O Δρ. Βαγγέλης Χωραφάς σπούδασε Οικονομικά και έχει διδακτορικό στις Πολιτικές Επιστήμες. Είναι Δ/ντής της ιστοσελίδας γεωπολιτικής, Geoeurope.org. δημοσιεύει καθημερινά πρωτότυπα άρθρα και αναλύσεις και στην προσωπική του σελίδα στο facebook (https://www.facebook.com/
Ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, οι ΗΠΑ ανέβασαν την ένταση στην αντίθετη πλευρά της Ευρασίας. Κάποιοι ερμηνεύουν την επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι ως πραγματική πρόκληση, ενώ κάποιοι τη θεωρούν ως απάντηση στην κινεζική υποστήριξη στην Μόσχα. Κάποιοι άλλοι θεώρησαν ότι εμπίπτει στα κανονικά πλαίσια της πολιτικής των ΗΠΑ για την Ταϊβάν.
Σε κάθε περίπτωση, η κίνηση αυτή έχει δρομολογήσει εξελίξεις σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, οι οποίες θα μορφοποιηθούν το επόμενο διάστημα.
Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Η νομιμότητα της επίσκεψης της Νάνσι Πελόζι υπόκειται στις διαφορετικές ερμηνείες σχετικά με το θέμα της «μίας Κίνας». Για τους Κινέζους είναι «η αρχή της μίας Κίνας» και ως εκ τούτου είναι αμετάκλητη και αμετάβλητη. Για τις ΗΠΑ υπάρχει η «πολιτική της μίας Κίνας» ─και όχι η αρχή της μίας Κίνας─, η οποία ως τέτοια παρέχει ευελιξία και λειτουργική ασάφεια στις κινήσεις της Δύσης. Αφορά κυρίως τη «στρατηγική της ασάφειας» που υιοθετείται από την Ουάσιγκτον.
Αν και οι ΗΠΑ αναγνώρισαν τη Λαϊκή Δημοκρατία ως τη μόνη νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας, όσον αφορά τα γεωγραφικά σύνορα, απλώς έλαβαν υπόψη τη «θέση» του Πεκίνου, διατηρώντας ταυτόχρονα την ελευθερία να διατηρούν εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με την Ταϊβάν. Οι ΗΠΑ δεν έλαβαν ποτέ επίσημη θέση για το θέμα της κυριαρχίας της Ταϊβάν και ανέκαθεν δήλωναν ότι εργάζονται για την επίλυση του ζητήματος «ειρηνικά».
Αυτή η απόκλιση, στην πραγματικότητα συμβιβάστηκε με τη σύγκλιση των γεωπολιτικών συμφερόντων τη δεκαετία του ‘70, που βασιζόταν στην κοινή αντιπαλότητα Πεκίνου-Ουάσιγκτον κατά της Μόσχας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, καθώς και των γεωοικονομικών συμφερόντων των δύο χωρών, πάνω στην οποία οικοδομήθηκαν οι μηχανισμοί της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης.
Η έλευση του Σι Τζινπίνγκ στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος αντιπροσώπευε μια αποφασιστική αλλαγή κατεύθυνσης σε αυτή τη διαδικασία. Προκειμένου να επιβάλει ένα νέο διεθνές καθεστώς για την Κίνα, που αντικατοπτρίζει την οικονομική ισχύ της, ο Σι ενεργοποίησε ιδεολογικούς μηχανισμούς, που σταδιακά μετέφρασαν το «κινεζικό θαύμα» ως ένα εσωτερικό επίτευγμα της χώρας. Αυτό οδήγησε σταδιακά σε παράλειψη του ρόλου που έπαιξαν οι αγορές της Δύσης στις κινεζικές επιτυχίες, τροφοδοτώντας εντάσεις με την Ουάσιγκτον και αλλάζοντας τις γεωπολιτικές και γεωοικονομικές ισορροπίες στις οποίες βασίζονταν ο εύθραυστος συμβιβασμός για το θέμα της «μίας Κίνας».
Η νέα στρατηγική του Πεκίνου
Το Πεκίνο έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, ανεξάρτητα από την έκβαση της παρούσας κρίσης της Ταϊβάν, το δικό του εξωτερικό περιβάλλον έχει γίνει πολύ πιο επικίνδυνο. Οι Κινέζοι βλέπουν μια αυξανόμενη ρήξη μεταξύ των δυτικών δημοκρατιών και αυτών που στη Δύση ονομάζουν αυταρχικά(μη φιλελεύθερα) καθεστώτα, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και της Ρωσίας. Το Πεκίνο ανησυχεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτές τις γραμμές αντιπαράθεσης και να δημιουργήσουν οικονομικούς, τεχνολογικούς και στρατιωτικούς συνασπισμούς για να περιορίσουν την Κίνα. Η αντιπαράθεση τεχνοδημοκρατιών και τεχνοαπολυταρχικών καθεστώτων που προωθούν οι ΗΠΑ, προβληματίζει την Κίνα. Το Πεκίνο πιστεύει ότι η Ουάσιγκτον και η Ταϊπέι σκόπιμα κλιμακώνουν τις περιφερειακές εντάσεις, συνδέοντας άμεσα την ουκρανική σύγκρουση με την ασφάλεια της Ταϊβάν. Το Πεκίνο ανησυχεί επίσης ότι η αυξημένη διεθνής υποστήριξη προς την Ταϊβάν θα ανατρέψει τα σχέδια του για «επανένωση».
Ο επαναπροσανατολισμός του Πεκίνου με την έναρξη της ρωσικής επιχείρησης στην Ουκρανία, είναι αισθητός σε αρκετούς τομείς. Μια νέα στρατηγική ιδέα που ονομάζεται Global Security Initiative (GSI) αναπτύχθηκε από την κινεζική ηγεσία. Αυτή η πρωτοβουλία βρίσκεται ακόμη στο αρχικό στάδιο, αλλά είναι ήδη σαφές ότι συνδυάζει διάφορες κατευθύνσεις του αναδυόμενου πολυπολικού μοντέλου της παγκόσμιας τάξης που προωθεί το Πεκίνο.
Αλλά, κάτι άλλο είναι πολύ πιο σημαντικό. Η πρωτοβουλία σηματοδοτεί την προσπάθεια του Σι να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη της διεθνούς κοινότητας στις ΗΠΑ ως εγγυητή της περιφερειακής και παγκόσμιας σταθερότητας και να δημιουργήσει μια πλατφόρμα γύρω από την οποία η Κίνα θα οικοδομήσει και θα ενισχύσει τις δικές της συνεργασίες. Η IGB αντικρούει επίσης, αυτό που το Πεκίνο βλέπει ως ψευδείς αντιλήψεις για την επιθετικότητα και τον αναθεωρητισμό της Κίνας.
Ο Σι παρουσίασε για πρώτη φορά τη GSI σε μια διαδικτυακή ομιλία τον περασμένο Απρίλιο. Προωθώντας το GSI, ο Σι προσπάθησε να αφαιρέσει τον έλεγχο της εικόνας της παγκόσμιας ασφάλειας από τα χέρια των Ηνωμένων Πολιτειών, των Ευρωπαίων συμμάχων τους στην περιοχή του Ινδοειρηνικού και να αποθαρρύνει τις τρίτες χώρες να ενταχθούν σε στρατιωτικά μπλοκ και ομάδες που διευθύνονται από τις ΗΠΑ. Προβάλλοντας μια τέτοια πρωτοβουλία, ο Σι έθεσε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ένα επιχείρημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί από τις ΗΠΑ σε μια συζήτηση σχετικά με την εξωτερική εμφάνιση και το εσωτερικό περιεχόμενο της διεθνούς τάξης, μετά την ουκρανική κρίση. Στον πυρήνα της κινεζικής στρατηγικής βρίσκεται η ιδέα ότι η Κίνα είναι μια δύναμη σταθερότητας και προβλεψιμότητας, ενάντια σε μια ολοένα πιο ασταθή και απρόβλεπτη Αμερική.
Επίσης, το Πεκίνο συνεχίζει να τοποθετείται ως καινοτόμος χώρα και ηγέτης στο παγκόσμιο σύστημα διακυβέρνησης του 21ου αιώνα. Όταν δημοσιοποιήθηκε η GSI, άρχισε να περιλαμβάνεται συνεχώς ως θέμα ημερήσιας διάταξης στις εκθέσεις των διμερών και πολυμερών συναντήσεων της Κίνας με τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Αυτό δείχνει ότι το Πεκίνο πιέζει για διπλωματική προώθηση της νέας του πρωτοβουλίας και για ένταξή της στο λεξιλόγιο της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Η GSI δεν έχει ακόμη ληφθεί υπόψιν στο Τόκιο, την Καμπέρα και τις Βρυξέλλες, αλλά σίγουρα θα συζητηθεί στη Τζακάρτα, στο Ισλαμαμπάντ και στο Μοντεβιδέο, όπου υπάρχει δυσαρέσκεια για τη διεθνή τάξη πραγμάτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.
Ωστόσο, ένα γεγονός παραμένει βέβαιο: η Ταϊβάν έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για την Κίνα από ό,τι για τις ΗΠΑ ή τη Δύση. Στην Κίνα, το ζήτημα της Ταϊβάν βρίσκεται στο επίκεντρο του μαζικού εθνικισμού και εν μέρει, την πολιτική νομιμοποίηση του Σι Τζινπίνγκ πριν από την τρίτη θητεία του. Ο Σι Τζινπίνγκ στοχεύει να παραμείνει στην εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα και θα κάνει τα πάντα για να επιλύσει, όπως υποσχέθηκε, το ζήτημα της Ταϊβάν μέχρι την εκατονταετηρίδα από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας το 2049.
Προς το παρόν, η κινεζική ηγεσία φαίνεται να ευνοεί το λεγόμενο «μοντέλο του Πεκίνου», αυτό δηλαδή που οδήγησε τον κινεζικό στρατό τον Ιανουάριο του 1949 στην ειρηνική απελευθέρωση της πρωτεύουσας, αφού περικύκλωσε τα εθνικιστικά στρατεύματα που είχαν εγκλωβιστεί εκεί. Αυτή η προσέγγιση μεταφράζεται σε μια στρατηγική ευρέος φάσματος, της οποίας οι στρατιωτικές ασκήσεις, όπως αυτές που διεξήχθησαν προσφάτως, αντιπροσωπεύουν μόνο μια εκδοχή, που αναδύθηκε από την αμερικανική εμμονή για τη δημιουργία πρόκλησης, διά της επίσκεψης της Πελόζι.
Οι ΗΠΑ τροφοδοτώντας με προκλητικές κινήσεις τις πατριωτικές/εθνικιστικές ευαισθησίες της κινεζικής κοινής γνώμης, ευνοούν επιταχύνσεις στο στρατιωτικό επίπεδο, που κινδυνεύουν να πολλαπλασιάσουν τις πιθανότητες κλιμάκωσης.
Δεδομένου ότι οι περισσότεροι από τους συμμάχους της Ουάσιγκτον δεν φαίνεται να είναι πρόθυμοι να θυσιαστούν για να υπερασπιστούν την ελευθερία της Ταϊβάν σε περίπτωση εισβολής, ο μόνος αποτρεπτικός παράγοντας που θα μπορούσε να επιβραδύνει την επιτυχία του «μοντέλου του Πεκίνου» είναι ο συνδυασμός παραγόντων, οικονομικών και πολιτικών, πριν από τον στρατιωτικό, με στόχο να διακυβεύσει την αξιοπιστία του κινεζικού πολιτικού συστήματος στα μάτια των διεθνών επενδυτών, αποδυναμώνοντας έτσι την ικανότητα της κινεζικής ηγεσίας να εφαρμόσει τη στρατηγική της.
Η επίσκεψη Πελόζι
Η Νάνσι Πελόζι είχε προγραμματίσει να πάει στην Ταϊπέι τον Απρίλιο, αλλά το ταξίδι αναβλήθηκε για τον Αύγουστο για λόγους πανδημίας. Η επιλογή του χρόνου είναι αναμφισβήτητα εσκεμμένη, καθώς την τοποθέτησε μέσα στο πλαίσιο των εορτασμών της 95ης επετείου από την ίδρυση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού και ακριβώς τις ημέρες που η κινεζική ηγεσία συναντήθηκε στη θερινή σύνοδο κορυφής στη Μπέινταϊχε, για να καθορίσει την πολιτική ισορροπία που θα επισημοποιηθεί στο 20ο Συνέδριο του Κόμματος, που αναμένεται μεταξύ Οκτωβρίου και Νοεμβρίου. Επιπλέον, σε μια εποχή που υπάρχει αλλαγή των νομισματικών πολιτικών στις Ηνωμένες Πολιτείες, που θα επηρεάσουν την οικονομία της Κίνας.
Στο πλαίσιο αυτό, η επίσκεψη της Πελόζι, δεν θα μπορούσε να μην ερμηνευτεί ως προσπάθεια της αμερικανικής κυβέρνησης να προωθήσει την ερμηνεία της «πολιτικής μιας Κίνας» σε βάρος του Πεκίνου.
Αν και θεμιτή, με βάση τη λογική της Ουάσιγκτον, η πολιτική ευκαιρία της επίσκεψης θα έπρεπε να είχε αντιμετωπιστεί με μεγαλύτερο ρεαλισμό, όπως δήλωναν οι αντίθετες φωνές του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου. Όμως, στο τεταμένο αμερικανικό προεκλογικό κλίμα ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου, φαίνεται ότι η επιφυλακτικότητα στην εξωτερική πολιτική, μεταφράζεται πολύ εύκολα σε αδυναμία, που για τον Λευκό Οίκο θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν οι Ρεπουμπλικάνοι. Αυτή τη στιγμή και τα δύο κόμματα, συμπορεύονται σε μια κοινή στάση αντιπαλότητας με την Κίνα και πλειοδοτούν σε ρητορική.
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, πολλοί υποστήριζαν ότι η Κίνα δεν αποτελούσε μεγάλη απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες και ότι η απειλή της εισβολής της στην Ταϊβάν ήταν ασήμαντη ή πολύ μελλοντική. Ορισμένοι πολιτικοί και αναλυτές εξακολουθούν να έχουν αυτές τις απόψεις. Αλλά η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επανειλημμένα καταστήσει σαφές ότι αυτό δεν ισχύει.
Αντίθετα, η Ουάσιγκτον θεωρεί τα τελευταία χρόνια την Κίνα ως τη μεγαλύτερη πρόκληση για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Επιπλέον, πολλοί πολιτικοί στην Ουάσιγκτον επιμένουν όλο και περισσότερο, ότι ο κινεζικός στρατός είναι σχεδόν ισοδύναμος με τον αμερικανικό. Όπως επισημαίνουν αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης και στρατιωτικοί ηγέτες, ο Κινεζικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός βρίσκεται στη μέση ενός ιστορικού μετασχηματισμού που περιλαμβάνει μια δραματική αύξηση των πυρηνικών όπλων, την ταχεία ανάπτυξη κρίσιμης στρατιωτικής τεχνολογίας που ξεπερνά την καινοτομία των ΗΠΑ σε βασικούς τομείς και την κατασκευή του μεγαλύτερου στόλου στον κόσμο. Συνολικά, οι επίσημες εκτιμήσεις και οι εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων είναι σαφείς, εδώ και αρκετά χρόνια, ότι το στρατιωτικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ έναντι της Κίνας έχει μειωθεί σημαντικά και ότι η Κίνα συνεχίζει την στρατιωτική της μεγέθυνση.
Είναι προφανές ότι οι στρατιωτικές ασκήσεις που ξεκίνησε το Πεκίνο ως «απάντηση» στην επίσκεψη της Πελόζι είχαν προετοιμαστεί εκ των προτέρων, όπως και το κείμενο της λεγόμενης «Λευκής Βίβλου» για την Ταϊβάν που δημοσιεύτηκε στις 10 Αυγούστου 2022 από την κινεζική κυβέρνηση. Συγκρίνοντάς το κείμενο της Λευκής Βίβλου με τα δύο προηγούμενα κείμενα του 1993 και του 2000, εμφανίζεται μια ουσιαστική διαφορά. Εάν στα δύο πρώτα κείμενα αναφέρονταν ότι το Πεκίνο δεν θα «έστελνε στρατεύματα ή διοικητικό προσωπικό στην Ταϊβάν» σε περίπτωση επανένωσης ─μια ρήτρα που αποσκοπούσε να καθησυχάσει την Ταϊβάν για τη διατήρηση της αυτονομίας της ως ειδικής διοικητικής περιοχής της Κίνας─ στην τελευταία έκδοση αυτό το απόσπασμα απουσιάζει.
Η ειρηνική επίλυση του ζητήματος χάνει σταδιακά έδαφος προς όφελος των στρατιωτικών επιλογών, και σε αυτό το σενάριο η υπόθεση διατήρησης της αυτονομίας της Ταϊβάν μετά από επανένωση ─σύμφωνα με την αρχή «μία χώρα, δύο συστήματα» ─ φαίνεται να μειώνεται προς όφελος μιας περισσότερο «αφομοιωτικής» προσέγγισης, όπως πρότεινε πρόσφατα ο Λου Σάι, ο Κινέζος πρεσβευτής στο Παρίσι, ο οποίος μίλησε για την απαραίτητη «επανεκπαίδευση» του πληθυσμού της Ταϊβάν μετά την επανένωση. Μια επιλογή, ήδη αναμενόμενη, μετά από όσα συνέβησαν τους τελευταίους μήνες στο Χονγκ Κονγκ.
Σε αυτό το γεωπολιτικό πλαίσιο, πρέπει να προστεθεί και μια γεωοικονομική συνιστώσα. Αφορά το ρόλο της Ταϊβάν για τον έλεγχο της αγοράς μικροεπεξεργαστών επόμενης γενιάς, θεμελιώδους σημασίας για τις διαδικασίες βιομηχανικού και στρατιωτικού εκσυγχρονισμού, καθώς και τη στρατηγική της θέση δίπλα σε μερικές από τις σημαντικότερες οδούς εμπορίου και εφοδιασμού ενέργειας στον κόσμο.
Προσομοιώσεις
Σε γεωπολιτικό επίπεδο, ο έλεγχος της Ταϊβάν θα επέτρεπε στην Κίνα να παρακάμψει την επονομαζόμενη «πρώτη νησιωτική αλυσίδα» και να αποκτήσει μεγαλύτερη στρατηγική προβολή προς τον Ινδικό Ειρηνικό. Παράλληλα, θα αφαιρούσε από τις ΗΠΑ την πολύτιμη βάση συλλογής πληροφοριών στο εσωτερικό της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, ενώ θα στερούσε από την Ουάσιγκτον και τη στρατηγική θέση του νησιού, στην επιχείρηση περιορισμού της Κίνας από τις ΗΠΑ.
Στο Πεκίνο, όλες οι υποθέσεις βρέθηκαν στο τραπέζι. Περιμένοντας να ξεκινήσουν οι «ασκήσεις» γύρω από την Ταϊβάν, δυτικοί αναλυτές μελέτησαν πιθανά σενάρια. Μεταξύ των άλλων υποθέσεων που εξετάστηκαν, περιλαμβάνονταν η στρατιωτική κατάληψη μέρους των χωρικών υδάτων ή η εκτόξευση βλημάτων στο εσωτερικό τους μέχρι και ο θαλάσσιος ή αεροπορικός αποκλεισμός του νησιού. Δεν παραλήφθηκε η κατάληψη των περιφερειακών νησιών της Ταϊβάν όπως το Pratas, το Kinmen ή το Penghu.
Ειδικότερα, στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (CSIS) στην Ουάσιγκτον, διεξήχθησαν μια σειρά από «πολεμικά παίγνια», αρθρωμένες και πολύπλοκες στρατηγικές προσομοιώσεις, για να δοκιμαστεί η ικανότητα των ΗΠΑ και της Ταϊβάν να αμυνθούν έναντι μιας πιθανής Κινεζικής εισβολής στο νησί. Διάφορα υποσενάρια εξετάστηκαν, αποδεικνύοντας πόσο καταστροφική θα μπορούσε να είναι μια σύγκρουση για το νησί, με αφάνταστη ζημιά για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
Το «πολεμικό παίγνιο» του CSIS σχεδιάστηκε για να είναι παρόμοιο με τα συστήματα που χρησιμοποιεί το Πεντάγωνο για τη διεξαγωγή των προσομοιώσεών του. Το υποθετικό σενάριο πολέμου προϋποθέτει ότι η Κίνα αποφασίζει να επιτεθεί στην Ταϊβάν και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες υιοθετούν την προαναφερθείσα «στρατηγικής ασάφειας» για την άμυνα του νησιού, αποφασίζουν να επέμβουν. Το παίγνιο δεν περιλάμβανε την χρήση πυρηνικών όπλων. Η φανταστική σύγκρουση τοποθετήθηκε το 2026 και κάθε πλευρά περιορίστηκε στις στρατιωτικές δυνατότητες που διαθέτουν στην πραγματικότητα, οι διάφορες χώρες.
Για το CSIS, το συμπέρασμα είναι ότι «οι ΗΠΑ και η Ταϊβάν μπορούν να κάνουν μια επιτυχημένη, ως έναν βαθμό, υπεράσπιση του νησιού. Ωστόσο, το κόστος θα ήταν μεγάλο, με την οικονομία της Ταϊβάν ουσιαστικά να καταστρέφεται και τον αμερικανικό στρατό να επηρεάζεται εξαιρετικά από τη σύγκρουση και να αναγκάζεται σε μια ανασυγκρότηση που θα μπορούσε να πάρει χρόνια και να έχει αντίκτυπο στην παγκόσμια ισχύ των ΗΠΑ. Αλλά και για την Κίνα το τίμημα θα ήταν μεγάλο, αφού η επιτυχία της εισβολής δεν είναι καθόλου προφανής, δεδομένων των μεγάλων δυσκολιών που ενδέχεται να προκύψουν.
Στην πραγματικότητα, εξελίξεις αυτού του τύπου συνιστούν ήττα για τις ΗΠΑ, που θα πρέπει είτε να συμβιβαστούν, είτε να κλιμακώσουν τη σύγκρουση σε επόμενο επίπεδο, δηλαδή σε αυτό της χρήσης πυρηνικών.
Τα ευρήματα αυτά έχουν σημασία γιατί καταρρίπτουν την «στρατηγική της άρνησης» (strategy of denial) που είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στα γεράκια της Ουάσιγκτον. Αυτό σημαίνει ότι η επιλογή της ηγεσίας των ΗΠΑ θα πρέπει να είναι μια «στρατηγική της αποτροπής» και όχι μια «στρατηγική της άρνησης». Ωστόσο, όλες οι στρατηγικές της αποτροπής, δεν είναι ίδιες, ούτε μπορεί να είναι εξίσου αποδεκτές.
Μια αποτροπή απέναντι στην Κίνα που αποδέχεται την κυριαρχία της Κίνας στην παγκόσμια παραγωγή υψηλής τεχνολογίας και την αντίστοιχη άνοδό της ως κυρίαρχη οικονομική και μελλοντικά, στρατιωτική δύναμη, θα συνιστούσε μια παράδοση των ΗΠΑ σε αργή κίνηση. Θα σήμαινε το τέλος των φιλοδοξιών της Ουάσιγκτον και μια παρακμή βρετανικού τύπου, σε στρατηγική ασημαντότητα. Μια τέτοια λογική είναι αδύνατον να γίνει αποδεκτή από την άρχουσα τάξη των ΗΠΑ.
Αλλά μια αποτροπή που καταγράφει τις αδυναμίες των ΗΠΑ και κερδίζει χρόνο για να ξαναχτίσουν το τεχνολογικό και στρατιωτικό πλεονέκτημα τους, είναι μια άλλη επιλογή που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τις ηγετικές ελίτ. Αυτό όμως δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Ούτε και ότι η λογική των πιο επιθετικών κύκλων, δεν θα επιλεγεί, στο τέλος.
Το νομικό οπλοστάσιο των ΗΠΑ
Από την πλευρά της Ουάσιγκτον, αξιολογούνται μια σειρά από απαντήσεις και εργαλεία που θα χρησιμοποιηθούν στην περίπτωση της Ταϊβάν.
Οι περισσότεροι αναλυτές αποκλείουν το σενάριο μιας άμεσης στρατιωτικής εισβολής, αλλά ο παράγοντας του απρόβλεπτου παραμένει στο τραπέζι. Όπως και οι αμφιβολίες για πιθανή στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ για την υπεράσπιση του συμμάχου. Πριν από μια ανοιχτή αντιπαράθεση ─πιθανή πυροδότηση ενός παγκοσμίου πολέμου─ υπάρχει μια κλιμάκωση, που αποτελείται από στρατιωτικούς ελιγμούς, οικονομικές κυρώσεις και απειλές.
Ο Λευκός Οίκος είναι έτοιμος να απαντήσει σε προκλήσεις ή αντίποινα από την Κίνα, βασιζόμενος στη «Συμφωνία Αμοιβαίας Άμυνας ΗΠΑ-Ταϊβάν» της δεκαετίας του 1950
Ο κατάλογος των πρόσφατων διαταγμάτων και των πράξεων που υπέγραψε ο πρόεδρος Μπάιντεν και συνιστούν τη βάση υποστήριξης των ΗΠΑ προς την Ταϊβάν έχει μεγαλώσει. Κάθε ένα μέτρο περιλαμβάνει μια σημαντική δαπάνη χρημάτων.
Δύο δις δολάρια ετησίως για την «Taiwan deterrence act», τρία δισεκατομμύρια για την, «Arm Taiwan act». Επιπλέον, είναι ήδη ενεργή η «Taiwan invasion prevention act» η οποία σε περίπτωση κινεζικής απόβασης στο νησί δίνει στον πρόεδρο την εξουσιοδότηση για χρήση βίας. Υπάρχει επίσης, η «Taiwan partnership act» για την ενίσχυση των δεσμών του ναυτικού της Ταϊβάν με την Εθνική Φρουρά των ΗΠΑ. Η «Taiwan representative office act» συμβάλλει στο να δοθεί στην αντιπροσωπεία της Ταϊβάν στην Ουάσιγκτον το όνομα «πρεσβεία», μια κίνηση που σίγουρα θα μπορούσε θεωρηθεί προσβολή από την κινεζική ηγεσία. Η «Taiwan Peace through Strength Act παρεμβαίνει στην αποστολή όπλων στην Ταϊβάν με μια απλοποιημένη διαδικασία, ανάλογη με αυτή που ισχύει για την υποστήριξη της Ουκρανίας.
Εκτός από τον Λευκό Οίκο, πώς θα αντιδράσει το Κογκρέσο; Και εδώ τα εργαλεία δεν λείπουν. Ο νόμος για την αποτροπή της κομμουνιστικής κινεζικής επίθεσης κατά της Ταϊβάν μέσω των οικονομικών κυρώσεων (The Deterring Communist Chinese Aggression Against Taiwan Through Financial Sanctions Act) ανταποκρίνεται σε έναν ναυτικό αποκλεισμό από τη πλευρά της Κίνας, με μια χιονοστιβάδα κυρώσεων. Μπροστά σε μια αδιευκρίνιστη «εχθρική» ενέργεια, ωστόσο, το Κογκρέσο είναι έτοιμο να ενεργοποιήσει και την «Taiwan policy act» που εισήχθη στα μέσα Ιουλίου και προβλέπει τη χορήγηση 4,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε στρατιωτική βοήθεια στην Ταϊπέι, τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Η αντίδραση σε περίπτωση πραγματικής εισβολής είναι σκληρότερη. Το διάταγμα STAND (Sanctions Targeting Aggressors of Neighboring Democracies ), που προβλέπει μεγάλες κυρώσεις κατά του Κομμουνιστικού Κόμματος και των κινεζικών εταιρειών στις ΗΠΑ, θα τεθεί σε εφαρμογή.
Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Το αμυντικό σχέδιο της Ταϊβάν και οι ΗΠΑ
Δεν γνωρίζουμε αν η Κίνα θα περιοριστεί μόνο στη διεξαγωγή των πρόσφατων στρατιωτικών ασκήσεων, γύρω από τα ύδατα της Ταϊβάν και κάθε πότε θα τις επαναλαμβάνει. Μεταξύ των επιλέξιμων επιλογών του Πεκίνου, που θα κλιμακώσουν την ένταση, υπάρχει πάντα και ο πιθανός οικονομικός αποκλεισμός της Ταϊπέι, παρεμπόδιση άφιξης και αποστολής εμπορευμάτων από τα κύρια λιμάνια του νησιού, ακόμη και η αιφνιδιαστική εισβολή.
Είναι αλήθεια ότι η κινεζική «απειλή» επικρέμεται πάνω από την Ταϊβάν εδώ και 70 χρόνια, αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι η «απειλή» δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερη από αυτήν την περίοδο. Σε περίπτωση πολέμου, είναι θεμιτό να αναρωτηθεί κάποιος εάν η Ταϊπέι είναι πραγματικά ικανή να αμυνθεί. Οι Αμερικανοί και οι Ταϊβανέζοι στρατιωτικοί έχουν επιλέξει να υιοθετήσουν ενόψει μιας πιθανής κινεζικής επίθεσης την «στρατηγική ενός ασύμμετρου πολέμου».
Η επιλογή του ασύμμετρου πολέμου ή, όπως ο Λι Χσι Μινγκ, τότε αρχηγός του στρατού της Ταϊβάν, την αποκάλεσε όταν εισήγαγε τη στρατηγική το 2017, «Global Defense Concept», είναι σχεδόν υποχρεωτική για την Ταϊβάν. Η βασική υπόθεση είναι ότι η Ταϊβάν και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Επομένως, η Ταϊπέι πρέπει να υιοθετήσει ελαφρύτερους, αλλά αποτελεσματικούς τρόπους, για να απωθήσει έναν πολύ ισχυρότερο εχθρό.
Αντί να αγοράζει ακριβό συμβατικό εξοπλισμό, όπως άρματα μάχης και υποβρύχια, τα οποία είναι δύσκολο να κρυφτούν και εύκολα να χτυπηθούν, προτιμά να επικεντρωθεί σε ευκίνητα όπλα, όπως οι πύραυλοι παράκτιας άμυνας, οι θαλάσσιες νάρκες, οι φορητοί πύραυλοι Javelin και Stinger, που έχουν χρησιμοποιηθεί στην Ουκρανία και άλλα παρεμφερή οπλικά συστήματα.
Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε αν τα ταϊβανέζικα οπλικά συστήματα θα είναι αρκετά για να αποτρέψουν το Πεκίνο. Το βέβαιο είναι ότι η στρατηγική της Ταϊβάν που έχει υιοθετηθεί συνίσταται στο να κλείνεται σαν σκαντζόχοιρος, να κάνει το κόστος μιας υποθετικής εισβολής τόσο υψηλό ώστε να την αποθαρρύνει και, στο μεταξύ, να περιμένει βοήθεια από έξω. Αλλά αυτή η βοήθεια από έξω, με βάση την «στρατηγική ασάφειας» των ΗΠΑ, αποτελεί ένα ερωτηματικό. Επομένως, όλη αυτή η στρατηγική της Ταϊπέι, δεν είναι πολύ ευσταθής.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ του 2021 για την κινεζική στρατιωτική απειλή, η Κίνα θα μπορούσε να επιχειρήσει έναν αεροπορικό και ναυτικό αποκλεισμό της Ταϊβάν για να εξαναγκάσει την παράδοσή της, πιθανότατα συνοδευόμενη από την κατάληψη των υπεράκτιων νησιών της και πιθανές πυραυλικές επιθέσεις σε βασικούς στρατιωτικούς στόχους της, όπως εγκαταστάσεις αντιπλοϊκών πυραύλων και πυραύλων εδάφους-αέρος. Οποιαδήποτε απόπειρα των ΗΠΑ να σπάσουν τον κινεζικό αποκλεισμό, θα οδηγούσε σε κλιμάκωση, που πιθανότατα θα είχε ως αποτέλεσμα η Κίνα να στραφεί εναντίον αμερικανικών πλοίων και αεροσκαφών, οδηγώντας είτε σε τοπικό πόλεμο, είτε στο ξέσπασμα του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η Κίνα θα ισχυριζόταν ότι δεν αποκλείει την Ταϊβάν, αλλά μάλλον επιβάλλει καραντίνα στη δική της κυρίαρχη επικράτεια, στον βαθμό που η Ταϊβάν δεν αναγνωρίζεται από τον ΟΗΕ ως κυρίαρχο κράτος, η οποία δεν θεωρείται πράξη πολέμου σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, μειώνοντας περαιτέρω τις πιθανότητες άμεσης στρατιωτικής απάντησης των ΗΠΑ.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση, ένας τέτοιος κινεζικός αεροπορικός και ναυτικός αποκλεισμός πιθανότατα θα ακολουθούσε μαζικές επιθέσεις στον κυβερνοχώρο εναντίον ζωτικής σημασίας υποδομής της Ταϊβάν που θα είχαν προηγηθεί, συμπεριλαμβανομένης μιας προσπάθειας εμπλοκής ή απενεργοποίησης των συστημάτων επικοινωνίας τους για να διακοπεί η πρόσβασή τους στον έξω κόσμο. Οι Κινέζοι ηγέτες ενδέχεται να αρνηθούν την ευθύνη για εκτεταμένες αποτυχίες του ηλεκτρικού δικτύου, του διαδικτύου και των επικοινωνιών στην Ταϊβάν, κατηγορώντας ίσως κάποιους μη κρατικούς χάκερ. Μια πρόσφατη σειρά τέτοιων αστοχιών στην Ταϊβάν θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν μια δοκιμαστική πορεία για μια προγραμματισμένη κινεζική επίθεση στον κυβερνοχώρο, δεδομένου ότι, ακριβώς όπως το ηλεκτρικό δίκτυο της Αμερικής, το ηλεκτρικό δίκτυο της Ταϊβάν χρησιμοποιεί δεκάδες μεγάλους κινεζικούς μετασχηματιστές που πιθανώς έχουν το κατάλληλο software που επιτρέπει στην Κίνα για να τους απενεργοποιήσει ή να παρέχει ψευδείς ενδείξεις, που μπορεί να προκαλέσουν εκτεταμένες διακοπές ρεύματος χωρίς να είναι δυνατός ο εντοπισμός ξένων παρεμβολών. Μια τέτοια κυβερνοεπίθεση θα μπορούσε να αδρανοποιήσει το σύστημα Διοίκησης, Ελέγχου και Επικοινωνιών (C3) της Ταϊβάν και να απενεργοποιήσει τους δορυφόρους GPS, καθιστώντας το ανίκανο να συντονίσει την άμυνα του νησιού. Επιπλέον, θα μπορούσε να απονεκρώσει τις αντλίες αερίου, με αποτέλεσμα τα στρατιωτικά οχήματα, τα αεροσκάφη και τα πολεμικά πλοία να ξεμείνουν γρήγορα από καύσιμα μαζί με τα αυτοκίνητα, τα φορτηγά και τα τρένα του πολιτικού τομέα, παραλύοντας το σύστημα διανομής τροφίμων της Ταϊβάν. Θα απενεργοποιούσε επίσης τα συστήματα τρεχούμενου νερού και καθαρισμού του νερού της Ταϊβάν ενώ θα καταργούσε τις υπηρεσίες επείγουσας ιατρικής και πυροσβεστικής επέμβασης, καθώς και επιβολής του νόμου, με αποτέλεσμα την κατάρρευση του νόμου και της τάξης. Αυτές οι επεμβάσεις μπορεί να αναγκάσουν την Ταϊβάν να συνθηκολογήσει με την Κίνα, σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Από όλες τις διαθέσιμες επιλογές της Κίνας για να ανακτήσει τον έλεγχο της Ταϊβάν και τα γύρω νησιά της, η σχεδιαζόμενη στρατηγική αποκλεισμού της θα είναι αυτή με τον μικρότερο κίνδυνο. Σύμφωνα με τα πρόσφατα απομνημονεύματα του πρώην συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας Τζον Μπόλτον, κατά τη διάρκεια συνάντησης στον Λευκό Οίκο, ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι η Ταϊβάν είναι ουσιαστικά ανυπεράσπιστη λόγω του γεγονότος ότι απέχει μόλις 81 μίλια από τη Κίνα αλλά 8.000 μίλια από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον, δεδομένου του κυρίαρχου συμφέροντος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ για την αποτροπή ενός πυρηνικού πολέμου με τη Κίνα, οι κίνδυνοι στρατιωτικής επέμβασης των ΗΠΑ όσον αφορά μια πιθανή κινεζική πυρηνική κλιμάκωση μπορεί να υπερτερούν του εθνικού συμφέροντος των ΗΠΑ, στην προσπάθεια υπεράσπισης της Ταϊβάν από την κινεζική επιθετικότητα.
Εάν η Ταϊβάν πειστεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα έσπαγαν τον κινεζικό αεροπορικό και ναυτικό αποκλεισμό για να την ανεφοδιάσουν με ανθρωπιστική και στρατιωτική βοήθεια, είναι πιθανό να συμβιβαστεί γρήγορα με το Πεκίνο σε μια συμφωνία επανένωσης στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στο ρόλο μεσολαβητή. Μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε να συγκροτηθεί με βάση το μοντέλο «μία χώρα-δύο συστήματα» που πρότεινε ο Τενγκ Σιαοπίνγκ το 1979, αποτρέποντας ένα πιθανό πυρηνικό ολοκαύτωμα. Και παρά την απόκτηση της προηγμένης βιομηχανίας ημιαγωγών της Ταϊβάν από την Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν πιθανώς να ζήσουν σε έναν κόσμο στον οποίο η Ταϊβάν θα είναι μέρος της Κίνας, αλλά ολόκληρο το αμερικανικό σύστημα στρατιωτικής συμμαχίας του Ινδοειρηνικού θα παρέμενε ανέπαφο.
Οι ασκήσεις της Κίνας
Προφανώς, οι πραγματικές μαχητικές και επιθετικές συνέπειες των τρεχουσών στρατιωτικών ασκήσεων είναι πολύ ισχυρότερες από ό,τι το 1996. Το 1996, ο στρατός της Κίνας είχε πέντε περιοχές ασκήσεων, αλλά ο βορράς και ο νότος της Ταϊβάν ήταν οι περιοχές προσγείωσης πυραύλων και μόνο οι παράκτιες περιοχές ήταν οι περιοχές αμφίβιων ασκήσεων. Προφανώς, ο χώρος άσκησης ήταν πιο κοντά στη στεριά και η άσκηση δεν ήταν τόσο το πώς θα φτάσουν οι Κινέζοι στο νησί, όσο το πώς θα φτάσουν στη θάλασσα.
Στις πρόσφατες ασκήσεις, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι δύο περιοχές στη βόρεια γραμμή πλησιάζουν την Ταϊπέι και την Keelung, η αριστερή περιοχή δείχνει απευθείας στην Ταϊπέι, η οποία μπορεί να ονομαστεί κατεύθυνση της Ταϊπέι, και η δεξιά περιοχή υποστηρίζει την κατεύθυνση του Ryukyu, η οποία μπορεί να ονομαστεί κατεύθυνση του Yilan. η αριστερή περιοχή της νότιας γραμμής είναι κοντά στο Kaohsiung, το οποίο μπορεί να ονομαστεί η κατεύθυνση του Kaohsiung. Η δεξιά περιοχή προστατεύει το στενό Bashi, εμποδίζοντας την κατεύθυνση του Γκουάμ και της Θάλασσας της Νότιας Κίνας, που μπορεί να ονομαστεί κατεύθυνση του καναλιού Bashi. η ανατολική γραμμή δείχνει στο Hualien, Taitung, και απομονώνει την ανατολική ακτή της Ταϊβάν, η οποία μπορεί να ονομαστεί κατεύθυνση του Ειρηνικού. Η «μεσαία γραμμή του στενού», που πλησιάζει το Hsinchu και το Taichung, μπορεί να ονομαστεί η κατεύθυνση του Hsinchu. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε άμεση απόβαση και η υποχώρηση μπορεί να εμποδίσει τις δυνάμεις της Ταϊβάν, από θάλασσα και αέρα.
Υπάρχει όμως μια προϊστορία των ασκήσεων και της αμερικανικής παρέμβασης στο στενό της Ταϊβάν. Αυτή η προϊστορία καταγράφει την αλλαγή του συσχετισμού ισχύος στην περιοχή.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος της Κορέας, ο Χάρυ Τρούμαν, τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, διέταξε απευθείας τον Έβδομο Στόλο να τοποθετηθεί στη «μέση γραμμή του Στενού της Ταϊβάν». Ο λόγος που δόθηκε τότε ήταν να αποτραπούν οι δύο πλευρές του Στενού να επιτεθούν η μία στην άλλη.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ενίσχυσε τη ναυτική της δύναμη. Ειδικά μετά τη νίκη σε δύο ναυμαχίες το 1965. Το ναυτικό της Ταϊβάν εγκατέλειψε τη στρατηγική της ενεργητικής επίθεσης και αποκλεισμού των λιμανιών, αλλά παρόλα αυτά απέκλεισε τα στενά της Ταϊβάν.
Το 1966, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας αποφάσισε να ανοίξει μια διαδρομή βορρά-νότου. Στις 25 Απριλίου 1968, ένα κινεζικό πλοίο αναχώρησε από το Zhanjiang, έκανε τον περίπλου των Φιλιππίνων, πολύ μακριά από την Ταϊβάν, και έφτασε στο Qingdao στις 8 Μαΐου. Ο έλεγχος της θάλασσας και του αέρα στα στενά της Ταϊβάν ήταν εξ ολοκλήρου στα χέρια της Ταϊπέι.
Το 1974, κατά τη διάρκεια της μάχης της Xisha, πολεμικά πλοία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας διέσχισαν για πρώτη φορά τα στενά της Ταϊβάν. Τα εμπορικά πλοία δεν τα διέσχισαν με επιτυχία μέχρι το 1979.
Τον Μάιο του 1979, η Κίνα ενέκρινε το παρθενικό ταξίδι του πλοίου Meishan στο στενό της Ταϊβάν. Το πλοίο Meishan ήταν εξοπλισμένο με στρατιωτικά ραδιόφωνα, αντιαεροπορικά πολυβόλα, βαριά πολυβόλα και άλλα όπλα και εξοπλισμό, και πραγματοποίησε στρατιωτική εκπαίδευση για το πλήρωμα. Στις 27 Μαΐου, το πλοίο Meishan απέπλευσε από το λιμάνι Guangzhou Huangpu. Στις 29 έφτασε στα νερά νότια του Kinmen. Μετά τα ξημερώματα, το πλοίο Meishan άρχισε να διασχίζει το μεσαίο τμήμα του στενού της Ταϊβάν και διέσχισε τα νερά του νησιού Matsu. Το ταξίδι ήταν συνολικά 168 ναυτικά μίλια και διήρκεσε 11 ώρες. Κατά τη διάρκεια της περιόδου, η πολεμική αεροπορία της Ταϊβάν έστειλε ένα αεροπλάνο και το ναυτικό, έστειλε δύο πολεμικά πλοία, αλλά δεν υπήρξε καμία στρατιωτική απάντηση στο πλοίο Meishan. Τριάντα χρόνια μετά την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, πολιτικά πλοία από την ηπειρωτική Κίνα πέρασαν για πρώτη φορά από το στενό της Ταϊβάν.
Μόλις το 1992 η Ταϊβάν κατάργησε τα «Μέτρα Έκτακτης Ανάγκης» που επέτρεπαν την κατάληψη πλοίων της ηπειρωτικής Κίνας.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης στα Στενά της Ταϊβάν του 1995-96, όταν το αμερικανικό αεροπλανοφόρο USS Nimitz εισήλθε στα στενά της Ταϊβάν τον Δεκέμβριο 1995, θεωρήθηκε στο Πεκίνο, ως εθνική ταπείνωση. Στην πραγματικότητα, κατά τη διάρκεια της κρίσης στα στενά της Ταϊβάν το 1995-96, η Κίνα έκανε επίσης, ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Πριν από την κρίση του 1995, η γραμμή στρατιωτικής αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών απείχε 15 ναυτικά μίλια από την ηπειρωτική ακτογραμμή. Τότε η σιωπηρή συμφωνία των δύο πλευρών ήταν «δεν πας στη θάλασσα, δεν πάω στη στεριά». Όταν τα στρατιωτικά αεροπλάνα της Κίνας βγήκαν στη θάλασσα, θεωρήθηκαν ως προβοκάτσια από την Ταϊβάν. Η κρίση στα στενά της Ταϊβάν το 1995 έσπασε αυτή τη γραμμή αντιπαράθεσης και τα στρατιωτικά αεροσκάφη του Πεκίνου άρχισαν να πλησιάζουν την κεντρική γραμμή του στενού. Το 1998 ξεκίνησαν τακτικές περιπολίες στην ηπειρωτική πλευρά της κεντρικής γραμμής του στενού.
Πριν από το 1996, ο έλεγχος της θάλασσας και του αέρα στο στενό ήταν στα χέρια της Ταϊβάν. Μετά το 1996, η κατάσταση μοιράστηκε μεταξύ Πεκίνου και Ταϊπέι..
Στη συνέχεια, οι στρατιωτικοί συσχετισμοί ανατράπηκαν ραγδαία. Το 2019, κινεζικό στρατιωτικό αεροσκάφος, άρχισε να διασχίζει τη μεσαία γραμμή του στενού, χωρίς να υπάρχουν αντιδράσεις. Στην κρίση του 1996, όταν η γραμμή αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών υποχώρησε από την ηπειρωτική ακτή στην κεντρική γραμμή του στενού, ο στρατός της Ταϊβάν αντιτάχθηκε σθεναρά. Θεώρησε ότι αυτή η υποχώρηση θα συντομεύσει τον χρόνο στρατιωτικής απόκρισης της Ταϊβάν και θα αυξήσει σημαντικά τη δυσκολία άμυνας. Στην παρούσα φάση, οι κινεζικές ασκήσεις ξεπέρασαν τη μεσαία γραμμή του στενού της Ταϊβάν και περικύκλωσαν το νησί.
Κατά μία έννοια, αυτή η αλλαγή είναι η μεγαλύτερη αλλαγή στο στρατιωτικό πεδίο και στις δύο πλευρές του Στενού της Ταϊβάν από το 1996. Και αν η αντίδραση της Ταϊπέι κάμφθηκε, παραμένει ανοικτό το πως θα απαντήσουν, σε συμβολικό επίπεδο, οι ΗΠΑ. Θα επαναλάβουν την αποστολή αεροπλανοφόρου στο στενό της Ταϊβάν, όπως έκαναν στη κρίση του 1995-96; Η τελευταία φορά που ένα αμερικανικό αεροπλανοφόρο, το USS Kitty Hawk, διέσχισε το στενό της Ταϊβάν ήταν το 2007.
Στις 8 Αυγούστου 2022, ο Κόλιν Καλ ο αναπληρωτής υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ για Υποθέσεις Πολιτικής, περιέγραψε τα αντίμετρα της Κίνας ως ένα είδος σαλαμοποίησης, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ «δεν θα πέσουν στην παγίδα». Είπε ότι η αμερικανική πλευρά αναμένει ότι το Πεκίνο δεν θα αναλάβει στρατιωτική δράση κατά της Ταϊβάν τα επόμενα δύο χρόνια. Ταυτόχρονα, είπε επίσης ότι ο στρατός των ΗΠΑ θα περάσει από τα στενά της Ταϊβάν τις επόμενες εβδομάδες.
Αν αυτό ισχύσει, τότε θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η απάντηση της Κίνας. Το όλο θέμα έχει περισσότερο έναν συμβολικό, παρά ουσιαστικό χαρακτήρα. Το γεγονός ότι η ισορροπία δυνάμεων στο στενό της Ταϊβάν έχει αλλάξει, δεν πρόκειται να επηρεαστεί από την εμφάνιση ή όχι ενός αμερικανικού αεροπλανοφόρου.
Στρατιωτικές αποφάσεις: Ουκρανία και Ταϊβάν
Με βάση τη θεωρία, υπάρχουν αρκετά βασικά σημεία που επηρεάζουν τη λήψη στρατιωτικών αποφάσεων όπως, «η αντίληψη του αναπόφευκτου του πολέμου», «η αστάθεια της στρατιωτικής ισορροπίας», «η αντιληπτή στρατιωτική υπεροχή», «οι υπάρχουσες στρατιωτικές επιλογές» και «η αποστροφή στον ίδιο τον πόλεμο».
Εξετάζοντας τα γεγονότα στην Ουκρανία και τη ρωσική εισβολή μπορούμε να αξιολογήσουμε τη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ρωσικής πλευράς, με βάση τα προαναφερθέντα σημεία.
Πρώτα από όλα, η προκλητική συμπεριφορά των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ που είχαν υπερβεί προ πολλού, την κόκκινη γραμμή έχει χαράξει η Ρωσία, έκαναν τη Μόσχα να έχει ένα ισχυρό προαίσθημα ότι ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος.
Δεύτερον, η Ρωσία δεν έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τη στρατιωτική ισορροπία με τη Δύση, βραχυπρόθεσμα. Εκτίμησε όμως ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί την αστάθειά της.
Τρίτον, η Ρωσία έκρινε ότι έχει απόλυτο στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι της Ουκρανίας, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι της Ρωσίας στο ναυτικό και στην αεροπορία. Υπάρχουν όμως περιορισμοί στη χρήση αυτών των στρατιωτικών πλεονεκτημάτων από τις ΗΠΑ, στο έδαφος της Ουκρανίας. Επομένως, γενικά, η Ρωσία έχει πλεονέκτημα στο μέτωπο της Ουκρανίας.
Τέταρτον, η αντίληψη της Ρωσίας για τις δικές της στρατιωτικές επιλογές είναι ότι είναι δυνατό να λυθεί το πρόβλημα της Ουκρανίας μέσω μιας βραχυπρόθεσμης, ή μεσοπρόθεσμης στρατιωτικής επιχείρησης. Οι στρατιωτικές επιλογές των ΗΠΑ, ήταν εμφανές ότι δεν περιλαμβάνουν την αποστολή στρατευμάτων απευθείας στην Ουκρανία για να πολεμήσουν, ούτε περιλαμβάνουν μεγάλης κλίμακας βοήθεια στην Ουκρανία για να αλλάξει η ισορροπία Ρωσίας και Ουκρανίας. Τα στρατιωτικά, πληθυσμιακά και οικονομικά πλεονεκτήματα της Ρωσίας δεν θα μπορούσαν να ανατραπούν από τη δυτική βοήθεια.
Πέμπτο, λόγω της εκτίμησής της για τη διεθνή οικονομική και πολιτική κατάσταση, η Ρωσία πιστεύει ότι είναι δυνατό να διεξαχθεί πόλεμος και μπορεί να αποκομίσει στρατηγικά οφέλη από αυτόν, επομένως δεν υπάρχει ισχυρή αποστροφή στον πόλεμο.
Μπορεί να ειπωθεί ότι μεταξύ των πέντε σημείων, ο μόνος παράγοντας που θα μπορούσε να ωθήσει το Κρεμλίνο να κρίνει ότι ο πόλεμος δεν θα είναι αποδοτικός για τη Ρωσία, είναι μόνο το στρατιωτικό πλεονέκτημα των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά αυτό το πλεονέκτημα ─κυρίως ναυτικό και αεροπορικό─ μπορεί να αποδυναμωθεί στο μέτωπο της Ουκρανίας. Κρίνοντας από την εξέλιξη του θέματος, πρέπει να πούμε ότι δεν υπάρχει μεγάλη απόκλιση σε αυτή την κρίση.
Ως αποτέλεσμα, η Ρωσία πήρε τελικά την απόφαση να αναλάβει στρατιωτικούς κινδύνους και ήταν πρόθυμη να ρισκάρει.
Στη συνέχεια, μπορούμε να αξιολογήσουμε την τρέχουσα διαδικασία κρίσης των ΗΠΑ για το ζήτημα της Κίνας σε σχέση με τα στενά της Ταϊβάν.
Πρώτον, οι ΗΠΑ πιστεύουν ότι η Κίνα δεν θα αναλάβει στρατιωτική δράση κατά της Ταϊβάν βραχυπρόθεσμα, αλλά μακροπρόθεσμα, επομένως οι συγκρούσεις δεν μπορεί να αποφευχθούν σε βάθος χρόνου. Από την άλλη, το Πεκίνο θεωρεί ότι θα πρέπει να τελειώσει με την επανένωση της Ταϊβάν, μέχρι το 2049.
Δεύτερον, στο θέμα των αλλαγών στη στρατιωτική ισορροπία. Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να διαθέτουν μια γενική στρατιωτική υπεροχή, αλλά η Κίνα έχει πλέον αποκτήσει σχετικό πλεονέκτημα έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών στα στενά της Ταϊβάν και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση, βραχυπρόθεσμα. Αλλά οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα έναντι της Κίνας στο θέμα των πυρηνικών όπλων. Όμως μακροπρόθεσμα, αυτό το τρέχον πυρηνικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ αναμένεται να μειωθεί, στον βαθμό που το Πεκίνο εξοπλίζεται μαζικά. Στην εξίσωση μπαίνει και ο παράγοντας των υπερηχητικών πυραύλων του Πεκίνου, οι οποίοι δεν έχουν δοκιμαστεί σε πραγματικές συνθήκες πολέμου, αλλά αποτελούν ένα όπλο που λείπει από το αμερικανικό οπλοστάσιο. Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν αλλαγές στη στρατιωτική ισορροπία την τελευταία 20ετία υπέρ της Κίνας και η Ουάσιγκτον τις υπολογίζει σοβαρά.
Τρίτον, η αντιληπτή στρατιωτική υπεροχή. Οι πολιτικοί των ΗΠΑ και ορισμένοι φορείς λήψης αποφάσεων πιστεύουν ότι έχουν στρατιωτική υπεροχή έναντι της Κίνας. Οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ και ορισμένοι στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ που έχουν σχετικά βαθιά κατανόηση των στρατιωτικών ζητημάτων, αντιλαμβάνονται τη σχετική τοπική στρατιωτική υπεροχή της Κίνας στην Ταιβάν. Αντίθετα, από την προσωπική οπτική γωνία του Τζο Μπάιντεν, της Νάνσι Πελόζι και άλλων, υπάρχει η εντύπωση ότι ο στρατός των ΗΠΑ έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα.
Τέταρτον, οι στρατιωτικές επιλογές που αναγνωρίζονται από την πλευρά των ΗΠΑ. Η αμερικανική πλευρά θεωρούσε ότι οι στρατιωτικές επιλογές της Κίνας δεν περιλαμβάνουν την κατάρριψη του αεροπλάνου της Πελόζι, όπως και ότι δεν περιλαμβάνουν επίθεση πλήρους κλίμακας στην Ταϊβάν. Πιο πιθανές επιλογές θα είναι ο ναυτικός και αεροπορικός αποκλεισμός, οι υπερπτήσεις πάνω από το νησί της Ταϊβάν ή η κατάρριψη στρατιωτικού αεροσκάφους της Ταϊβάν, ή η κατάληψη του Penghu, του Kinmen, ή κάποιων από τα μικρότερα νησιά.
Πέμπτο, ο εμπορικός πόλεμος Κίνας-ΗΠΑ και οι κυρώσεις των ΗΠΑ στη Ρωσία είναι επωφελείς για τις ΗΠΑ ─αλλά όχι για την Ευρώπη─ από μια ορισμένη σκοπιά. Ως εκ τούτου, αν και οι ΗΠΑ είναι απολύτως απρόθυμες να πολεμήσουν έναν πόλεμο που δεν έχουν τη βεβαιότητα ότι θα κερδίσουν, βασίζονται στην πιθανότητα οι στρατιωτικές επιλογές της Κίνας να είναι «καμία απάντηση» ή ότι η Κίνα «έχει μόνο μια μικρή απάντηση» που είναι διαχειρίσιμη. Με βάση την παραπάνω λογική, οι ΗΠΑ δεν έχουν αρκετή αποστροφή στον πόλεμο.
Τελικά, φαίνεται από τις πρόσφατες εξελίξεις, ότι οι ΗΠΑ ήταν πρόθυμες να πάρουν ρίσκα.
Το ερώτημα είναι εάν οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να εμπλακούν σε κρίσεις. Κρίνοντας από τις προηγούμενες κρίσεις, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα και την επιθυμία να εμπλακούν σε κρίσεις, αλλά μόνο με την προϋπόθεση ότι αν μια σύγκρουση με έναν αντίπαλο δεν είναι πολύ επικίνδυνη και το αποτέλεσμα είναι βέβαιο ότι δεν θα είναι δυσμενές για τις ΗΠΑ. Εάν οι ΗΠΑ έχουν μια αβέβαιη οπτική για αυτό το ζήτημα, όπως είναι η περίπτωση του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας, τότε η στάση τους είναι διαφορετική. Ως εκ τούτου, το πρόβλημα μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών είναι ότι η κινεζική πλευρά θέλει να πάρει την πρωτοβουλία διαχείρισης, υπολογίζοντας ότι θα υπάρξουν ευνοϊκότερες συγκυρίες.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης της Ταιβάν, η αμερικανική δομή λήψης πολιτικών αποφάσεων βρέθηκε εκτός ισορροπίας ─ ο Λευκός Οίκος, το Πεντάγωνο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ διαφώνησαν στις παραμέτρους του ταξιδιού της Νάνσι Πελόζι. Αν δεν υπάρξουν νέες εξελίξεις, η αμερικανική πολιτική λήψης αποφάσεων κινείται ήδη σε επικίνδυνη κατεύθυνση. Παράλληλα, μεσολαβούν και οι εκλογές του Νοεμβρίου, που μπορεί να αλλάξουν το πολιτικό τοπίο στις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, ένας πιθανός αποφασιστικός παράγοντας, είναι το πόση στρατιωτική πίεση μπορεί να ασκήσει η Κίνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην περιοχή της Ταιβάν, το επόμενο διάστημα.