iporta.gr

Κεράκια, του Χρήστου Χωμενίδη

Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας

 

 

 

 

 

 

 

Μόνο στη Ρόδο

1.Αποστόλου Παύλου 50, 2.Βενετοκλέων, 3.Πηγές Καλλιθέας

4.Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου στο ύψος του ΙΚΑ & Λεωφόρος Κρεμαστής 

5.Λεωφόρος Ηρακλειδών προς Κρεμαστή

Προχθές πρωτοπήγα στης μάνας μου. Εννοώ στο μνήμα της.

Από το απόγευμα της κηδείας της -ένδεκα χρόνια πριν- δεν είχα επιστρέψει εκεί, δεν είχα δει καν το όνομά της χαραγμένο στο μάρμαρο. Δεν το απέφευγα από άποψη. Δεν έβρισκα απλώς κανέναν λόγο. Τη νύχτα της Παρασκευής ονειρεύτηκα ότι ήθελα να της τηλεφωνήσω, να την καλέσω για φαϊ μα δεν κατάφερνα -λέει- με τίποτα να θυμηθώ το νούμερο ούτε του σταθερού ούτε τού κινητού της. Ξυπνώντας ένοιωθα πολύ έντονη την παρουσία της, «κάτι ζητάει από μένα» σκεφτόμουν. «Θα τής ανάψω ένα κεράκι…» «Λουλούδια να της πας!» είχε άλλη άποψη η συνονόματή της, εννιάχρονη κόρη μου. «Έρχεσαι μαζί;» τη ρώτησα. «Γιατί όχι;». Κυριακή μεσημέρι – καύσωνας σχεδόν – ψυχή ζώσα στο νεκροταφείο, αν εξαιρέσεις τον επαίτη στην είσοδο, που άπλωνε μηχανικά το χέρι του, δεν έβρισκε όμως, μες στην ντάλα, το κουράγιο να πει το ποίημα του.

Ήταν για μένα το γεγονός της εβδομάδας.

Ο τάφος μού θύμισε όστρακο που έχει ξεραθεί στον ήλιο. Οι γύρω τάφοι, οι φροντισμένοι, μού φάνηκαν μακάβριοι κι ελαφρώς κακόγουστοι. Μιλάω για εκείνους που είχαν τους νεκρούς σε κορνίζες, σε «παλαιότερες ευτυχισμένες στιγμές», σε γλέντια. «Χαρίστε μου το ωραιότερο χαμόγελό σας! Ποζάρετε όπως ακριβώς θα θέλατε να σάς θυμούνται!» φαντάστηκα τον φωτογράφο να τούς λέει. Ένα παλικάρι καμάρωνε καβάλα στη μοτοσυκλέτα με την οποίαν πιθανότατα σκοτώθηκε. «Οίκος Νικολάου Τάδε» έγραφε δυό στενά παρακάτω κι είχε την προτομή του Τάδε με σηκωμένο ελαφρώς το αριστερό φρύδι. Τον περιεργάστηκα προφίλ κι ανφάς, δεν μού θύμισε τίποτα απολύτως, «δεν ανέγειρε» συνεπέρανα «τη βοϊδοκεφαλή του η Πατρίς ευγνωμονούσα. Οι συγγενείς είχαν τη γενναιοδωρία να τον εκθέσουν στις κουτσουλιές…»

Θυμήθηκα κάποτε που είχα τρυπώσει σε ένα εργαστήριο γλυπτικής πλησίον κοιμητηρίου. Δεκάδες μαρμάρινα μπούστα, το ένα πλάι στο άλλο, με γραββάτες. Απ’τους λαιμούς τους φύτρωναν κεφάλια δίχως πρόσωπα, ίδια με υπερμεγέθη αβγά. «Είναι το στοκ!» συνειδητοποίησα. Οσάκις παίρνει ο καλλιτέχνης μια παραγγελία, διαλέγει έναν αβγάνθρωπο και σμιλεύει πάνω του τα χαρακτηριστικά, ενίοτε και τα γυαλιά, τού μακαρίτη. «Φτυστό τον έκανες!» επιχαίρει η χήρα. «Νομίζω πως θα μού μιλήσει!» Κι ας την ανακουφίζει εν μέρει η σκέψη ότι δεν πρόκειται ποτέ ξανά να τής απευθύνει τον λόγο για να γκρινιάξει, για να μηρυκάσει τις ίδιες και τις ίδιες ιστορίες από τη χρυσή δήθεν νιότη του, για να εκμανεί – «τρεις τα χαράματα κοντεύει! Πού να γυρνάει πάλι η σουρτούκω η θυγατέρα μας;»

Τα νεκροταφεία, συνειδητοποίησα, είναι τόποι μνήμης της προψηφιακής εποχής. Όσο περνούν τα χρόνια θα γίνονται όλο και πιο ασύχναστα. Η αποτέφρωση -για λόγους και περιβαλλοντολογικούς- θα γενικευθεί. Θα δημιουργηθούν καινούργια τελετουργικά, οι στάχτες θα σκορπίζονται μετά μουσικής στα αγαπημένα μέρη τού νεκρού, θα διοργανώνονται επί τούτου εκδρομές -«την Κυριακή αμολάμε τον μπαμπά στο Σούνιο, χαρά μας να παρεβρεθείτε»-, άλλοι θα τούς κρατάνε σπίτι τους- «ξεσκόνισε, να χαρείς, το βάζο με τη μαμά»…

Και η μνήμη τής ψηφιακής εποχής;
Αυτή μάς περιβάλλει ήδη με τη μορφή τρισεκατομμυρίων πίξελ. Καθενός η μορφή, η φωνή, οι απόψεις αποθηκεύονται αέναα σε αρχεία. Κάμερες, θες δεν θες, σε συλλαμβάνουν να μπαινοβγαίνεις στο μετρό, να χαζεύεις βιτρίνες, να φιλιέσαι σε απρόσιτα -κούνια που σε κούναγε!- σημεία. Κι εσύ όμως τραβάς νευρωτικά τον εαυτό σου, τα παιδιά σου, το σκυλί σου και τα αναρτάς ευθύς στα σόσιαλ μίντια, σάμπως ο απτός, ο πραγματικός κόσμος να αποτελεί απλώς προθάλαμο του διαδικτύου.

Από μια άποψη έτσι πράγματι συμβαίνει. Το ηλεκτρονικό σου ίχνος θα επιβιώσει του θανάτου σου – εκεί θα υπάρχεις θεωρητικά στο διηνεκές – όποιος σε νοσταλγεί ή θέλει να μάθει για σένα, θα επισκέπτεται την ιστοσελίδα σου. Η κόρη μου δεν πρόφτασε τη μάνα μου. Το ποιά ήταν, το πώς ήταν η γιαγιά Νίκη προκύπτει για την εγγονή της μέσα από διηγήσεις και φωτογραφίες. Τα δικά μου, αντιθέτως, και τα δικά σας εγγόνια θα μάς βλέπουν ολοζώντανους, ίσως ακόμα και στις πλέον ιδιωτικές μας εκδηλώσεις που κάποιος φακός -με ή χωρίς τη συγκατάθεσή μας- θα’χει καταγράψει. Μονάχα το άγγιγμα μας, μόνον η μυρωδιά και η αύρα μας θα τούς διαφεύγει. Αλλού ωστόσο έγκειται το κρίσιμο ερώτημα. Θα ενδιαφέρονται οι κάτοικοι τού μέλλοντος για εμάς; Ή θα αραχνιάζει το μονοπάτι που βαδίσαμε χειρότερα κι από τον πιο παρατημένο τάφο;

«Σε όρισα μεταθανάτιο διαχειριστή της σελίδας μου στο facebook» μού ανακοίνωσε τις προάλλες μια φίλη. «Τιμή μου» χαμογέλασα μάλλον σαρκαστικά. «Σε κάθε επέτειό μου θα οργανώνεις διαδικτυακό μνημόσυνο» μού παρήγγειλε. «Να μπαίνουν και να κάνουν λάικ!» «Μα τι σε νοιάζει;» «Κάν’το για την ψυχή μου… Ας πούμε ότι κάθε λάικ θα’ναι ένα κεράκι…»

*Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. Δημοσιεύεται και στα ΝΕΑ

The article expresses the views of the author. 

iPorta