Ο Άγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός και Δημοσιογράφος.
Είχε καιρό να πέσει στα χέρια μου ένα τέτοιο μυθιστόρημα.
Βαθιά ποιητικό, βαθιά ανθρώπινο. Βέβαια, η φήμη της ταινίας, με την Τζέιν Φόντα και τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ στους δύο κεντρικούς ρόλους, είχε φτάσει πριν το βιβλίο. Και, όταν δύο ηθοποιοί αυτής της κλάσης παίζουν τους δύο κεντρικούς ρόλους, λογικό είναι να απογειώνουν την ταινία. Πίσω στο βιβλίο όμως. Πού κρύβει, κι αυτό, μια γλυκόπικρη ιστορία.
O Kέντ Χάρουφ υπήρξε συγγραφέας έξι μυθιστορημάτων πού έχουν πάρει πολλές τιμητικές διακρίσεις και επαίνους. Το 2014 διαγνώστηκε με καρκίνο τού πνεύμονα. Θέλησε, όσο ζούσε, να γράψει ένα βιβλίο εμπνευσμένο από τη σχέση του με τη γυναίκα του. Από τη σχέση που είχαν μοιραστεί μια ζωή. Έγραψε το «Οι ψυχές μας τη νύχτα» και της τό άφησε παρακαταθήκη. Πέθανε τον Νοέμβριο του 2014 . Ήταν εβδομήντα ενός ετών.
Η υπόθεση, θα μπορούσε να πει κανείς, είναι απλή. Η Αντυ Μουρ και ο Λούης Γουότερς υπήρξαν γείτονες για πολλά χρόνια. Και τώρα έχουν μείνει μόνοι κι οι δύο. Πίσω τους απλώνεται η ζωή του καθενός, με χαρές, λύπες, απώλειες και μικρά ή μεγάλα λάθη. Όπως οι ζωές όλων μας. Ποτέ δεν υπήρξαν τίποτε άλλο από μακρινοί γείτονες. Και τώρα η μοναξιά και η απελπισία τους φέρνει κοντά τον έναν στον άλλο. Τα σπίτια τους άδεια από οικογένεια τα παιδιά παντρεύτηκαν και έφυγαν, οι ήσυχες νύχτες τους έρημες. Ένα μοναχικό βράδυ, η Άντυ επισκέπτεται τον Λούη και του κάνει μια τολμηρή, μια γενναία πρόταση που θα ταράξει τα στάσιμα νερά της ζωής τους. Αλλά θα ταράξει και την μικρή συντηρητική κοινωνία στην οποία ζούν και τους ξέρει καλά…
”Αναρωτιέμαι αν θα εξετάζατε την περίπτωση να έρχεστε κάποιες φορές στο σπίτι μου και να κοιμάστε μαζί μου” ,λέει η Αντυ στον Λούη. ”Πώς; Τί εννοείτε;” την ρωτάει αυτός. ” Εννοώ ότι και οι δύο είμαστε μόνοι. Ζήσαμε μόνοι μας για μεγάλο διάστημα. Για πολλά χρόνια. Εγώ είμαι ολομόναχη. Νομίζω ότι κι εσείς είστε το ίδιο μόνος. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν θα θέλατε να έρχεστε και να κοιμόσαστε μαζί μου τη νύχτα. Να μιλάμε”.
Κάπως έτσι αρχίζει αυτή η ιστορία. Με γενναιότητα. Και όταν ο Λούης πηγαίνει στο σπίτι της από την πίσω πόρτα, για να μην τον δουν οι γείτονες, εκείνη του λέει ”Δεν με ενδιαφέρει. Θα το μάθουν έτσι κι αλλιώς. Κάποιος θα σε δει, θα μας δει. Έλα από την μπροστινή πόρτα, από το πεζοδρόμιο μπροστά. Αποφάσισα να μη δίνω πια σημασία σε ότι νομίζουν ότι βλέπουν οι άνθρωποι γύρω μας. Το λάθος αυτό το έκανα για πάρα πολλά χρόνια, μάλλον σε όλη μου τη ζωή. Δεν πρόκειται να ζω έτσι πια. Το να έρχεσαι από την πίσω αυλή, το κάνει να φαίνεται σαν κάτι κακό ή αισχρό, για το οποίο πρέπει να ντρεπόμαστε”.
Και ξεκινούν αυτή την καινούργια ζωή. Τρώνε μαζί, μιλάνε, κάνουν μικρές εκδρομές στις κοντινές εξοχές, αρχίζουν να ανακαλύπτουν ξανά, μαζί, πράγματα .
”Ποιός θα μπορούσε να είχε σκεφτεί σε αυτή τη στιγμή στις ζωές μας πως θα είχαμε ακόμη κάτι σαν κι αυτό; Αυτό δείχνει πως δεν είμαστε τελειωμένοι. Υπάρχουν και για μας αλλαγές και συγκινήσεις. Δεν έχουν όλα στεγνώσει σε σώμα και ψυχή”.
Όμως ο κοινωνικός περίγυρος υπάρχει. Και όταν τον ξεπερνούν, επεμβαίνουν τα παιδιά τους. Που θεωρούν απαγορευτική αυτή τη σχέση για ”κοινωνικούς λόγους”.
”Αχ! Χριστέ μου! Είμαι εβδομήντα χρόνων. Δεν με νοιάζει τι νομίζει η γειτονιά κι ολόκληρη η πόλη!” ,απαντά η Αντυ στον γιο της.
”Οι ψυχές μας τη νύχτα” είναι μια ιστορία που μας αφορά όλους. Γιατί, κάθε ημέρα που περνάει, όλοι μεγαλώνουμε. Κάποια ημέρα όλοι θα βρεθούμε στη θέση των δύο ηρώων αυτής της ιστορίας. Γιατί το θέμα δεν είναι να σταματήσεις να μεγαλώνεις -δε γίνεται. Το θέμα είναι να μάθουμε να γερνάμε. ”Με χάρη”, όπως λέει ο ένας από τους δύο πρωταγωνιστές.
”Το τελευταίο μυθιστόρημα του Χαρούφ είναι ένας φάρος ποίησης και ελπίδας” έγραψαν οι Financial Times. Και η Guardian ”Πολλά μυθιστορήματα έχουν γραφτεί για την αναζήτηση της ευτυχίας, αλλά αυτό εδώ λάμπει για την συγκλονιστική του αλήθεια”.
Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr