iporta.gr

Ο Βαγγέλης Βενιζέλος μεταξύ συγκυρίας και ιστορίας, του Χρήστου Χωμενίδη

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, «Πηγές Καλλιθέας»

και  Pane di capo στη Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου στο ύψος του ΙΚΑ & Λεωφόρος Κρεμαστής

 

Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας

 

 

 

Η παρακάτω ομιλία εκφωνήθηκε πριν από έξι μήνες στο Γαλλικό Ινστιτούτο, στην παρουσίαση του βιβλίου «Η Δημοκρατία μεταξύ Συγκυρίας και Ιστορίας». Σήμερα -που ενώ οι απόψεις τού Ευάγγελου Βενιζέλου καρποφορούν, ο ίδιος μένει για πρώτη φορά ύστερα από τρεις δεκαετίες εκτός Βουλής- αποκτά, νομίζω, καινούργιο ενδιαφέρον.

«…Μολονότι έχω τελειώσει τη Νομική Σχολή, δεν διανοούμαι να σας απευθυνθώ ως νομικός. Θα αποτελούσε κάτι τέτοιο παραφροσύνη εκ μέρους μου όταν κάθομαι ανάμεσα σε καθηγητές πανεπιστημίου και στην Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μιλώντας με όρους όπερας, η δική μου παρέμβαση δεν επέχει θέση άριας αλλά ρετσιτατίβου.

Επιτρέψτε μου να παραλλάξω τον τίτλο. Ο τίτλος είναι «Η Δημοκρατία μεταξύ Συγκυρίας και Ιστορίας». Εγώ θα αναπτύξω το θέμα «Ο Βαγγέλης Βενιζέλος μεταξύ Συγκυρίας και Ιστορίας». Χρησιμοποιώντας τις δύο λέξεις με την έννοια ακριβώς που τους δίνει ο ίδιος. Θα κάνω ουσιαστικά πεντέξι διαπιστώσεις, ευνόητες μεν πλην όχι ρητά εκπεφρασμένες.

Πρώτη διαπίστωση. Ο Βαγγέλης Βενιζέλος συγκαταλέγεται έτσι κι αλλιώς στις ευτυχείς περιπτώσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας. Πρόκειται για ένα λαϊκό παιδί, γεννημένο και μεγαλωμένο στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης. Ο ένας παππούς του εργάτης, ο άλλος παπάς. Ο Βαγγέλης Βενιζέλος διαπλάστηκε μέσα σε μία κοινωνία, η οποία -παρά τη φτώχεια και την πολύπλευρη υστέρησή της- έδινε γενναιόδωρα ευκαιρίες στα προικισμένα, προκομμένα, φιλόδοξα βλαστάρια της (η φιλοδοξία δεν είναι κακή λέξη) ακόμα και αν προέρχονταν από λαϊκές γειτονιές ή από χωριά. Το επίπεδο του δημόσιου σχολείου κατά τις δεκαετίες του 1950, του ’60, του ’70, ήταν θαυμαστό, χάρη κυρίως στους δασκάλους. Ο απόφοιτος τού τότε εξατάξιου γυμνασίου μπορούσε να σταδιοδρομήσει ευδοκίμως. Πόσω δε μάλλον ο πτυχιούχος του Πανεπιστημίου. Η παιδεία αποτελούσε τον κύριο μοχλό της κοινωνικής κινητικότητας. Της κοινωνικής κινητικότητας που έφερνε στο τιμόνι της χώρας τους καλύτερους. Την οποίαν ήδη νοσταλγούμε και θα τη νοσταλγούμε, φοβάμαι, ολοένα και περισσότερο, εκτός εάν -με ρηξικέλευθες πολιτικές παρεμβάσεις, με μιαν εκ βάθρων εκπαιδευτική μεταρρύθμιση- τα δημοτικά, τα γυμνάσια, τα λύκεια πάψουν να είναι πάρκινγκ παιδιών και ξαναγίνουν φυτώρια ταλέντων.

Δεύτερη διαπίστωση. Ο Βαγγέλης Βενιζέλος πήρε το βάπτισμα του πυρός το 1977 ως νεαρότατο στέλεχος της «Συμμαχίας». Της «Συμμαχίας Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων», η οποία εκινείτο στον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, περιελάμβανε την ΕΔΑ του Ηλία Ηλιού, το ΚΚΕ εσωτερικού του Λεωνίδα Κύρκου, τη Σοσιαλιστική Πορεία, τη Σοσιαλιστική Πρωτοβουλία του Γεώργιου Αλέξανδρου Μαγκάκη, ακόμα και τη Χριστιανική Δημοκρατία του Νίκου Ψαρουδάκη. Είχε διάθεση υπερβάσεων και συνθέσεων η «Συμμαχία», υιοθετούσε λόγο ρηξικέλευθο για την εποχή και ίσως ακριβώς για τούτο απέτυχε παταγωδώς στις εκλογές. Έλαβε 2,7% και εξέλεξε δύο βουλευτές. Τηρουμένων των αναλογιών, δεδομένων των δεκαετιών που πέρασαν, ο Βαγγέλης Βενιζέλος δεν έχει αλλάξει πολιτικό χώρο.

Τρίτη διαπίστωση. Ο Βενιζέλος άσκησε επάγγελμα. Δικηγόρησε, δίδαξε, έγινε καθηγητής στη Νομική Σχολή. Στην πολιτική αφοσιώθηκε όταν τον ξεχώρισε ο Ανδρέας Παπανδρέου κι αφού τού ζήτησε να τον υπερασπισθεί στη «Δίκη του Αιώνα», τον ενέταξε το 1993 στο ψηφοδέλτιο του Πασόκ στη Θεσσαλονίκη και αμέσως ύστερα τον έκανε κυβερνητικό εκπρόσωπο. Πιτσιρικάδες τότε εμείς, είχαμε εντυπωσιαστεί με την ευρυμάθεια και την ευγλωττία του, με το ταλέντο του όχι να παίζει με τις λέξεις αλλά να τις καταυγάζει. Το να παίζεις με τις λέξεις είναι δουλειά κομφερανσιέ ή αμπελοφιλόσοφου. Το να τις φωτίζεις και δια αυτών να φωτίζεις τα φαινόμενα, τις καταστάσεις, αποτελεί το κρίσιμο ζητούμενο για όποιον αρθρώνει δημόσιο λόγο.

Βεβαίως ο Βαγγέλης Βενιζέλος ανήκε στο «παλιό» πολιτικό προσωπικό. Με τη χρεοκοπία του κράτους το 2010, η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας έχασε με τραυματικό τρόπο την εμπιστοσύνη της σε όσους εναλλάσσονταν στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση από το 1974. Μόνο ανεξήγητο δεν είναι. Για κάθε έγκλημα αναζητούνται οι ένοχοι, συνήθως δε η μπάλα παίρνει δίκαιους και άδικους. Για αυτό και παραμένει αίτημα επείγον (κι ας έχουν πλέον περάσει σχεδόν δέκα χρόνια) να ερευνηθεί εξονυχιστικά το πώς έπεσε η χώρα στα βράχια. Να αποδοθούν ακριβοδίκαια οι ιστορικές ευθύνες. Όσο δεν συμβαίνει, η Μεταπολίτευση συνολικά θα είναι ευάλωτη σε συκοφαντίες, έκθετη στους αρνητές της. Θα μπορούν οι εθνικολαϊκιστές να ισχυρίζονται ψευδέστατα και υβριστικά ότι επρόκειτο για μια εποχή όχι ανάτασης και ανάπτυξης αλλά σήψης και παρακμής.

Συνέβησαν σπουδαία πράγματα κατά τη Μεταπολίτευση, επουλώθηκαν τραύματα, λύθηκαν προβλήματα τα οποία ταλάνιζαν τη χώρα από την ίδρυσή της. Προφανώς όσοι ανέλαβαν τότε ευθύνες έκαναν και μεγάλα λάθη – ποιος δεν κάνει λάθη; εκείνος μόνο που αδρανεί. Άλλοι εντούτοις άφησαν αποτύπωμα συνολικά αρνητικό και άλλοι θετικό…

Το πιο αποκαλυπτικό είναι πώς τοποθετήθηκαν οι παλαιοί πολιτικοί και τα πουλέν τους μετά τη χρεοκοπία του 2010. Μιλάμε για απολύτως διακριτές μεταξύ τους ηθικές στάσεις. Μπορούμε χονδρικά να τις διακρίνουμε σε τρεις κατηγορίες:

Έχουμε, από τη μία, εκείνους που ενεδύθησαν αντισυστημικές λεοντές. Κοιμήθηκαν βολεμένοι και ξύπνησαν επαναστάτες. Κατέβηκαν στις πλατείες και φλόμωσαν τον ζαλισμένο κόσμο με ψέμματα, με τερατώδη ψέμματα. Καβάλησαν την «Αγανάκτηση» αναίσχυντα αποκρύπτοντας τις δικές τους ευθύνες. Το ίδιο ακριβώς έπραξαν και ουκ ολίγοι δημοσιογράφοι -ακόμα και δημοσιογράφοι του «λάιφ στάιλ»- βεβαίως δε και οι ανασφαλέστεροι των καλλιτεχνών, οι οποίοι έτρεμαν μη χάσουν το κοινό τους.

Η δεύτερη στάση ήταν -για να θυμηθώ τον Νίκο Περάκη- η λούφα και παραλλαγή. Μπαίνω κάτω από το υπόστεγο και περιμένω να περάσει η μπόρα, να ξεχάσει ο κόσμος ποιος ήμουν και τι έκανα πριν. Αφενός μεν για να γλυτώσω την απόδοση των ευθυνών. Αφετέρου δε για να βγω κάποτε και να παραστήσω, με το θράσσος της λήθης, τον πατρίκιο. Ίσως ακόμα και τον Εθνάρχη.

Η τρίτη στάση είναι αυτή που τηρήσαμε οι περισσότεροι εδώ μέσα και σίγουρα ο Βαγγέλης Βενιζέλος. Περνάω το Καθαρτήριο, το δαντικό «πουργκατόριο», όχι προσευχόμενος και αυτομαστιγωνόμενος αλλά αναλαμβάνοντας με παρρησία τις ευθύνες μου, τις παλιές και τις καινούργιες. Ρίχνομαι στον αγώνα για να σωθεί ό,τι σώζεται. Κι ας ξέρω ότι θα δεχθώ τα πιο σφοδρά πυρά.

Θυμάστε, ελπίζω, πώς αντιμετωπιζόταν από το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης ο Βαγγέλης Βενιζέλος πριν από πέντε χρόνια. Η μισαλλοδοξία, η εχθροπάθεια των πολιτικών του αντιπάλων ήταν αδιανόητη. Οι κυβερνήσεις σωτηρίας του Λουκά Παπαδήμου, του Παναγιώτη Πικραμμένου κι έπειτα των «Σαμαροβενιζέλων» πάσχιζαν να αποτρέψουν την άτακτη χρεοκοπία, την πλήρη καταστροφή της χώρας και της κοινωνίας. Και είχαν απέναντί τους εκείνους που -σε ένα διαρκές κρεσέντο φαυλότητας- τους αποκαλούσαν «Μερκελιστές», «Γερμανοτσολιάδες» και υπόσχονταν ότι οι ίδιοι θα έσκιζαν τα μνημόνια και θα έκαναν τις διεθνείς αγορές να χορεύουν στον σκοπό τους.

Στον Βενιζέλο ειδικά φόρτωναν τα πιο απίθανα πράγματα. Τί να θυμηθούμε; Τον νόμο «Περί Ευθύνης Υπουργών», ο οποίος είναι του προπερασμένου αιώνα; Το PSI, που το παρουσίαζαν σαν εθνική καταστροφή, σαν έγκλημα καθοσιώσεως; Τη Νοβάρτις; Με τη Νοβάρτις βεβαίως την πάτησαν, έπεσαν στον λάκκο που έσκαψαν, «πήραν όλα τα σχετικά».

Προτού λαλήσει ο πετεινός, η πολιτική του Βενιζέλου δικαιώθηκε. Ο κυβερνών Σύριζα αξιοποίησε στο έπακρο την απομείωση του χρέους που είχε εκείνος επιτύχει. Αρνούμενος ασφαλώς να του αποδώσει τα εύσημα. Στο ευρωπαϊκό τόξο προσεχώρησαν -ταπεινωμένοι από την «υπερήφανη δεκαεπτάωρη διαπραγμάτευση»- οι πιο σφοδροί αρνητές του.

Σήμερα ο Βαγγέλης Βενιζέλος βρίσκεται μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας. Ακριβώς στη στιγμή όπου πρέπει να περιμένουμε την επόμενη κίνησή του. Η οποία πιθανόν να είναι και βουβή. Ή υπαινικτική. Ή απροσδόκητη. Ας τεντώσουμε τις κεραίες μας.-

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.   Δημοσιεύεται και στο capital.gr

The article expresses the views of the author      

iPorta.gr