Ο κ. Αντώνης Διαματάρης είναι Ομογενής Έλληνας της Αμερικής, Αρθρογράφος, Επιχειρηματίας, πρώην Εκδότης, Πρόεδρος και Διευθυντής της Εφημερίδας “Εθνικός Κήρυξ” που κυκλοφορεί καθημερινά στην Αμερική, νυν Σύμβουλος του “Ε.Κ” και πρώην Υφυπουργός Εξωτερικών.
Επισκεφθείτε τη νέα ιστοσελίδα μας
H χθεσινή ιστορική ομιλία του προέδρου, Τζο Μπάιντεν, βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Ρίχνει την ευθύνη για τα γεγονότα της έκτης Ιανουαρίου εκεί που ανήκει.
Οχι στις εκατοντάδες του όχλου που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο για να αποτρέψουν την επικύρωση του εκλογικού αποτελέσματος και την ομαλή διαδοχή της εξουσίας. Ούτε στους πολιτικούς και δημοσιογράφους, που ενώ αρχικά προσπάθησαν να σταματήσουν την επίθεση και την καταδίκασαν δριμύτατα, αργότερα -κατά τρόπο απόλυτα ευκαιριακό- την κάλυψαν πλήρως. Αλλά απευθείας στον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Μπάιντεν, τόσο ως υποψήφιος για την προεδρία, αλλά και ως πρόεδρος τώρα, ένα χρόνο απέφυγε να επιτεθεί στον Τραμπ. Ισως γιατί δεν ήθελε να βαθύνει ακόμα περισσότερο το πολιτικό χάσμα που χωρίζει τον αμερικανικό λαό.
Προφανώς, όμως, αυτός και οι σύμβουλοί του έφτασαν στο συμπέρασμα ότι ο λαός είναι ούτως ή άλλως διχασμένος και ότι η σιωπή του δεν βοηθά σε τίποτα. Οτι, αντίθετα, ευνοεί τα σχέδια και τους στόχους του πρώην Προέδρου. Οτι η απουσία αντίλογου ενεργεί υπέρ της διάσπασης και όχι υπέρ της επούλωσης της πληγής.
Χθες ο Μπάιντεν άκουσε το κέλευσμα της Ιστορίας.
Βρήκε την φωνή του.
«Βρισκόμαστε», είπε, «σε μία μάχη για την ψυχή της Αμερικής».
Ηταν μία ομιλία αντάξια της στιγμής. Ηταν στο ύψος των περιστάσεων σε μία κρίσιμη καμπή για την χώρα. Εφτανε μέχρι και το σημείο να έχει ποιητικά σημεία, μερικές φορές.
«Δεν επιδίωξα αυτή τη μάχη», είπε… «δεν θα αποφύγω όμως να αγωνιστώ. Θα σταθώ απέναντι σε αυτή τη ρήξη, θα προστατεύσω αυτό το Εθνος. Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να βάλει ένα στιλέτο στο λάρυγγα αυτής της δημοκρατίας».
Οντως οι γραμμές έχουν χαραχθεί. Απομένει να δούμε πώς θα αντιδράσει ο Τραμπ.
Ασχετα από αυτό η μάχη για την ψυχή αυτής της χώρας μπήκε σε μία κρίσιμη φάση.
Ο καθένας μας θα κληθεί να πάρει τις αποφάσεις του.
Η στιγμή είναι ιστορική.
Το κενό που δημιουργεί η Αμερική στον Κόσμο
Οταν στην Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919, που ρύθμισε τους όρους του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον (Woodrow Wilson), ως εκπρόσωπος της Αμερικής, της νέας ανερχόμενης δύναμης, παρουσίασε ένα νέο, πρωτάκουστο δόγμα, της ηθικής συμπεριφοράς στις διεθνείς σχέσεις, της ίδιας συμπεριφοράς που διέπει τις σχέσεις των πολιτών, καθώς και την θεωρία ότι μόνο ένας Κόσμος που στηρίζεται στη δημοκρατία μπορεί να ζήσει σε ειρήνη, με δικαιοσύνη και ισότητα, η Αμερική κατέστη η ελπίδα και το παράδειγμα των λαών προς μίμηση.
Ηταν αυτή η εξιδανίκευση που οχύρωσε την Αμερική με την «ήπια δύναμη» (soft power) που επέτρεψε την παγκοσμιοποίηση και που οδήγησε στον πολλαπλασιασμό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος σε λίγες δεκαετίες και της έδωσε το ηθικό ανάστημα να ασκεί κριτική σε ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Αυτό το όπλο του ηθικού πλεονεκτήματος συνέβαλε όσο λίγα στην εξάπλωση της δημοκρατίας, στην ανάδειξη και εφαρμογή του νόμου ως την βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η ανάπτυξη της κοινωνίας και η βελτίωση των Οικονομιών πολλών χωρών.
Είναι η εικόνα αυτή μιας νέας χώρας που ενσυνείδητα δεν εισήγαγε τις νοοτροπίες και τον τρόπο διακυβέρνησης της Ευρώπης που έφερε πολλούς από εμάς σε αυτήν.
Ολο αυτό το οικοδόμημα της πρώτης Δημοκρατίας στον Κόσμο, που θεωρείτο αδύνατο να αμφισβητηθεί, κατέρρευσε στα μάτια του κόσμου σε μία μέρα – συγκεκριμένα μέσα σε 170 λεπτά.
Γράφει ο γνωστός καθηγητής Φράνσις Φουκουγιάμα (Francis Fukuyama) στη χθεσινή «New York Times»: (…) «Τα γεγονότα αυτά -της 6ης Ιανουαρίου- είχαν μεγάλη απήχηση διεθνώς και σηματοδοτούν μία σημαντική μείωση της διεθνούς δύναμης και επιρροής της Αμερικής».
Η Αμερική πέρασε και από άλλες κρίσεις, όπως για παράδειγμα ο Εμφύλιος Πόλεμος και η Μεγάλη Υφεση, και μπόρεσε να τις ξεπεράσει και να δημιουργήσει τα ιδρύματα που την έκαναν πολύ πιο ισχυρή από πριν.
Για να γίνουν αυτά είχε την τύχη να αναδείξει σημαντικούς ηγέτες, όπως ο Λίνκολν και ο Φράνκλιν Ντελέινο Ρούσβελτ (FDR).
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή τη φορά, τουλάχιστον όπως φαίνεται μέχρι τώρα, απουσιάζει αυτός ο μεγάλος ηγέτης και, επιπλέον, ο άνθρωπος ο οποίος την οδήγησε στην κρίση εξακολουθεί να διατηρεί ισχυρή λαϊκή απήχηση.
Ο Φουκουγιάμα στο ίδιο άρθρο του προβαίνει σε δύο ακόμα παρατηρήσεις που έχουν ιδιαίτερα μεγάλη σημασία.
Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης πριν 30 χρόνια «υπήρχαν δύο βασικοί συντελεστές τους οποίους», γράφει, «υποτίμησα τότε: την δυσκολία της δημιουργίας όχι απλά της Δημοκρατίας, αλλά ενός μοντέρνου, αμερόληπτου μη διαφθαρμένου κράτους. Και το δεύτερο, την πιθανότητα της πολιτικής σήψης σε αναπτυγμένες Δημοκρατίες».
Πρόκειται, επαναλαμβάνω, για δύο εξαιρετικά σημαντικά σημεία που εξηγούν και την δυσαρμονία που βλέπουμε μεταξύ του δημοκρατικού μοντέλου διακυβέρνησης μέσα στην διαφθορά και σήψη.
Η Αμερική υποφέρει κυρίως από την σήψη. Από τον εφησυχασμό ότι η Δημοκρατία της είναι ακλόνητη, και παντοτινή.
Μέχρι που ήρθε η 6η Ιανουαρίου και απέδειξε ότι η σήψη ήταν βαθιά και ότι δεν μπορεί να εφησυχάσει, αν θέλει να διατηρήσει το πολίτευμα και τις αρχές που την ανέδειξαν ως την σημαντικότερη Δημοκρατία μετά από αυτή της Αθήνας πριν δυόμιση χιλιάδες χρόνια.
Οταν τα γεγονότα δεν είναι αποδεκτά
Πολιτικοί αναλυτές και από τις δύο πλευρές, τους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικανούς, συμφωνούν ότι η Αμερική βρίσκεται σε ένα επικίνδυνο σταυροδρόμι.
Το αποδίδουν αυτό στο γεγονός ότι έχουν δημιουργηθεί δύο παρατάξεις «πραγματικών πιστών» Αμερικανών που δεν καθοδηγούνται από τα γεγονότα, αλλά από το πώς θα επιθυμούσαν τα γεγονότα να ήταν.
Οι «πραγματικοί πιστοί» δεν ενδιαφέρονται για την αλήθεια.
Αρα είναι αδύνατο να πειστούν ότι έχουν λάθος.
Αύριο, Πέμπτη, συμπληρώνεται ένας χρόνος από τότε που ένας φανατισμένος όχλος, παρακινούμενος από τον τότε πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και στενούς συνεργάτες του, εισέβαλε στο Καπιτώλιο με στόχο να ανατρέψει το αποτέλεσμα των εκλογών. Να εμποδίσει το Κογκρέσο από το να επικυρώσει την εκλογή του Τζο Μπάιντεν.
Τις σκηνές εκείνες τις είδαμε όλοι μας στους δέκτες της τηλεόρασης. Επίσης είδαμε και τον αντιπρόεδρο της χώρας να καταδιώκεται από τον όχλο.
Και παρά τις εναγώνιες προσπάθειες του Τραμπ δεν έχει βρεθεί κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε και υπάρχει καμιά δικαστική απόφαση, από τα 70 περίπου δικαστήρια που κλήθηκαν να γνωμοδοτήσουν ότι υπήρξε νοθεία.
Κι όμως, σύμφωνα με δημοσκόπηση της «Wall Street Journal», το 57% των Ρεπουμπλικανών συμφωνούν «ότι οι Δημοκρατικοί έκλεψαν τις εκλογές από τον Τραμπ».
Εν τω μεταξύ, τρεις Αμερικανοί απόστρατοι στρατηγοί σε άρθρο τους στην «Washington Post» έγραψαν πως «παγώνει το αίμα τους στη σκέψη ότι μπορεί η απόπειρα ενός πραξικοπήματος να πετύχει την επόμενη φορά».
Ενδεικτικό δε του κλίματος που επικρατεί, είναι η έκδοση ενός βιβλίου που αποσπά την προσοχή της κοινής γνώμης με τίτλο «How Civil Wars start, how to stop them» («Πώς αρχίζουν οι εμφύλιοι πόλεμοι και πώς να τους σταματήσεις», της Μπάρμπαρα Φ. Γουόλκερ (Barbara F. Walker).
Το ερώτημα, πώς έχει φτάσει η χώρα μέχρι το σημείο αυτό, θα απασχολεί τους ιστορικούς για χρόνια.
Αυτό που είναι φανερό τη στιγμή αυτή είναι ότι η πνευματική και υλική ευφορία που ακολούθησε τα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου κονιορτοποιήθηκε από τους ιδεολογικούς μύθους, το κατατσάκισμα της ελπίδας και την δημιουργία ενός Κόσμου τεραστίων ανισοτήτων, που όμως οι νέες τεχνολογίες έκαναν ορατό στον καθένα.
Το μείγμα αυτό στα χέρια ενός ικανού δημαγωγού, όπως ο Τραμπ, βρίσκει τον ηγέτη του σε έναν κουρασμένο και απογοητευμένο Κόσμο, ο οποίος ψάχνει για αποδιοπομπαίους τράγους, όπως οι μετανάστες, να βγάλει τον θυμό του.
Μέχρι πού μπορεί αυτό να φτάσει; Ας μην υποτιμά κανείς αυτή την δυναμική, όπως μας διδάσκει το σχετικά πρόσφατο παρελθόν. Για χάρη της κοινωνικής συνοχής, της Δημοκρατίας και της Ειρήνης.