iporta.gr

Μετά από ενάμισι μήνα συγκατοίκησης με την Ζόη, του Δημήτρη Κατσούλα

Θα το βρείτε: σε “Πολιτεία”, “Πρωτοπορία” Αθήνας-Θεσσαλονίκης-Πάτρας, “Ιανός” Αθήνας και Θεσσαλονίκης, και σε όλα τα βιβλιοπωλεία της Ελλάδας και του εξωτερικού που θα ζητηθεί σε 2-5 ημέρες. β) ΗΠΑ μέσω του “Εθνικού Κήρυκα”. γ)στις εκδόσεις Φίλντισι  on line, με μειλ ή τηλεφωνικά  210 65 40 170 – ekdoseis.filntisi@gmail.com

όλα τα συγγραφικά έσοδα θα διατεθούν σε οικογένειες με παιδικό καρκίνο.

Δημήτρης Κατσούλας

Ο Kobo μας έφυγε άδοξα λίγες ημέρες προτού συμπληρώσει τα οκτώ χρόνια ζωής του εκείνο το Σάββατο 16 του Μάη χωρίς καν να προλάβουμε να τον μεταφέρουμε στον κτηνίατρο που εάν αυτό είχε κατορθωθεί ίσως σήμερα ζούσε. Ομιλώ για τον αγαπημένο μας σκύλο όπου για περίπου ενάμισι χρόνο που έζησε μαζί μας πολλά μας δίδαξε, οι ζωές μας δέθηκαν μαζί του και επί αρκετό χρονικό διάστημα – περίπου έξι μηνών – μείναμε ορφανοί από σκύλο ώσπου κάποιο πρωινό του Νοέμβρη γύρω στις 5 και κάτι πηγαίνοντας για την εργασία μου καταμεσής της εθνικής οδού εκτιθέμενη στο ψιλόβροχο που περόνιαζε και στην καταχνιά την πυκνή που σκέπαζε τα πάντα σε απόσταση δέκα μέτρων εμπρός, η καινούργια μας φίλη – Ζόη την ονομάσαμε μετά από οικογενειακό συμβούλιο το απόγευμα της ιδίας ημέρας – αναζητούσε κάπου να βρει ζεστασιά, σε κάποια χέρια ν’ απαγκιάσει, λίγη τροφή και λίγο νερό το είχε ανάγκη από ό, τι ήταν προφανές. Την έβαλα στο αυτοκίνητο, πλάι στη θέση του συνοδηγού άνοιξα στο φουλ τον κλιματισμό (οι 22 βαθμοί είναι ιδανικοί σε αυτοκίνητο χειμώνα καλοκαίρι επί τη ευκαιρία να γνωρίζουμε, άλλο εγώ που υπερέβαλλα) για να στεγνώσει και να συνέλθει. Σχετικά  σύντομα και μετά από μισή ώρα περίπου αφού έφθασα στην εργασία μου πληροφορήθηκα ότι ήταν αδέσποτη και στειρωμένη από τον 4ο μήνα της ζωής της οπότε εξάγεται το συμπέρασμα ότι ή ήταν τόσο άκαρδος εκείνος που την παράτησε στο έλεος της τύχης ή δεν θα διέθετε ούτε τα βασικά για την συντήρησή της διότι έχουν πάμπολλα παραδείγματα τοιούτου είδους αναφερθεί από έρευνα που διεξήχθη από φιλοζωικές εταιρίες περί υποσιτισμού. Άψογη στη συμπεριφορά της και υπάκουη, φίλη έμπιστη δείχνει καλοσυνάτη αλλά και λίγο φοβισμένη ίσως λόγω έκθεσής της  στο μέσον του πουθενά της εθνικής οδού όπου εύλογο να συμβαίνει.  Απάγκιο αναζητούσε από κάθε είδους περιφρόνια εκεί καταμεσής του δρόμου ως εγκαταλελειμμένη στο άγνωστο. 

Ενάμισι μήνα τώρα και κάτι παραπάνω κοιμάται στο χαλάκι μέσα από την κεντρική είσοδο του σπιτιού στο κάτω μέρος του καθότι στο επάνω φοβόταν στην αρχή να ανεβεί την ξύλινη σκάλα και χρειάστηκαν μερικά μαθήματα ενθάρρυνσης ως τρομαγμένη επί καιρό από τα αυτοκίνητα που αντιμετώπιζε καθώς και από τα πάσης φύσεως ερπετά και άγρια ζώα που έχουν εξαπολύσει οι οικολόγοι όπως ασβούς, νυφίτσες, τσακάλια, αγριογούρουνα, χελώνες, φίδια και λοιπά είδη. Τη φοβία της αυτή την εξέφραζε με κάποιου είδους δισταγμό κοιτώντας μας στα μάτια σαν κάτι να ήθελε να πει, επιλέγοντας εν τέλει να κοιμάται στο κάτω σπίτι είτε μεσημέρια είναι αυτά είτε βράδια και σχεδόν πάντα εκεί γύρω στις 11 η ώρα νυχτερινή γλαριάζει, αρκετά πριν από εμάς όπου και στο σημείο αυτό κατά βάση παραμένει και κινείται τη νύχτα, τον δε εξωτερικό χώρο τον εξερευνά λεπτομερώς και τον περιφρουρεί οσφραίνοντας κάθε τι που θα βρει εμπρός της  αφού πρώτα το τεστάρει με τα πόδια της εναλλάξ χρησιμοποιούμενα με επιλεκτικές κινήσεις ακριβείας.    

Ενάμισι μήνα τώρα έχει γίνει η αχώριστη φίλη μας, ο σταθερός βηματισμός μας στις εξόδους μας είτε στο δρόμο είναι αυτές, είτε στο πάρκο, είτε στο χωριό, αλυχτώντας με το έμπα και καλώντας τους φίλους της για τον ερχομό της κάνοντας τους να ζηλεύουν προσπαθώντας αυτοί να κόψουν τις αλυσίδες για να φιληθούν, να μιλήσουν, να ανέβουν παρέα την πλαγιά του βουνού και αφού εγώ με τη Μάριον και τη Deema έχουμε ελέγξει τα σπίτια του χωριού από τους παλιατζήδες και γυρολόγους όπου τακτικά το επισκέπτονται για να μαζεύουν κάθε άχρηστο και περιττό είναι βγαλμένο στους δρόμους ή μέσα στις αυλές, η Ζόη με ένα σφύριγμα καταφθάνει λαχανιασμένη από την κορυφή του βουνού και με τη γλώσσα έξω αρχίζοντας να γλείφει πόδια και παπούτσια σε μια ένδειξη ευχαρίστησης (μάλλον ως ευγνωμοσύνη το εκλαμβάνει) που αφέθηκε ελεύθερη να σκαρφαλώσει στο βουνό, να αγναντέψει την Πύλο με το λιμάνι της και να πιεί πεντακάθαρο νερό από τα σπλιθάρια των ογκωδών λαξευμένων από τις βροχές τόσων ετών βράχων και να ουρήσει με την άνεσή της  πλάι στις σκιαχτερές και θορυβώδεις ανεμογεννήτριες κάποιου Ομίλου ο οποίος έγδαρε στην κυριολεξία ένα ολόκληρο βουνό αποφέροντας την γύμνια παντού και εκεί που ήσαν θεόρατες βελανιδιές, σφεντάμια, πουρνάρια, αγριοαχλαδιές, σφάκες, ρίκια  και αριές να επικρατεί τώρα ένα κιτρινόασπρο-σταχτί  νταμάρι ‘’κεντημένο’’ με λογής λογής  οκτάρια δρόμους προς διευκόλυνση του επενδυτή προκειμένου να προσεγγίζονται οι τεράστιες προπέλες για συντήρηση και έλεγχο. Η φύση πολύ γρήγορα θα έρθει τιμωρός για τη γύμνια που συντελείται αργά αλλά σταθερά σε σπαρτά, λιβάδια, ραχούλες, πλαγιές, λαγκάδια και νερά διότι το αλόγιστο κέρδος υπερισχύει πάντων.

Αρχίζει να σουρουπώνει και πριν αναχωρήσουμε από το χωριό παίρνει πρώτη τη θέση της στο αυτοκίνητο πίσω από εμένα άλλοτε χτυπώντας με με το πόδι της για να βάλω ζώνη ακούγοντας τον χαρακτηριστικό προειδοποιητικό ήχο υπενθύμισης κι άλλοτε με χαϊδεύει στο μάγουλο απαλά κάτι σαν ‘’μην τρέχεις αφεντικό, ειδικά στις στροφές γιατί ζαλίζομαι’’. Είναι και φορές που η Μάριον την ‘’επιπλήττει’’ δοκιμάζοντας τις αντοχές της κλείνοντάς της την πόρτα του αυτοκινήτου σε μια ένδειξη, δήθεν, να καταλάβει ότι θα πρέπει να μας ακολουθήσει πεζή τρέχοντας πίσω από το αυτοκίνητο. Και τότε να δείτε κάτι δάκρια κορόμηλα, τότε να ακούσετε κάτι βαριές ανάσες και κάτι γουργουρητά πραγματικά παρακάλια, κάτι αναστεναγμούς που σχίζουν καρδιές, κάτι μάτια όλο  απορία μη έχοντας εμείς λόγια να της εξηγήσουμε για τα όσα συμβαίνουν σ’ αυτόν τον κόσμο τον άσπλαχνο και εγωϊστή, κάτι σαν ‘’εγώ σας αγαπάω, εγώ σας έχω ανάγκη, θα σας προσέχω πιο πολύ, πάρτε με μαζί σας, μη με εγκαταλείπετε εδώ στην ερημιά’’, χωρίς να δείχνει ανυπόμονη και απαιτητική για την κατάληψη της θέσης της περνά ήσυχα και προσεκτικά στο αυτοκίνητο και ετοιμάζεται για αναχώρηση κοιτώντας εμένα χτυπώντας με ξανά στον ώμο για αναχώρηση. Είναι ναζιάρα, είναι παιχνιδιάρα, είναι παραπονιάρα. Την συμπονείς τόσο που έρχεσαι στη θέση να προβληματιστείς και να ζηλέψεις γιατί και ‘συ (το αφεντικό της) δεν έχεις ουρά να την κουνάς – πέρα από την έκφραση των ματιών που ίσως να είναι ολίγη προκειμένου να αναδειχθούν τα συναισθήματα – για να καταλαβαίνει κάποιος ότι είσαι χαρούμενος και μάλιστα διπλά. Από όσα μου είπε και ο εκπαιδευτής της αγαπάει πολύ τα μακρινά ταξίδια. Σκεφτόμαστε περί το μέσον Μαρτίου όπου θα έχει (σχεδόν) περατωθεί και η εκπαίδευσή της να την πάρουμε μαζί σε ένα ταξίδι μέχρι την Καβάλα επισκεπτόμενοι τον φίλτατο Θάνο Αδριανό (Μουσικό καφενείο ‘’Σούσουρο’’, Πλάκα) όπου αραγμένη η Ζόη στο πίσω κάθισμα και με το παράθυρό της μισάνοιχτο να χορτάσει θέα και κόσμους διαφορετικούς να σεργιανίσει μέχρι να της φύγει κι αυτή η απορία που έχει στα μάτια της καθίσει από ‘κείνη τη μέρα που την βρήκα στο δρόμο πανικόβλητη με την ελπίδα ότι  θα τα ξανά φωτίσει η λάμψη που χάθηκε διότι σίγουρα κάποτε την είχε, τουλάχιστον στην αρχή της γέννησής της και πριν πάντως συναντήσει την απονιά και την αδιαφορία του κόσμου εκεί έξω στους έρημους και κρύους επαρχιακούς δρόμους.

Βρε συ Ζόη, μπορείς να μου πεις πού θα ήσουν τώρα εάν δεν σε πετύχαινα εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη μέσα στον ανελέητο ανταγωνισμό των αδιάφορων αυτοκινήτων και του δαιμονισμένου χιονιά αλλά πού θα ήμασταν κι εμείς οι τρεις χωρίς τη δική σου παρουσία; Μας έγινες απαραίτητη να ξέρεις, και σε ευχαριστούμε για τα τόσα πολλά που μας μαθαίνεις και μας χαρίζεις κάθε μέρα που περνά. Και είσαι μόλις δυόμισι σχεδόν χρόνων ακόμη.