώ τα γράφω. Και όσες και όσοι με γνωρίζουν λίγο, θα ξέρουν ότι μου αρέσουν τα παραμύθια ―για μικρούς και μεγάλους, για χειμώνα ή άνοιξη― που έχουν αίσιο τέλος. «Χάπι εντ» που λένε οι Ελληνίδες και οι Έλληνες.

Κωστής Α. Μακρής

27 Απριλίου 2021

_______________________________________________________________


Γλωσσάρι:

Misma página [μίσμα πάχινα]= (Ισπανικά) ίδια σελίδα

Otra página [ότρα πάχινα]= (Ισπανικά) άλλη σελίδα