iporta.gr

Παναγιώτης Κάλας (Τσοπανάκος), Ο ραψωδός του Αγώνα, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

Δήμητρα Παπαναστασοπούλου

GREEK RESTAURANT – NEW YORK 253-17 NORTHERN BLVD

Φίλες και φίλοι,

Ο Παναγιώτης Κάλας ή Τσοπανάκος, με καταγωγή από την Καρύταινα και γεννημένος στη στη Δημητσάνα το 1789, είναι ο ποιητής του αγώνα της ανεξαρτησίας.

Ήταν τόσο ανάπηρος, ώστε δεν μπορούσε να κρατήσει όπλο στα χέρια του. Τα φυσικά του ελαττώματα δεν τον κράτησαν μακριά από τις μάχες. Η δύναμη του ποιητικού, εμψυχωτικού του λόγου, έδινε φτερά στους αγωνιστές που τον αποκαλούσαν ποιητή της επαναστάσεως.

Βρέθηκε σε μία μάχη, στην οποία ο στρατηγός Νικηταράς νίκησε και οι στρατιώτες του μάζεψαν πολλά λάφυρα και ζώα. Ο Τσοπανάκος πήρε ένα άλογο, του το χάρισε ο ίδιος ο Νικηταράς, για να το έχει να πηγαίνει καβάλα και να μην κουράζεται. Ο Τσοπανάκος όμως, επειδή δεν είχε λεφτά για να το ταΐζει του έστειλε το παρακάτω δίστιχο:

«Το δώρο σου Νικηταρά, άλογο χωρίς νουρά,

ή μου στέλνεις και κριθάρι, ή σου στέλνω το τομάρι.

Τσοπανάκος»

Τελικά, κράτησε το άλογο. Το 1825, ιππεύοντάς το με προορισμό την Δημητσάνα, πεινασμένος όπως ήταν, στάθηκε κάτω από μια κορομηλιά, χωρίς να αφιππεύσει, και έφαγε τόσο πολλά κορόμηλα, ώστε πέθανε.

«Ραχιτικός και σπιθαμιαίος», όπως τον περιγράφει ο ιστορικός Θ. Ρηγόπουλος, «γραμματικός του Πάνου Κολοκοτρώνη, ήτο ευφυής και με πνεύμα ποιητικόν. Ούτος εξύμνει και έψαλλεν ως άλλος Πίνδαρος τα κατορθώματα των Ελλήνων και τους αριστεύοντας εις τας μάχας κατά το πρώτον έτος της Επαναστάσεως».

Ακολουθώντας τον Π.Κολοκοτρώνη, σκάρωνε επί τόπου τα στιχάκια του και τα τραγουδούσε με τη συνοδεία της λύρας του. Διέθετε μεγάλη ευφράδεια και φλογερά πατριωτικά αισθήματα. Όποτε μιλούσε ή τραγουδούσε τον άκουγαν όλοι με προσοχή. Ξεσήκωνε τις ψυχές των αγωνιστών:

«Τώρα που πιάστη ο πόλεμος

και των Τουρκών ο θάνατος

πολεμούν μέσα στου Λάλα

σκούζουν Τούρκοι άλα άλα.

Τώρα που πιάστη ο πόλεμος

Και των Τουρκών ο όλεθρος

πολεμούν στα Δολιανά

κλαίνε μάνες και παιδιά».

Το 1838 κυκλοφόρησε μια συλλογή των πατριωτικών του ασμάτωναπό τον Ν. Παπαδημητρίου με τίτλο « Άσματα πολεμιστήρια του υπέρ της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος Αγώνος στιχουργηθέντα υπό του Παναγιώτου Τσομπανάκου Δημιτσανίτου, και εκδοθέντα υπό του τυπογράφου Ν. Παπαδημητρίου εκ Τριπόλεως. Εν Αθήναις 1838».

Ο εκδότης γράφει, ότι ο λαϊκός ποιητής του Αγώνα που πέθανε το 1825 σε ηλικία 36 ετών, ονομαζόταν Παναγιώτης Κάλας και «ήταν δυστυχής κατά το σώμα, έπασχε από αθριτικόν πάθος».

Στην αρχή του βιβλίου υπάρχει και μια εικόνα του ποιητή που παραπέμπει στον Κουασιμόδο του Βικτορα Ουγκώ: Παραμορφωμένος, νάνος, καμπούρης, φαλακρός.

Και έρχεται η φοβερή περιγραφή του Ι.Φιλήμονα, ο οποίος τον γνώρισε προσωπικά σε διάφορα πεδία μαχών:

«Ανήρ δυσμορφότατος, κυφός και οιονεί νάνος,επαρουσιασθη νέος της εποχής Τυρταίος, εξάπτων τον ενθουσιασμόν των στρατιωτών δια των δημωδών ποιήσεων  και διαιωνίζων την μνήμην των υπέρ πατρίδος πεσόντων. Ήτο εν φαινόμενον περίεργον, από της ποιήσεως την βιοτήν έχων. Τας αυτοσχεδίους ποιήσεις τούτου οι μεν νοήμονες επήνουν ως αναγκαίας, οι δε στρατιώται ήκουον ευχαρίστως ως ευλήπτους. Βεβαίως, μεταξύ του αμαθούς αυτού κυφού και του χωλού, αλλά περιφήμου ποιητού της αρχαιότητος Τυρταίου, ουδεμία υπήρξε σύγκρισις, ειμή καθ’ όσον ο μεν Τυρταίος ειργάσθη πεμφθείς παρά των συμπολιτών αυτού εναντίον των Ελλήνων, ο δε Τσομπανάκος ωρμήθη εξ οικείας προαιρέσεως εναντίον των Τούρκων».

Για τον φλογερό πατριωτισμό του λαϊκού βάρδου και τον χαρακτήρα του γράφει ο εκδότης των ποιημάτων του: «Μίσος προς τους τυράννους, άπειρος ενθουσιασμός, διακής προς την πατρίδα έρως, και αφέλεια φυσική περί τα εκτιθέμενα, ιδού ο κύριος χαρακτήρ του στιχουργού μας, όστις εξύμνησεν αρκετά τα ένδοξα κατορθώματα του αθανάτου αγώνος μας, και προ πάντων όσα εις τα Αρήια πεδία της Πελοποννήσου έγιναν…Νους ευφυής, πνεύμα ποιητικόν, αστείος και καλόφωνος, αν έβλεπε κανένα άτοπον εις την πατρίδα του αμέσως το εστιχούργει, και καθήμενος εις γωνίαν τινα το ετραγώδει».