iporta.gr

Η «νοσοποίηση» της ανθρώπινης ελευθερίας…, του Κωστή Μεϊντάνη

Ο Κωνσταντίνος Μεϊντάνης  είναι Απόφοιτος Κλασσικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ,  καθώς και του Kings College και Birkbeck Collegeτου Πανεπιστημίου τού Λονδίνου. 

(Α’ Μέρος)

Φαίνεται πως το πιο δραστικό στις καταστροφικές επιδράσεις του «κώνειο» είναι ο φόβος. Ο ιός αποδείχτηκε θανατηφόρος για το σώμα, πολύ περισσότερο όμως θανατηφόρος αποδείχτηκε ο φόβος για τη σκέψη και το συναίσθημα, για την ψυχοπνευματική ακεραιότητα και ισορροπία των ανθρώπων. Σα να συντελέστηκε, ερήμην μας αλλά μπροστά στα μάτια μας, ένας υποχρεωτικός εμβολιασμός του θυμικού μας με το τοξικότατο αφιόνι του φόβου και, σε μεγάλο βαθμό, αντιστάσεως μη ούσης.

Με όλα όσα συνέβησαν τους τελευταίους τούτους μήνες, ασχέτως τού αν πρόκειται για φυσική ή για ανθρωπογενή αιτία -οι γνώμες επιμένουν να διΐστανται και εδώ στα καθ’ ημάς και διεθνώς- εκείνο που προκαλεί ερωτήματα αμείλικτα είναι ο τρόπος διαχείρισης της κατάστασης, κυρίως στη χώρα μας, και πιο συγκεκριμένα οι σκοπιμότητες που ενδεχομένως υπηρέτησε -και υπηρετεί- ο τρόπος αυτός. Τα ερωτηματικά είναι πολλά – και δικαίως.

Το κυριότερο ίσως ερώτημα που πρέπει ευθέως και ευθαρσώς να διατυπωθεί είναι το εξής:  Όλα όσα προκρίθηκαν ως αναγκαία μέτρα αντιμετώπισης του κινδύνου από τον θανατηφόρο ιό και εφαρμόστηκαν με εκπληκτική στην ταχύτητά της και ασυνήθη για τα ελλαδικά δεδομένα αρμονική σύμπραξη όλων των θεσμικών και αρμόδιων φορέων, όσο και αν προξένησαν αντιδράσεις μικρής μάλλον κλίμακας και κάποιες αποκλίσεις από το επιβαλλόμενο, αποσκοπούσαν μόνο και πρωτίστως στην προστασία όλων μας; Ή μεσοπρόθεσμα μπορεί να αποτελέσουν και μέσο που θα διαμορφώσει ενδεχομένως μια νέα κοινωνική «νόρμα»; Βέβαια, είναι πια γνωστό σε όλους μας πως ο οποιασδήποτε μορφής προβληματισμός και η στοχαστική περίσκεψη όσον αφορά την κυριαρχούσα σε κάθε περίπτωση παρουσίαση και ερμηνεία της πραγματικότητας διασύρονται και στηλιτεύονται ανενδοίαστα σαν «συνωμοσιολογίες». Αλλά μια διαφορετική «έποψη» αυτού που συμβαίνει, όταν συμβαίνει, δεν έχει ακόμα απαγορευθεί, παρόλο που διώκεται, κυρίως όταν μοιάζει να αμφισβητεί τη δογματικότητα των εκάστοτε δεδομένων.

Το μέτρο και η προτροπή για την λεγόμενη «κοινωνική αποστασιοποίηση» (social distancing) έχει τη λογική του αφενός, αφετέρου όμως μπορεί να γίνει γενεσιουργό αίτιο του σταδιακού κατακερματισμού ενός, ούτως ή άλλως, ήδη βαθιά ρηγματωμένου κοινωνικού σώματος. Υπάρχουν (δυστυχώς) παραδείγματα που καταδεικνύουν πως η χειραγώγηση στην αποξένωση και την συνεχή αποσύνθεση της κοινωνικής σφαίρας στη λειτουργικότητά της, ως πλαισίου σχέσεων υποτυπώδους έστω αμεσότητας, επιτυγχάνεται αρτιότερα όχι με βίαιο, αλλά με έμμεσο τρόπο, και κρίνοντας πάντοτε σε βάθος χρόνου. Οι εξελίξεις θα δικαιώσουν ή θα διαψεύσουν τον προβληματισμό. Αναμφίρηστο δεδομένο παραμένει το ότι ο φόβος που αναρριπιζόταν διαρκώς, νυχθημερόν, με την πολυσχιδή ενημέρωσή μας από κάθε μέσο και με κάθε τρόπο, δεν άφηνε πολλά περιθώρια μη συμμόρφωσης.

Αν η νυν ισχύουσα κατάσταση περιορισμών, δεσμεύσεων, απαγορεύσεων, μέτρων προστασίας είναι χρονικά παροδική, όσον χρόνο κι αν χρειαστεί μέχρι να μεταβληθεί, ώστε να αποκατασταθεί το κανονικό και φυσιολογικό, τότε σαφώς η ανησυχία και ο προβληματισμός περιττεύουν, η προσοχή και η υπομονή πρωτεύουν. Μόνον όμως με προϋπόθεση την παροδικότητα αυτού που ισχύει σήμερα. Οι τοποθετήσεις και οι διατυπώσεις αρμοδίων και μη παραμένουν επιδεικτικά ασαφείς στο σημείο αυτό, ενώ, μετά από το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει, και διεθνώς πλέον ακούγονται και βλέπουν το φως της δημοσιότητας εντελώς διαφορετικές στις εκτιμήσεις τους απόψεις για τα όσα έγιναν, όπως έγιναν. Τόσο οι ειδήμονες επαγγελματίες του επιστητού όσο και, όπως πάντα στη χώρα μας, οι αναιδήμονες ανεπάγγελτοι της πολιτικής προκρίνουν διαρκώς την υπενθύμιση του κινδύνου (ωσάν να μην το έχουμε εμπεδώσει πλέον, μετά από δύο και πλέον μήνες) και σιωπούν για τα άλλα.

Άλλωστε, οργουελικές διατυπώσεις περί μιας «νέας κανονικότητας», αν δεν συγκαλύπτουν την αμηχανία και την ανεύθυνη αβουλία όσων ορίζουν, και περιορίζουν, εσχάτως τις ζωές μας με τις αποφάσεις τους, είναι ανεπίτρεπτες κενολογίες, εκτός αν αποσιωπά τυχόν περαιτέρω πολύ σοβαρές αλλαγές στην ομαλότητα της ζωής μας ως ανθρώπων και ως πολιτών. Αυτός ο καινοφανής όρος, «νέα κανονικότητα», είναι ένα αμφίστομο στην ασάφειά του λεκτικό πυροτέχνημα, από εκείνα στα οποία αρέσκεται κατ’ εθισμόν το ανυπόληπτο πολιτικό προσωπικό μας για να φανεί ότι λέει κάτι, κυρίως όταν δεν λέει απολύτως τίποτα. Αλλά, αν έστω θεωρήσουμε πως πρόκειται για περιγραφή μιας κατάστασης, αυτή η οριζόμενη ως «νέα πραγματικότητα» -με όλα όσα ασύλληπτα στην τραγική τους διάσταση και στις συνέπειές τους έχουν συμβεί από την απαρχή του 21ου αιώνα κιόλας μέχρι σήμερα- τελικά τι σημαίνει; Σε τι αναφέρεται; Υποδηλώνει την αλήθεια ή υποδουλώνει την αλήθεια σε ένα εύσχημο ψέμα; Δεν θα είναι η πρώτη φορά, εξάλλου.

Ειδικά μετά τη μνημονιακή προδοσία, και την παντοδαπή καταστροφή της χώρας επί δέκα χρόνια (και έπεται συνέχεια), με τα σωρηδόν ουραμήκη ψεύδη που καταναλώναμε περί «σωτηρίας» και περί «επανόδου» σε μια «εύρωστη οικονομικά κατάσταση ανάπτυξης», με εγκληματικά υπόλογο ολόκληρο το πολιτικό φάσμα ανεξαρτήτως ιδεολογικών ή κομματικών πεποιθήσεων, μάθαμε να ζούμε σε μια «κανονικότητα» που χάλκευσαν και επέβαλαν δολίως ημέτεροι και «εταίροι». Προδοσία όμως του Ανθρώπου, υποταγή και άλωσή του, εξωραϊσμένη ωσάν «νέα κανονικότητα» δεν πρέπει -και δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση-, όχι να γίνει αποδεκτή, αλλά ούτε καν ανεκτή. Εκτός αν θα πρέπει πλέον να μιλήσουμε για ένα καθεστώς κτηνώδους ολοκληρωτισμού με καταξεσκισμένες τις κατ’ επίφαση δημοκρατικές φασκιές του.

Γι’ αυτό, κάποιες όψεις της κατάστασης, στην οποία ζούμε προσώρας, επιβάλλεται, πιστεύω, να προσεγγισθούν με κριτική και εταστική ματιά, ώστε να τεθούν και ορισμένα άλλα ερωτήματα, όχι με σκοπό τη δογματική αποδοχή ή την απόρριψη των πτυχών αυτών, αλλά για λόγους πνευματικής εγρήγορσης και ως αφορμή απροκατάληπτου προβληματισμού. Πολύ περισσότερο μάλιστα, σε μια εποχή που γέμει προκαταλήψεων ανεδαφικών και προβλημάτων ανεπίλυτων, γι’ αυτό και αντιστρατεύεται με λυσσαλέα επιμονή τη δυναμική της σκέψης απέναντι στις προκλήσεις της πραγματικότητας.

Πρώτον, ζούμε μια παράδοξη αναγκαιότητα ως μέτρο προστασίας και ασφάλειας. Την δαιμονοποίηση του αγγίγματος. Ωστόσο, τόσο στον φυσικό κόσμο γενικά, όσο και στον άνθρωπο ειδικότερα, η σωματική επαφή, στην όποια της μορφή (από την απλή χειραψία για λόγους κοινωνικής συμβατικότητας μέχρι πολύ αμεσότερες συναισθηματικά εκδηλώσεις και κινήσεις προσέγγισης), υποδηλώνει, ρητά ή έμμεσα, την εμπιστοσύνη προς τον Άλλο ως ύπαρξη και ως συνάνθρωπο. Η εγγύτητα προς τον Άλλο δεν είναι μόνο ανάγκη, αλλά και νόημα ζωής.

Σήμερα, με όσα έχουν συμβεί, και όσα τα ακολούθησαν σαν αντιρρόπισή τους «για λόγους ασφάλειας» όπως επανειλημμένα τονίζεται, και το απλό ακόμα άγγιγμα κρίνεται «επικίνδυνο». Μέχρι πότε, όμως; Αν αυτή η κατάσταση παγιωθεί, τότε υπονομεύεται η ανθρώπινη αμεσότητα στην πιο ουσιαστική της διάσταση ως σχέσης/συσχέτισης. Συνακόλουθα, απισχναίνεται, αν δεν αναιρείται σε μεγάλο βαθμό, η κοινωνική δυναμική της συνύπαρξης. Κάτι τέτοιο, δεν απέχει πολύ από τη διαστροφή, καθώς θέτει υπό αμφισβήτηση, ουσιαστικά «ποινικοποιεί», μια βαθιά, εγγενή και αυθιγενή, ανάγκη, καθοριστική της ανθρώπινης φύσης.

Από τη στιγμή που, επισήμως, ξέσπασε το κακό της λεγόμενης πανδημίας, οι άνθρωποι που διανύουν το χρονικό φάσμα της τρίτης ηλικίας, με πρόσχημα ή με στόχο την ασφάλειά τους, εξοβελίστηκαν σε ένα κοινωνικά απόμακρο πλαίσιο εμμονικής προστατευτικότητας. Πόσο θα διαρκέσει αυτό; Είναι αδιανόητο, με αφορμή την πανδημία, όσοι έχουν υπερβεί ένα όριο ηλικίας να καταστούν αποσκορακιστέοι «ες αεί». Θα πρόκειται για μια από τις βδελυρότερες και χυδαιότερες στην απανθρωπία τους μορφές κοινωνικού ρατσισμού, με επίδραση άκρως διαβρωτική για ολόκληρο το κοινωνικό σώμα.

Επιπροσθέτως, η επιβολή της απόστασης για λόγους ασφάλειας πάντα, αν παραταθεί πέραν κάποιου, ανεκτού χρονικά και ψυχολογικά, ορίου, θα πρέπει να κριθεί ως τουλάχιστον ύποπτη στη στόχευση και τη σκοπιμότητά της. Όταν δεν μπορεί κάποιος να είναι κοντά στα παιδιά του, στα εγγόνια του, η ψυχολογική επιβάρυνση για όλους, ανεξαρτήτως ηλικίας, θα γίνεται όλο και εντονότερη και, γι’ αυτό, πιο επικίνδυνη. Από ένα σημείο και μετά, θα πρέπει να μιλήσουμε για οιονεί ψυχική ευθανασία – σαφώς, ο χαρακτηρισμός ενέχει ένα στοιχείο λεκτικής υπερβολής. Η «προστασία» με απαγόρευση της εγγύτητας θα καταστεί αφύσικη. Και αν αυτό που διακηρύσσεται σαν προστασία έχει ως συνέπεια το να οδηγεί στον θάνατο, τον ψυχικό ή και τον βιολογικό, τότε δεν πρόκειται για προστασία, αλλά για έγκλημα εκ προμελέτης.

Ο θεσμός της οικογένειας δέχεται το σοβαρότερο και ισχυρότερο πλήγμα. Θεσμός που, ειδικά όσον αφορά τη χώρα μας λόγω μακραίωνης κοινωνικής παράδοσης και ιστορικών βιωμάτων, ανταποκρίνεται σε, και εκφράζει, ένα ιδιαίτερο, και βαθιά ανθρώπινο στη φύση του, χαρακτηριστικό. Είναι άρρηκτα συνυφασμένος με την ελληνική πολιτισμική ετερότητα-ιδιαιτερότητα, εν αντιθέσει σε μεγάλο βαθμό με τους πολιτισμικούς και τους ιστορικούς εθισμούς των περισσότερων κοινωνιών της Δύσης (αφού με αυτές συγκρινόμαστε, και από αυτές κρινόμαστε και κατακρινόμαστε για όσα κάνουμε και, κυρίως, για όσα δεν κάνουμε, όπως αυτά μάς επιβάλλονται από την πλήρως γελοιοποιημένη πλέον, διάτρητη φενάκη που ακόμα εκλαμβάνεται ως «Ευρωπαϊκή Ένωση», αλλά συλλαμβάνεται διαλυμένη στα «εξ ών συνετέθη». Αν «συνετέθη» ποτέ πραγματικά).

Στην εποχή μας, όπως το είχε επισημάνει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Γάλλος στοχαστής Jean Baudrillard, κυριαρχεί η παντοδυναμία της Εικόνας ως «προσομοίωσης» της πραγματικότητας. Όποιος λοιπόν ελέγχει την Εικόνα, στην πολυδιαστατικότητα και την πολυμορφία των εκδοχών της, ελέγχει και την πραγματικότητα, αφού η Εικόνα προβάλλει και επιβάλλει την εντύπωση όσον αφορά το πραγματικό. Όταν κάτι δεν προβληθεί ως εικόνα και δεν επιβληθεί ως εντύπωση -αληθινή ή κατασκευασμένη δεν έχει καμία πλέον σημασία- ουσιαστικά δεν υπάρχει, δεν υφίσταται. Και βέβαια, επειδή όλο και περισσότερο η πραγματικότητα και η αλήθεια της ενοχλούν, τόσο περισσότερο η εικόνα και οι εντυπώσεις που διαμορφώνονται μέσω αυτής, παραμορφώνουν και την πραγματικότητα και την αλήθεια, αν δεν τις συγκαλύπτουν πλήρως. Εκείνο που προκρίνεται -και είναι το αποτελεσματικότερο μέσο διαβουκόλησης του μαζοποιημένου «μονοδιάστατου ανθρώπου», όπως τον σκιαγράφησε και ψυχογράφησε ο Herbert Marcuse- είναι η έντεχνα διαμορφωμένη αληθοφάνεια.

Η μακιγιαρισμένη, και κατάλληλα πουδραρισμένη, αληθοφάνεια αντιπαρατίθεται στην αντικειμενική αλήθεια η οποία τίθεται έξω από το πλαίσιο αντίληψης της πραγματικότητας. Έτσι παροπλίζεται η πνευματική ετοιμότητα του ανθρώπου για λογική διερεύνηση, ανάλυση, τεκμηριωμένη ερμηνεία και, τελικά, ορθή κατανόηση των γεγονότων. Σ’ αυτό όμως το στοιχείο της κατασκευαζόμενης αληθοφανούς εικόνας έγκειται και η δυνατότητα αναίρεσής της. Όταν τα ψιμύθια είναι τόσα που στρεβλώνουν εκ των έσω το προβαλλόμενο ως αληθές, τότε γίνονται ψεγάδια, είναι τα αδύνατα σημεία που προκαλούν ρωγμές αποκαλυπτικές για την πραγματική φύση της όλης εικόνας.

Ένα άλλο στοιχείο παραδοξότητας όσον αφορά την κατάσταση που προκλήθηκε από την πανδημία του, χαμαιλεοντικού στη φύση του, ιού, αφορά τους τρόπους που προκρίθηκαν σε κάποιες περιπτώσεις για την αντιμετώπισή του. Μια από τις προσεγγίσεις που εφαρμόστηκαν, ήταν οι, περιώνυμες πια, ηλιθιολογίες περί «ανοσίας της αγέλης». Αυτό, αφενός είχε τραγικά όπως φάνηκε αποτελέσματα, αφετέρου όμως οδήγησε -εξ αντιθέτου- στην απρόσκοπτη αποτελεσματικότητα της ανόσιας μεθόδευσης για διαχείριση και επίρρωση της… ανοησίας της αγέλης. Της αγελαίας μάζας όλων μας, όπως έχουμε διαμορφωθεί/παραμορφωθεί ως κοινωνικό σύνολο κατά τις σκοπεύσεις και τις ντιρεκτίβες που επιβάλλονται πέραν κάθε ηθικού ή άλλου φραγμού από τον άτεγκτο νεοφιλελευθερισμό της παγκυριαρχίας των Αγορών. Και στη συγκεκριμένη περίσταση υπό το κράτος του καλλιεργούμενου και διογκούμενου φόβου.

Ο βουλιμικός καταναλωτισμός έχει αναχθεί σε αυταξία της εποχής μας, γύρω από αυτόν στρέφεται, και από αυτόν τρέφεται, η υλιστική μονοδιαστατικότητα ικανοποίησης του ενστίκτου, έχοντας ήδη διαμορφώσει το κατάλληλο ψυχικό υπόστρωμα (μη υποκείμενο σε λογικό έλεγχο), όπου ριζώνει δίχως εμπόδιο, και ανάλογα με την αφορμή, ο φόβος ως ένστικτη αντίδραση. Η «ηδονή» από τα καταναλωτικά αγαθά είναι το ένα άκρο, η «οδύνη» από την εκάστοτε απειλή το άλλο. Από τη μια η ικανοποίηση του ενστίκτου, από την άλλη η κακοποίηση του ενστίκτου. Και κάπου ανάμεσα βρίσκεται σφηνωμένος, ή και χαμένος, ο άνθρωπος. 

Έτσι, φτάσαμε στο να απολέσουμε αυτοβούλως την ελευθερία μας, ακόμα και συνταγματικά κατοχυρωμένες μορφές της, δίχως εξέταση του «γιατί», του «πώς», και του «ως πότε», σε μια κατάσταση «εκτάκτου ανάγκης», σύμφωνα με όλες τις προκρινόμενες ως αναγκαίες επιταγές και εντολές ασφάλειας απέναντι στον κίνδυνο, όσο επισφαλείς κι αν ήταν ή θα αποδειχτούν ενδεχομένως στις συνέπειές τους στο άμεσο μέλλον.  Στην διελκυστίνδα ανάμεσα στην «ελευθερία από τον φόβο», τον φόβο κάθε μορφής, για την οποία παλεύει ο άνθρωπος από τη χαραυγή της ύπαρξής του, και στον «φόβο μπροστά στην ελευθερία», κατά τον τίτλο ενός σημαντικού βιβλίου του Erich Fromm, αφού η ελευθερία ταυτίστηκε με το φόβο μπροστά στον κίνδυνο, η αντίθεση κρίθηκε με ήττα της πρώτης και συντριπτική κατίσχυση της δεύτερης.

(Συνεχίζεται…)

  7 – 9 Ιουνίου ’20

Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr