Η Μάρω Κακαβέλα ήταν υποψήφια ευρωβουλευτής με το ΠΟΤΑΜΙ και τώρα επανήλθε στην κανονικότητά της ως μηχανολόγος μηχανικός.
Μου λέει μια φίλη ακριβή, γράψε. Λέω ναι. Εύκολο μου είναι το γράψιμο. Καταφύγιο πολύτιμο. Η ψυχοθεραπεία μου, ο τρόπος μου να ξορκίζω τις στραβές εποχές, τις στριφνές μέρες. Κάποιες φορές και bantiera rossa και φλάμπουρο και κατηγορώ και απ’ όλα. Κοιτάω την άδεια σελίδα μπροστά μου και παίρνω φόρα. Τόσα θέματα. Ιδιωτικά και δημόσια. Ο Τούρκος απέναντι, η δυστυχία των Ξένων στην πατρίδα, τα σκουπίδια στον ψεύτικο γυάλινο κόσμο της τηλεόρασης, η πανδημία που μας πιάνει από τον λαιμό ακόμα και αυτές οι δύσκολες ανθρώπινες σχέσεις που για κάποιο μυστήριο λόγο έχουν γίνει ακόμα πιο ακανθώδεις Ποιο να πρωτοπιάσεις;
Κι εκεί που στρώνομαι κι απλώνω τα δάχτυλα πάνω στα γνώριμα μονοπάτια, νιώθω ότι οι λέξεις, εκεί που περίσσευαν, στέρεψαν. Ότι και να γράψω το΄χει προλάβει κάποιο άλλος. Ότι κι αν αισθανθώ, το΄χει οικειοποιηθεί το αδηφάγο το διαδίκτυο. Ότι και να αρθρώσω, βγαίνει λειψό και μίζερο. Σκέφτομαι ότι τα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» πάνε πια μου τέλειωσαν. Και τώρα τι; Ο απόλυτος τρόμος; Ή μήπως μια ανακούφιση; Και τι θα γίνει η ζωή μου χωρίς ανατριχιαστικές περιγραφές, χωρίς θαυμαστικά και άνω τελείες και αποσιωπητικά;
Κι αντί να με κόψει κρύος ιδρώτας μπροστά σ’ αυτό το τερατώδες writer’s block, κοίτα να δεις ένα περίεργο πράγμα, έρχομαι και θυμάμαι τον κρητικό παππού μου, τον γεννημένο τον 19ο αιώνα. Έναν γαλανομάτη -θεόρατο στα παιδικά μου μάτια- γέροντα που καθόταν εκεί στο αυλιδάκι του, το περίκλειστο από παντού, και ακουμπούσε στην μαγκούρα του και κοίταζε αμίλητος μια καρυδιά, πανάρχαια, φυτρωμένη, στην άκρη του ορίζοντα του και σέρνονταν κομπολόι οι ώρες του. Κι άμα τολμούσα να τον πλησιάσω και να τον ρωτήσω, κόντρα στις αυστηρές γονεϊκές εντολές να μην τον ενοχλώ, «παππού, τι σκέφτεσαι;», μου απαντούσε πάντοτε, «μετράω». Μελιστάλακτα και αποστομωτικά. Μετράω. Απόσωσα λοιπόν κι εγώ να κοιτάω την λευκή επιφάνεια κι έπιασα να μετράω.
Τα χρόνια τα από τότε. Τα χρόνια τα μετά. Όλα εκείνα που γλίστρησαν στις πτυχές του αδυσώπητου και κυκλικού χρόνου που μας τυλίγει στο κουκούλι των αναμνήσεων και των μελλοντικών συμβάντων. Όσα δεν αποτυπώθηκαν σε άρθρα και επιφυλλίδες. Όσα ακόμα δεν συνέβησαν. Όσα ποτέ δεν θα βρουν τον δρόμο τους στην αθανασία του γραπτού κειμένου. Κι εγώ που νόμιζα ότι οι λέξεις μου ήταν οι αμέτρητες, ανακάλυψα ότι εκείνα είναι που τείνουν να ταυτιστούν με τους άπειρους αριθμούς. Ποια; Εκείνα τα οφειλόμενα, τα δάνεια. Οι χειρονομίες, οι εκφράσεις, οι πράξεις. Τα παλιά και τα καινούργια χρέη σε φίλους και σε έρωτες, στους δικούς μου και στους Ξένους. Αυτά που πρέπει να προλάβουμε να επιστρέψουμε, προσαυξημένα με τον υπέρογκο τόκο της αγάπης. Στον κόσμο που ήταν και στον κόσμο που θα είναι, ακόμα και όταν δεν θα είμαστε εδώ για να υπογράψουμε τους απολογισμούς.
Είχες δίκιο παππού. Δύσκολο που είναι το μέτρημα!
Πλατεία Βάθης, 12 Σεπτεμβρίου 2020