iporta.gr

Ο παππούς μου ο Νικόλας, της Ωραιοζήλης-Τζίνας Δαβιλά

Catering-Συνέδρια-Γάμοι-Βαπτίσεις-Εκδηλώσεις

Απ.Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στ.Διαγόρας)-Ρόδου-Λίνδου (ΙΚΑ)-Λεωφ.Κρεμαστής-Πηγές Καλλιθέας (Μάϊος-Οκτώβριος)

Ωραιοζήλη – Τζίνα Δαβιλά

 

Από αριστερά: ο παππούς Νικόλας, η θεία Γιαννούλα, η γιαγιά μου Ελένη (μου κάνει μια σφιχτή αγκαλιά), ο πατέρας μου. Φωτογράφος: η Μπέττυ μου, 1978, Άγιος Κωνσταντίνος, Κάψια Τριπόλεως

Ο παππούς μου ο Νικόλας Κώτσελας ήταν ανάπηρος πολέμου. Τον συνόδευα κάπου-κάπου στο Στραόπεδο Σακέτα για να παραλάβει τα ειδικά υποδήματα ως ισόβιο φόρο τιμής για τις μάχες στο αλβανικό μέτωπο. Ο μπαμπά μου για να τον πειράξει τον έλεγε “γερο-Φουρτούνα” ή “γερο-Τρικυμία” γιατί την πρώτη-πρώτη ημέρα που πήγε στον πόλεμο του ΄40 τραυματίστηκε και βγήκε εκτός μάχης. “Καλώς τον γερο-Τρικυμία”, του έλεγε μόλις έμπαινε σπίτι μας γελώντας και ο παππούς κουνούσε το χέρι μειδιώντας. Ωραία πειράγματα, ωραίες σχέσεις.

Γεννήθηκε το 1905 στο Κάψια Τριπόλεως, σ’ ένα πολύ μικρό, καταπληκτικό χωριό της Αρκαδίας, πριν από το σημερινό χιονοδρομικό του Μαινάλου, που δεν ξέρω τελικά αν είναι τόσο καταπληκτικό χωριό ή μου φαίνεται εμένα πολύ καταπληκτικό, επειδή είναι συνδεδεμένο με τις επισκέψεις μας στο χωριό της μαμάς μου. Πάντως σήμερα αποτελεί μια θαυμάσια εκδρομή καθώς εκεί έχει δημιουργηθεί ένα εξαιρετικό υπερχλιδάτο πανδοχείο από πρώην βουλευτή που μάλιστα ήθελε να αγοράσει και το κτήμα μας, που έχει η μανούλα μου από τον παππού και τη γιαγιά μου, ώστε να επεκτείνει την επιχείρησή του. Θυμάμαι, κατά τη συζήτηση που είχαμε προ πολλών ετών με την μητέρα μου να επιμένω να μην πουλήσει εκείνο το ένα, ενάμιση στρέμμα μας στο χωριό. “Σε χαλάει να έχεις κάτι στον τόπο σου βρε μαμά;” είχα φέρει ως επιχείρημα μεταξύ άλλων τότε. Τελικά, το κτήμα γεμάτο από καρυδιές και αμυγδαλιές, υπάρχει εκεί, ανεκμετάλλευτο από εμάς και από τους πιθανούς αγοραστές.

Ο παππούς ο Νικόλας, λοιπόν, ήταν ο αγαπημένος μου. Και της κόρης μου που τον αποκαλούσε “ο παππούς Κοκόλας”. Ήρεμος, μειλίχιος, καμιά σχέση με το πειραχτικό γερο-Φορτούνας του πατέρα μου, πάντα ντυμένος και τις καθημερινές, με το πουκάμισο, το γιλέκο του, το ρολόι με την αλυσίδα στην τσέπη του γιλέκου του, το σακάκι του φορεμένο, το παλτό του ριγμένο στους ώμους του και την τραγιάσκα του τις καθημερινές συνήθως και κάπου -κάπου με τη ρεπούμπλικα. Είχε καλλιγραφικο γραφικό χαρακτήρα, είχε ολοκληρώσει τις τέσσερις τάξεις από το εξατάξιο Γυμνάσιο της εποχής, ήταν ευκατάστατος οικονομικά. Από τη δεκαετία του ’80 που είχε αρρωστήσει η γιαγιά μου η Ελένη από τα νεφρά της, το γένος Ανδριανόπουλου, γεννημένη και μεγαλωμένη στα Γιαννουλέϊκα Ναυπλίου, και ήρθαν στην Αθήνα για αιμοκάθαρση, μένοντας στο σπίτι μας, δεν τον θυμάμαι ούτε μία ημέρα να μην είναι άριστα ντυμένος με κώδικα ένδυσης σχεδόν πολυτελή χωρίς ίχνος υπερβολής. Καλοσιδερωμένος και καθαρός από τα χεράκια της μαμάς μου, μοσχομυρωδάτος και με σταθερό πρόγραμμα διατροφής. Το πρωινό του, το δεκατιανό του, το γεύμα του στις 12:30 μμ με 13:00 όχι πιο αργά, το βραδινό του στις 6:30-7:00 μμ ποτέ αργότερα και ενδιάμεσα το φρούτο του που το καθάριζε με τον σουγιά που είχε πάντα στο σακάκι του. Και η τραγιάσκα, τραγιάσκα, ακόμη και εντός σπιτιού, στραβά βαλμένη. Έβλεπε από το ένα μάτι  γιατί το αριστερό-αν θυμάμαι καλά- είχε γλαύκωμα, έκανε τη χαρακτηριστική κίνηση του χεριού – χωνί στο αυτί για να ακούσει καλύτερα ό,τι του λέγαμε και γελούσαμε πολύ μαζί του γιατί ήταν σαν παιδί. Πήγαινε καθημερινά στην πλατεία για να συναντήσει την παρέα του, άλλα γεροντάκια της γειτονιάς, τηρώντας αυστηρά το διατροφολογικό του πρόγραμμα. Του ζητούσε η μαμά μου να φέρει ψωμί από τον φούρνο και όταν ήμουν στο λύκειο τον “εκμεταλλευόμουν”, το παλιόπαιδο, ζητώντας του να πηγαίνει στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς για να μου φέρει σοκολάτα, τσίχλες ή κόκα κόλα που τότε κατανάλωνα εν αφθονία για να την αποκηρύξω λίγα χρόνια αργότερα. “Πού με στέλνεις τώρα;”, μου έλεγε δήθεν ενοχλημένος. “Έλα, μωρέ παππού, να περπατήσεις κιόλας”, του απαντούσα με δήθεν ενδιαφέρον για να περπατήσει. Ψευτιές δηλαδή, αφού ήξερα εκ των προτέρων ότι θα πήγαινε, όπου του ζητούσα και γνωρίζοντας ότι περπατούσε και τη διατροφή του πρόσεχε και η υγεία του ήταν σε άριστη κατάσταση. Όταν οι φίλοι μου που έρχονταν στο σπίτι και δεν συναντούσαν συχνά έναν ηλικιωμένο να ζει μέσα στην οικογένεια, τον ρωτούσαν “τι σου αρέσει πιο πολύ, παππού, εδώ που ζεις;” ο παππούς απαντούσε “όλα είναι ωραία εδώ” εννοώντας την περιποίηση της μητέρας μου και το καλό κλίμα στο σπίτι μας.

Τον Μάιο του 1995 πέθανε ο μπαμπάς μου. Τότε, αντιμετωπίσαμε πολλά ζητήματα επαγγελματικής φύσης και κατ’επέκτασιν οικονομικής που έπρεπε να διευθετηθούν πάνω στην δουλειά του πατέρα μου. Έπρεπε να κλείσουμε το κατάστημά του στο κέντρο της Αθήνας, να πληρωθούν οι επιταγές όπως ήταν προγραμματισμένες από εκείνον, να επιστραφεί το απούλητο εμπόρευμα στους προμηθευτές, να εκτελεστούν οι παραγγελίες που ήδη υπήρχαν, να διασφαλιστούν οι καταθέσεις του στις τράπεζες που διεκδικούσαν το 30% του ποσού, λόγω αιφνίδιου θανάτου και χωρίς να υπάρχουν συνδικαιούχοι στους επαγγελματικούς του λογαριασμούς – με την τότε Πίστεως, νυν Άλφα ΒΑΝΚ  συνεργαζόταν ο μπαμπάς μου κυρίως – έπρεπε να φροντίσουμε να εισπραχθούν τα χρήματα που όφειλαν οι πελάτες του ( ήταν η πιο εύκολη και άνετη διαδικασία, καθώς δεν χρειάστηκε ούτε από έναν να ζητήσουμε τα χρήματά μας, απλώς σβήναμε στο μπλοκάκι που βρήκαμε στο συρτάρι του τα ονόματα των πελατών με το ποσό που μάς τα έδιναν χωρίς να τους το ζητήσουμε, ακόμη και την ημέρα που τον αποχαιρετούσαμε.

Σ’ εκείνο το τρελό διάστημα από άγχος και λύπη, ο παππούς Νικόλας έχασε τ’αυγά και τα καλάθια. Εμείς τρέχαμε παντού, κανείς δεν μπορούσε να του εξασφαλίσει τον ισορροπημένο τρόπο που ζούσε, να του ετοιμάσει το φαγητό του, τα ρούχα του, την ομαλή καθημερινότητά του. Ήταν σχεδόν αδύνατο να τον φροντίζουμε, όπως πριν. Η μητέρα μου δηλαδή. Η αδελφή μου ήταν έφηβη και μαθήτρια κι εγώ ζούσα στο Ναύπλιο. Είχε έρθει, θυμάμαι, ο αδελφός της μητέρας μου από την Αμερική  για να τον προσέχει παίρνοντας τον μαζί του στο σπίτι του χωριού, στο Κάψια. Στο πατρικό της μητέρας μου που είχε ήδη κληρονομήσει ο θείος. Ήταν η πιο εφικτή λύση.

Μα πριν φύγει ο παππούς με τον θείο για το Κάψια, μια ημέρα αρκετά μελαγχολική, όπως καθόμασταν στο σαλόνι του πατρικού σπιτιού μας, τον κοίταξα με θυμό, ίσως και κρυφό παράπονο, και του είπα με πολλή αυθάδεια, σχεδόν κακία: “Τι θες και ζεις; Είσαι 91. Ο πατέρας μου έφυγε στα 51. Ας πέθαινες εσύ!”. Με κοίταξε με απορία, με παράπονο, με λύπη, με όλα μαζί, κούνησε το κεφάλι του και είπε : “Δε ρωτάει…”. Ο παππούς μου αγαπούσε τον πατέρα μου, είχαν άριστη σχέση οι δυό τους, με υποδειγματική ευγένεια και σεβασμό. Ζούσε δέκα χρόνια στο σπίτι μας και ποτέ μα ποτέ δεν είχαν ανταλλάξει την παραμικρή έντονη κουβέντα.

Λίγους μήνες μετά πριν κλείσει το σκληρό 1995 ο παππούς αρρώστησε. Είχε χάσει την περιποίησή του, είχε φύγει από το σπίτι μας, είχε  λυπηθεί για τον ξαφνικό θάνατο του μπαμπά μου και κατέρρευσε. Τον είχα επισκεφθεί στο νοσοκομείο Τριπόλεως. Συνήθως ξεχνούσε. Μόλις τον είδα και του είπα “Παππού!” και τον αγκάλιασα – ήμουν έγκυος στον γιό μου – με θυμήθηκε “Τζίνα εσύ είσαι;” μου είπε και έκανε να σηκωθεί από το κρεββάτι. “Θα γίνεις καλά, παππού”,  είπα και κούνησε το χέρι του. Ήταν αδυνατισμένος, ταλαιπωρημένος πολύ. Γερασμένος απότομα. 

Μετά από λίγες ημέρες πέθανε. Προτού εκπνεύσει το 1995. Την ίδια χρονιά με τον πατέρα μου με διαφορά έξι περίπου μηνών. Τόσο άντεξε ο παππούς Νικόλας μετά τον θάνατο του γαμπρού του. Λυπήθηκα πολύ. “Βάρυνα” πολύ. Τι μου έφταιγε ο καημένος ο παππούς μου που ζούσε; Μήπως εκείνος όριζε τις ζωές; Με τον θάνατό του δεν είχε τακτοποιηθεί κάτι. Μια απώλεια ακόμη μας είχε νικήσει.

Εικοσιπέντε χρόνια μετά δεν έχουν πάψει οι τύψεις μου για εκείνη την βαριά κουβέντα μου. Ούτε και του παππού μου το βλέμμα έχω λησμονήσει. Κάθε φορά που θα τον σκεφτώ για οποιοδήποτε λόγο, θα διεισδύσει σαν αγκάθι η θύμηση της θρασείας αυθάδειας μου, της σκληρής κουβέντας μου που δεν ξεχνώ. Με το ίδιο θράσος, σχεδόν εκδικητικά για να με τιμωρήσει.    

Γιατί σήμερα γράφω για τον παππού μου τον Νικόλα; Δεν έχω ιδέα. Ίσως γιατί η εξομολόγηση είναι ένα ξαλάφρωμα. Μήπως και εκείνες οι τύψεις πάψουν να με βασανίζουν.

24 Νοεμβρίου 2020