iporta.gr

«Ο μικρός μας», του Δημήτρη Κατσούλα

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, «Πηγές Καλλιθέας»

και  Pane di capo στη Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου στο ύψος του ΙΚΑ & Λεωφόρος Κρεμαστής

Δημήτρης Κατσούλας

Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ακριβώς ήταν η τελευταία φορά – τώρα πλέον πάει, πέρασε, δεν έχει και τόση σημασία αυτό – όταν σε άκουσα να το λες. Χρονολογικά πάντως, πρέπει να ήταν εκεί γύρω στα σαράντα, στα σαράντα δύο…, άντε στα σαράντα τέσσερα. Εκείνο όμως που ολοκάθαρα θυμάμαι ήταν τα τεντωμένα νεύρα μου: «Αρκετά, ρε θείε, πόσες φορές θα σου το πω ότι μεγάλωσα επιτέλους;»

Ναι γαμώτη μου, έτσι τρεχάτα έφυγαν τα χρόνια. Πώς πέρασε έτσι μια εικοσαετία και κάτι ψιλά από τότε; Ούτε εσύ πλέον είσαι τώρα εδώ, ούτε και ο πατέρας μου.

Εγώ όμως, που σεργιανίζω και οργώνω ακόμα αυτόν τον κόσμο χωρίς να υπολογίζω ζέστες και χιόνια, βουνά και λαγκάδια, ποτάμια φουσκωμένα με το μικρόφωνο στο χέρι, ραχούλες και ψηλά βουνά με κρούσταλα τα νερά στις πηγές τους, που τα ‘βαλα με όλα τα ανήμερα θεριά της κοινωνίας και εξακολουθώ να τα παλεύω σαν να ‘μαι τριαντάρης, προκειμένου να τα μερώσω μη τυχόν και κάποια στιγμή αντιληφθούν τη λάθος πορεία τους που επέλεξαν να διανύσουν,  τώρα πια θα χτυπώ την πόρτα σου με ‘κείνο το σακίδιο στην πλάτη και τη μηχανή ξεκλείδωτη στο δρόμο γεμάτη η μπαγκαζιέρα με καλούδια, φωνάζοντας και ξανά φωνάζοντας: «Εγώ είμαι ρε θείεεε!», μη τυχόν και σε ακούσω να πετάγεσαι από  ‘κείνη την πολυθρόνα που σου ‘χα αγοράσει για να κάθεσαι αναπαυτικά και να αγναντεύεις το δρόμο – γιατί η παλιοαρρώστια δεν σου επέτρεπε να βγαίνεις έξω – φωνάζοντας με τις χούφτες σου στο στόμα σαν χωνί τον αδελφό σου στο διπλανό σπίτι: «Γιώργη, με ακούς; Ήρθε ο μικρός μας».

Θείε μου, γιατί δεν με ενημέρωσες την Τρίτη το απόγευμα που καπνίζαμε παρέα;…