iporta.gr

Παλιέ μου φίλε Γιάκοπο, του Άρη Μαραγκόπουλου

Πριν λίγο καιρό, με αφορμή την έκδοση του «Τζάκομο Τζόις» μου ζητήθηκε από το Γ’ πρόγραμμα ΕΡΤ (δημοσιογράφος Αφροδίτη Κοσμά) να συντάξω μια επιστολή προς τον Τζέιμς Τζόις.  Ιδού η επιστολή μου (όσοι έχουν διαβάσει το «Τζάκομο Τζόις» θα καταλάβουν περισσότερα):

Τεργέστη, Ιούνης 2018

Παλιέ μου φίλε Γιάκοπο,

Εδώ, στην Τεργέστη, από εκείνα τα μεγαλεία της κάποτε αυτοκρατορίας των Αψβούργων έχουν μείνει, όπως πάντα, τα δοξαστικά αγάλματα και τα επιδεικτικά μέγαρα. Αυτά τα μέγαρα των πλούσιων εμπόρων, των πλοιοκτητών και των τραπεζιτών που, είμαι σίγουρος, όταν πρωτόφτασες εδώ με την αγαπημένη σου Νόρα, χωρίς δεκάρα στην τσέπη, θα σε τρόμαξαν με τον επιδεικτικό τους όγκο και την εκλεκτική τους μπαρόκ αρχιτεκτονική.
Όλα τα άλλα έχουν αλλάξει. Θέλω να πω οι άνθρωποι. Μήπως και στο Δουβλίνο μας, το dear dirty Dublin που πάντα ως εξόριστος νοσταλγούσες, τι θαρρείς, δεν έχουν αλλάξει τα πάντα; Για την ακρίβεια, εκεί, σήμερα, δεν έχει μείνει τίποτε όρθιο.

Gentrification, αυτή είναι η λέξη της μόδας. Παντού σε όλον τον κόσμο. Κατεδαφίζουν τις φτωχές γειτονιές και τις κάνουν μοδάτες για να μένουν οι τραπεζίτες πάντα, οι δικηγόροι πάντα, οι γιατροί σαν τον άσπονδο φίλο σου τον Γκόγκαρτι, πάντα. Ο κόσμος μας, φίλε μου, δεν είναι ο καλύτερος δυνατός κόσμος. Δεν είναι ο κόσμος που ο Στίβεν Ντένταλους ονειρευόταν στο Πορτρέτο όταν συζητούσε με τον Κράνλι, δεν είναι εκείνος ο ελευθεριακός κόσμος που φαντασίωνε ο Λίοπολντ Μπλουμ στο Ulysses, δεν είναι ο ελεύθερος κόσμος που φανταζόμασταν όλοι πριν τον πρώτο Παγκόσμιο, ή και στον Δεύτερο Παγκόσμιο, τότε που αποφάσισες να μας αφήσεις οριστικά.
Εμείς που γράφουμε, παλιέ μου φίλε, είμαστε πια ένα τίποτε, ένα τίποτε. Αν νομίζεις ότι άλλαξε κάτι από τότε που πάλευες με νύχια και δόντια να εκδώσεις τους Δουβλινέζους, αν νομίζεις ότι μετά από ένα αιώνα άλλαξε η θέση του γραφιά σ’ αυτή τη γη, είσαι γελασμένος. Ξέρεις ποιοι γραφιάδες καταφέρνουν και ζούνε από τη δουλειά τους σήμερα; Κάτι ανέραστες κυρίες που γράφουν για ανέραστες κυρίες τριάντα φορές χειρότερα από τον Πολ ντε Κοκ, κάτι σκανδιναυοί με αίμα ψαριού που σκοτώνουν για πλάκα ό,τι αξίζει στη ζωή και κάτι νερόβραστοι λατίνοι που δίνουν μεταφυσικές συμβουλές στις φρόνιμες νοικοκυρούλες που φαντασιώνουν ότι δεν είναι.
Ο Νεκρός σου, παράδειγμα, δεν ξέρω αν θα συγκινούσε κανέναν εκδότη σήμερα. Οι αστοί τύπου Γκάμπριελ Κονρόι έχουν δώσει τη θέση τους σε άσπλαγχνους ανθρώπους που έχουν ως μότο το εύκολα, γρήγορα, φτηνά. Καταλαβαίνεις, Γιάκοπο, τι διάολο όνειρα να κάνεις άμα πιστεύεις στο εύκολα, γρήγορα, φτηνά;
Δεν συναντάς σήμερα νέους γραφιάδες όπως ήσουν εσύ τότε που ξεκινούσες, τότε που άφησες το Δουβλίνο για την Τεργέστη μήπως και αποδιώξεις από πάνω σου, όπως μας διηγιόσουν ξανά και ξανά στην παρέα, τα θλιβερά δίχτυα της οικογένειας, της εκκλησίας, και της πατρίδας. Σήμερα οι γραφιάδες δεν διακινδυνεύουν όπως εσύ, δεν διαβάζουν όπως εσύ, δεν παθιάζονται όπως εσύ, όταν γράφουν δεν σκίζουν τα σωθικά τους όπως εσύ.
Πώς να γράψεις έτσι, πώς να γράψεις κάτι, θέλω να πω, που να μπορεί να σε κρατάει όρθιο ακόμα κι όταν πεινάς, όπως τότε στην Τεργέστη, κάτι που να κάνει την καρδιά σου να χτυπάει τρελά, όπως έκανε η δική σου όταν συνάντησε τη Νόρα στο Δουβλίνο εκείνη τη σημαδιακή μέρα, τον Ιούνη του 1904· όταν πρωτόδε την Αμέλια Πόπερ (και τα άλλα πλουσιοκόριτσα της παντρειάς) στα μαθήματα αγγλικών στην Τεργέστη· ή τη Μάρθα Φλάϊσερ στη Ζυρίχη, πώς να γράψεις, επομένως, πειστικά για μια Μόλι Μπλουμ αν πρώτα δεν πονέσεις για μια Νόρα, αν δεν ποθήσεις μια νεαρή Αμέλια, αν δεν ονειρευτείς τα μάτια μιας Μάρθας που τυχαία διασταυρώθηκαν με τα δικά σου στον δρόμο;
Τέλος πάντων, θα μπορούσα, για να μην στενοχωρούμε τις καρδιές μας περισσότερο, να μείνω στην κοινοτοπία «κατά τα άλλα καλά». Σ’ αυτόν τον φριχτό, αρπαχτικό, βάρβαρο κόσμο που ζούμε, αν μας σώζει κάτι, το ξέρεις καλά, Γιάκοπο, είναι η στωϊκή στάση του κ. Μπλουμ. Όσοι έχουμε σαν ευαγγέλιο το Ulysses, στις δύσκολες στιγμές μας διαβάζουμε εκείνη την αριστουργηματική περικοπή απ’ το κεφάλαιο «Ιθάκη» όπου ο ήρωάς μας, στο τέλος της ημερήσιας κοπιώδους περιπλάνησής του στο πέλαγος του Δουβλίνου, αναλογίζεται τον μικρό του βίο και ομολογεί:

Aπό την ανυπαρξία στην ύπαρξη επισκέφθηκε πολλούς και έγινε δεκτός ως ένας· ως ύπαρξη με ύπαρξη ήταν με οποιονδήποτε καθώς οποιοσδήποτε με οποιονδήποτε. Όταν θα αποχωρούσε από την ύπαρξη στη μη ύπαρξη, θα γινόταν από όλους αντιληπτός ως τίποτε.

Για να καταλήξει στη συνέχεια με το μεγαλειώδες της ανθρώπινης αντοχής:

Δεν είχε διακινδυνεύσει, δεν περίμενε τίποτα, δεν είχε απογοητευτεί, ήταν ικανοποιημένος.

Εδώ βρισκόμαστε, dearest friend, εδώ βρισκόμαστε πάντα. Ξεκινάμε, με όσα περιθώρια στωικότητας διαθέτουμε, πάλι από την αρχή. Κι από την αρχή σημαίνει αυτό που εσύ πρώτος μας δίδαξες: ξαναγράφουμε τον κόσμο από την αρχή.
Ε, ναι, αγαπημένε Γιάκοπο Ζώη (ανέκαθεν μου άρεσε να σε αποκαλώ με το τριεστίνικο, αλλά τόσο ελληνικό όνομά σου) το έχουμε πάρει το μάθημά μας: In the beginning was the word, in the end the world without end, ε ναι, λοιπόν, η λέξη είναι όλος ο κόσμος, ο ατέλειωτος και ατελείωτος κόσμος μας, κι εμείς δεν θα σταματήσουμε ποτέ να τον (ξανα)γράφουμε. Έτσι και μόνον έτσι αυτό το μικρό μήνυμα αποκτά σάρκα και οστά και φτάνει στον παραλήπτη του. Έτσι και μόνον έτσι η πλούσια ζωή νικάει τον φτωχό θάνατο, πολύτιμε δάσκαλε.

Υ.Γ. Η φωτογραφία που εσωκλείω προορίζεται για το καινούργιο εξώφυλλο του Giacomo Joyce. Φαντάζομαι να σου αρέσει. Είναι από τον δρόμο Σαν Μικέλε και το κορίτσι στην άκρη μού θυμίζει τη σκοτεινή ομορφιά της ηρωίδας σου…

Δικός σου πάντα,
ά. μ.

Άρης Μαραγκόπουλος

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr