Η Βασιλεία Μαξακούλη είναι Δημοσιογράφος, τελειόφοιτος του ΕΚΠΑ.
Στέκομαι μπροστά στο μικρόφωνο. Ανέμελη, αλώβητη, χαμένη στα ιδανικά μου. Και ξαφνικά, θυμάμαι και σαστίζω. Ίσως να συνειδητοποιώ επιτέλους. Η μελωδία συνεχίζει να αντηχεί, κάθε σταγόνα και πιο διεισδυτική, έτσι που κάποτε να φτάσω στην λύτρωση.
Κοιτάζω το δωμάτιό μου κι όλα τα πολύτιμα που περιλαμβάνει. Δεν αναφέρομαι στα πράγματα, αλλά στις αναμνήσεις. Κι όταν μιλώ για πράγματα είναι γιατί με φέρνουν κοντά σε εκείνα που αγαπώ: στη μουσική, στην οικογένεια, στις αγαπημένες φίλες. Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν αν το δεδομένο μου εξατμιστεί σε κάτι λιγότερο από ένα ρεφρέν. Να με αναγκάσει το γαλαξιακό μου σπίτι να φύγω από το εσωτερικό. Σαν να με πίεζε κανείς να γλιστρήσω από τον εαυτό μου λόγω μιας φουρτούνας διαπροσωπικής. Θα έσβηναν τα όνειρα μου. Θυμάμαι να τα ανάβω κάθε βράδυ με ένα νέο σπίρτο. Έψαχνα άλλες οδούς για να αγκαλιάσω τη μοναξιά μου. Άμα γκρεμίζονταν τα τείχη γύρω από το τζάκι μου, τα σπίρτα δε θα ήταν πλέον παρά στάχτη και οι άυλες αναμνήσεις, οι ελπίδες και τα αναμενόμενα θα ήταν θρύψαλα, αδιάσπαστα ξαφνικά. Κάποτε πορεύονταν μαζί σε εκείνο το ταξίδι με πηγή την ψυχή μου και προορισμό κάποια συμπαντική δύναμη. Τώρα ποιος ξέρει πού θα βρίσκονται.
Η φαντασία κεντά την ενσυναίσθηση. Αισθάνομαι θλίψη πολύ βαθειά σαν να τσαλάκωσαν εκείνο το χαρτί που μου έγραψες για πρώτη φορά πως με αγαπούσες. Μα πρόκειται για τα σ’ αγαπώ μιας ολόκληρης υπαρξιακής περιπλάνησης με σταθερά τα τείχη γύρω από το τζάκι. Κι εκεί που η σιωπή ραγίζει, φώναξα. Γιατί δεν μιλούν; Γιατί δεν είναι εκεί τώρα; Γιατί τους άφησαν; Ίσως τα κουτάκια που μας επιβάλλουν να έδιωξαν μακριά τη φαντασία και κανείς πια να μην αισθάνεται. Προσπάθησε όμως λίγο. Είσαι στο σπίτι σου σε ένα τραπέζι καθημερινό, εκρηκτικό, γεμάτο όμορφες γεύσεις, πρόσωπα οικεία και κουβέντες αληθινές. Και ξάφνου όλα σείονται. Θυμάσαι μόνο να τρέχεις κι αστραπιαία να βρίσκεσαι στον δρόμο. Το κινητό σου, η επέκταση του χεριού σου δεν σε αφορούσε πια. Δεν αποχαιρέτησες τίποτα και κανέναν. Τρέμεις μονάχα στην ιδέα πως όλα γύρω σου θα σπάσουν και θα κουρνιάσεις στα άπατα της γης για πάντα. Κάποιος πίσω σου δεν κατάφερε να βγει έξω. Το σπίτι βούλιαξε σε εκείνο το στέρεο τσουνάμι. Εκείνο που προγραμμάτισες για αύριο, το τόσο καθοριστικό για τη ζωή σου, φάνταζε τώρα κάτι εξωτικό, ουτοπικό κι απρόσιτο. Μήπως άρχισες να νοιώθεις κάτι;
Κι είναι πάλι και το άλλο. Θα σε προτρέψω ξανά να ταυτιστείς μιας και έτσι μόνο μετράει. Ο άλλος είναι ξένος είτε είναι απέναντι είτε δίπλα είτε μίλια μακριά, μόνο τα οικεία σε αφορούν πια. Είσαι λοιπόν στη γειτονιά σου που αγαπάς πολύ, με τη μικρή σου κόρη, μια φίλη κολλητή και το δικό της παιδί. Το περπάτημα σε κούρασε κι αποφασίζεις να καθίσεις σε ένα πεζούλι να ξεκουραστείς. Πράσινο κι ας μοιάζει θολό μέσα από τα γυαλιά που γέμισαν υδρατμούς από τη μάσκα. Ζώντας μέσα σε μια πλήρη ανελευθερία κι έναν εξευτελιστικό περιορισμό, έστειλες μήνυμα σαν «σωστός πολίτης», ώστε να κάνεις εκείνη τη βόλτα στο τετράγωνο. Φοράς επίσης μάσκα για να μην μολύνεις τον αέρα και μεταδώσεις ένα ενδεχόμενο εισιτήριο σε εκείνο το άγνωστο που όλοι τρέμουν κι ας μην το παραδέχονται. Τα έκανες όλα σωστά ακόμα κι αν μην συμφώνησες ποτέ σου με αυτά. Βλέπεις μπροστά σου εκείνους που οφείλουν να εκπέμπουν ζεστασιά, να νοιώθεις προστασία και ελευθερία κοντά τους. Μα εκείνοι ζουν για να ασκούν την εξουσία που σε δευτερόλεπτα μπορούν να χάσουν, να σε τρομάζουν, να σε διατάζουν και να σε εξευτελίζουν. Ο παραλογισμός ένα βουνό που ξεφυτρώνει ξαφνικά μπροστά σας κι εσύ να αναρωτιέσαι σε ποια εποχή ζεις και πότε άλλαξε το πολίτευμα μιας και δεν θυμάσαι να ψήφισες κάτι τέτοιο. Εκείνοι οι ξένοι σε χτυπούν. Έπειτα, ξεσπούν καβγάδες διαπεραστικοί κι όλα μυρίζουν καπνογόνο. Κι εσύ να σκέφτεσαι πως μια όμορφη βόλτα κάτω από τον ήλιο μετατράπηκε σε μπαρούτι την ώρα που τρέμεις κι αναζητάς διέξοδο. Κι όλους τα εξομοιώνεις. Είναι παράλογο; Και για να μην ξεχάσω κάτι πολύ αστείο. Εκείνες οι πηγές με στόχο να σε ενημερώνουν είπαν πως εσύ χτύπησες. Κι ενώ όλοι ξέρουν, αυτοί θα κοιμηθούν το βράδυ με συνείδηση λερωμένη, βουτηγμένη στα άδυτα του σαδισμού και της αλαζονείας, ενώ εσύ έτοιμη να αποκτήσεις εκείνα που σου στέρησαν. Και μην ξεχνάς πως οι ενέργειες κολυμπούν διαρκώς.
Ανοίγω τα μάτια μου να επανέλθω. Είχα μεταφερθεί σε εκείνα τα μακρινά τοπία και τώρα ξαναγύρισα. Η θλίψη συσσωρεύεται επειδή ξέρω. Ξέρω πως λίγες μέρες αργότερα όλοι θα οργιάζουν με τους πειραγμένους αριθμούς που πλασάρονται πια για πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό, για βόλτα, για φιλία, για δουλειά, για εκδρομή, για αγάπη μιας και η ζωή μας γύρω από εκείνους περιστρέφεται. Ξέρω πως ένα κομμάτι χαρτί είναι πιο συνταρακτικό από τον διπλανό σου που κοιμάται στο αμάξι γιατί το σπίτι του διαλύθηκε. Ξέρω πως επειδή μένεις σε άλλη γειτονιά θα ευχαριστείς το σύμπαν που είσαι μακριά από εκείνους, αντί να φωνάξεις από γειτονιά σε γειτονιά για τα καθολικά δικαιώματα. Γιατί δεν σου επισήμαναν να συμπονάς, μόνο για εκείνα που συμφέρουν οφείλεις να τηρείς το πρωτόκολλο. Για όλα τα υπόλοιπα, πρέπει να κοιτάς μπροστά με σκυμμένο πάντα το κεφάλι, για να νομίζεις πως όλα είναι σκοτάδι και τσιμέντο. Έρχομαι λοιπόν να σε πιάσω από το χέρι χωρίς να φοβάμαι τις συνέπειες και να σου θυμίσω να κοιτάξεις ψηλά. Τι βλέπεις; Τον ουρανό, τα δέντρα, τα πουλιά. Είσαι ένα με όλα αυτά. Μοιράζεσαι το φως της σελήνης και την αύρα της παπαρούνας. Θυμήσου τι σου ανήκει, τι αξίζεις, για τι αναπνέεις και για ποιον πονάς. Μίλα δυνατά για τα παντοτινά χωρίς να τρέμεις τα παροδικά.