Απόψε θα πάω 49 χρόνια πίσω. 2 Ιουνίου 1971. Ανασύρω στην μνήμη μια τεράστια ασπρόμαυρη τηλεόραση, μοστραρισμένη στο σαλόνι του πατρικού μου σπιτιού, έτοιμη να με … παρασύρει, πίσω σε ένα ταξίδι με γκρίζο φόντο, μέσα στο χρόνο. Οι τηλεοράσεις είδος σπάνιο, μην πω πολυτελείας, αλλά αυτή που είχε φέρει σε κάποιο από τα ταξίδια του ο πατέρας μου, με την πρώτη που μπήκε το ξύλινο το κουτί στο σπίτι, έγινε το αντικείμενο του πόθου και της μαγείας. Μια ασπρόμαυρη Philips. Με τις λυχνίες από πίσω, να φέγγουν στο σκοτάδι, τα μπεζ κουμπάκια της να ανοίξει και να κλείσει, αλλά και να αυξομειωθεί ο ήχος, όπως και το πλαινό στρογγυλό μεγάλο καφέ κουμπί για να βρίσκεις τα κανάλια. Ποια κανάλια δηλαδή. Την ΥΕΝΕΔ και την ΕΙΡΤ, όπως λεγόταν τα δυο εθνικά δίκτυα ραδιοφωνίας και τηλεόρασης.
Με …έμβλημα το πουλί της χούντας, ειδικά από την ΥΕΝΕΔ τον σταθμό των ενόπλων δυνάμεων. Περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός, μεγάλαι στιγμαί εθνικής παλιγγενεσίας, εν τη εννοία που έλεγε και ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, καθημερινός επισκέπτης της ασπρόμαυρης οθόνης με τις ακαταλαβίστικες ομιλίες του και τα μπερδεμένα ελληνικά του μεταξύ καθαρεύουσας και … κακοποιημένης αρχαΐζουσας .
Άνοιγες την τηλεόραση, δεν χρειαζόταν να επιλέξεις κανάλι, ή αν ήθελες να δεις τι πρόγραμμα έχει στο δεύτερο έπρεπε να σηκωθείς και να το “γυρίσεις στο άλλο” και μετά από λίγα δευτερόλεπτα (έπρεπε να ζεσταθούν οι λυχνίες) βρισκόσουν στον μαγικό κόσμο της. Τώρα αν τύχαινε και χάλαγε η εικόνα (συχνό φαινόμενο) γιατί ως γνωστόν κάθε μηχάνημα θέλει τις… καρπαζιές του, σηκωνόσουν και την έφτιαχνες με μερικές φιλικές σφαλιάρες. Πλαϊνές για να ισιώσει η εικόνα, ή δυνατές από πάνω ώστε να επανέλθει το κανονικό πλαίσιο…
Σε αυτό το τεχνολογικό θαύμα παρακολούθησα 8χτάχρονο παιδάκι τον Παναθηναϊκό στο δρόμο για το Γουέμπλεϊ. Οι αγώνες μεταδίδονταν από την ΕΡΤ και αν κλείσω τα μάτια μπορώ ακόμη να φέρω στο μυαλό μου την φωνή του Γιάννη Διακογιάννη…“ο Καμάρας, πώς πέρασε την μπάλα ο Καμάρας…” στο ματς με τον Ερ. Αστέρα στη Λεωφόρο. Βράδυ λοιπόν, 49 χρόνια πίσω και ο πατέρας μου, ο θείος μου, τα ξαδέλφια μου και γω είμαστε στημένοι μπροστά στην ασπρόμαυρη Philips για να δούμε τον μεγάλο τελικό του Παναθηναικού με τον Άξιαξ στο Γουέμπλεϊ, τον «καθεδρικό ναό, την πρωτεύουσα, την καρδιά του ποδοσφαίρου. Δεν θυμάμαι τον αγώνα, θυμάμαι την αγωνία μου, την υπερκινητικότητά μου από το στρες να δω την ομάδα μου να κερδίζει, τα δάκρυα που έλουσαν το πρόσωπό μου στο τέλος τους αγώνα. Ήμουν 8, και σε ένα οκτάχρονο παιδί δεν μπορείς να το παρηγορήσεις λέγοντάς του πως και εκεί που έφτασε η ομάδα του ήταν κατόρθωμα. Στα οκτώ σου μετράει η νίκη και μόνον αυτή.
Ούτε μπορούσα να σκεφτώ πως ίσως το μοντέρνο ποδόσφαιρο του Μίχελς έπρεπε να νικήσει το ποδόσφαιρο του Πούσκας. Πως ίσως οι Έλληνες μπορούσαν να νικηθούν μόνο από μια ομάδα με αρχαιοελληνικό όνομα. Όπως ο Αίαντας ο Τελαμώνιος έκανε τη γη να τρέμει όταν μπήκε στη μάχη στην Ιλιάδα, έτσι και ο Αίαντας από την Ολλανδία έπρεπε να στερήσει από τον Παναθηναϊκό το πιο μεγάλο επίτευγμα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.
49 χρόνια μετά κλείνω τα μάτια και θυμάμαι…”πράσινο τον Τάμεση θέλω να τον δω”…