iporta.gr

Η κλοπή του αιώνα και η µούσα του Πικάσο, του Νίκου Βασιλειάδη

Νίκος Βασιλειάδης

Στα 1936 στον επάνω όροφο του παριζιάνικου καφέ Magots Café Les Deux, ένα από τα πιο γνωστά στέκια καλλιτεχνών στην περιοχή του Saint-Germain-des-Prés, η νέα και πολλά υποσχόμενη φωτογράφος, μέλος της παρέας των υπερρεαλιστών και ερωμένη του Georges Bataille, 29χρονη Ντόρα Μάαρ, συναντά τον 54χρονο τότε Πάμπλο Πικάσο που τρέχει να ξεφύγει από έναν γάμο που τον κάνει να ασφυκτιά εξαιτίας της ανυπόφορης ζήλιας της χορεύτριας γυναίκας του Olga Khoklova.

Έχει ήδη ξεκινήσει η παράλληλη σχέση του με τη Marie-Therese Walter και έχει μόλις αποκτήσει μαζί της μια κόρη, τη Maya.

Η διπλή προσωπική του ζωή εκτός από περίπλοκη έχει γίνει ανυπόφορη. Έχει εδώ και καιρό σταματήσει να ζωγραφίζει και τριγυρνά δίχως σκοπό στα καφέ του Saint-Germain-des-Prés.
Η γνωριμία τους ήταν αναπόφευκτη, καθώς την προσοχή του ζωγράφου τράβηξε αμέσως η πανέμορφη Ντόρα, η οποία εκείνη την ώρα συμμετείχε σε ένα παιχνίδι τόλμης αποκαλούμενο «μαχαίρια στο τραπέζι» καρφώνοντας ένα μικρό μαχαίρι ανάμεσα στα δάκτυλα της ανοιχτής της παλάμης.

Τη σκηνή περιγράφει εντελώς κινηματογραφικά ο συγγραφέας Jean-Paul Crespelle: «Το νεανικό σοβαρό πρόσωπό της φωτιζόταν από τα ανοικτά μπλε μάτια της, που έμοιαζαν ακόμη πιο ωχρά λόγω των έντονων φρυδιών της. Ένα ευαίσθητο πρόσωπο, με το φως και τη σκιά να εναλλάσσονται πάνω του. Κάρφωνε ένα μικρό μυτερό στιλέτο ανάμεσα στα δάχτυλά της, στο ξύλο του τραπεζιού. Μερικές φορές αστοχούσε και εμφανιζόταν μια σταγόνα αίματος ανάμεσα στα τριαντάφυλλα που ήταν κεντημένα στα μαύρα γάντια της…».

Ο Πικάσο, τρομοκρατημένος, προσπάθησε να την αποτρέψει από τον αυτοτραυματισμό.
Εκείνη αιμόφυρτη έβαλε τα γάντια της και του συστήθηκε. Η στιγμή ήταν τόσο έντονη που μετά τον χωρισμό τους -ύστερα από εννέα χρόνια- εκείνη άφησε στο ράφι του γραφείου του τα ματωμένα γάντια της ως ενθύμιο της θυελλώδους σχέσης τους.

Η Ντόρα γίνεται η διέξοδος στα αδιέξοδα που αναζητούσε μανιωδώς ο ζωγράφος και γρήγορα γίνεται μία από τις διασημότερες μούσες του.

Ο Πικάσο ξεκινά να ζωγραφίζει την Guernica και η Ντόρα φωτογραφίζει όλα τα στάδια της δημιουργίας της. Γίνεται η σύντροφος, η μούσα και η έμπνευσή του!
Γίνεται το μοντέλο του για πολλά από τα διάσημα έργα του, όπως Η Ντόρα Μάαρ και ο μινώταυρος», «Η Ντόρα Μάαρ με πράσινα νύχια», «Πορτρέτο της Ντόρας με στεφάνι από λουλούδια», «Η Ντόρα με ψάθινο καπέλο», το «Γυναικείο κεφάλι» και άλλα. O Picasso ζει μια από της πιο δημιουργικές περιόδους του.

Ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος έρχεται να ανατρέψει την κανονικότητα και τα γερμανικά στρατεύματα εισβάλλουν στη Γαλλία. Ο Πικάσο και η Μάαρ καταφεύγουν στη Royan, όπου παραμένουν μέχρι το τέλος του πολέμου. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, τίποτε δεν θυμίζει την πόλη που άφησαν. Τους υποδέχεται μια πόλη ερειπωμένη και θλιβερή.

Παρ’ όλα αυτά η Μάαρ γίνεται περιζήτητο μοντέλο ανάμεσα στους καλλιτέχνες της εποχής και βρίσκεται σε μια από τις καλύτερες περιόδους της ζωής της. ∆εν συμβαίνει, όμως, το ίδιο και με τη σχέση τους και το 1945 έρχεται η ρήξη. Ο Πικάσο είχε ήδη βρει την αντικαταστάτριά της, σε μια έκθεση ζωγραφικής της Μάαρ, τη νεαρή Françoise Gilot. Ο χωρισμός τους τη βυθίζει σε κατάθλιψη, από την οποία δεν ξεφεύγει ποτέ.

Η κλοπή

Τα ξημερώματα της 9ης Ιανουαρίου του 2012 ο πίνακας κάνει «φτερά» από την Εθνική Πινακοθήκη μαζί με το έργο «Μύλος» (1905) από την πρώτη περίοδο του Ολλανδού Πιετ Μοντριάν και ένα σχέδιο σε χαρτί θρησκευτικής απεικόνισης των αρχών του 17ου αιώνα που αποδίδεται στον Ιταλό Γκουλιέλμο Κάτσια (Μονκάλβο).

Στη διάρκεια της κλοπής ενεργοποιήθηκε ο ανιχνευτής κίνησης στον χώρο των περιοδικών εκθέσεων, στον οποίο έσπευσε αμέσως ο φύλακας της Πινακοθήκης, εντοπίζοντας έναν δράστη τον οποίο καταδίωξε. Αμέσως μετά ειδοποιήθηκε και η Άμεσος ∆ράση. Φεύγοντας ο δράστης εγκατέλειψε στον χώρο έναν επίσης σημαντικό πίνακα του Ολλανδού ζωγράφου Μοντριάν, ενώ λίγο αργότερα στο σημείο της κλοπής κατασχέθηκε ένα κοπίδι που χρησιμοποίησε ο δράστης ή ένας από τους δράστες για να αφαιρέσει τους πίνακες από τα τελάρα τους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχαν δοθεί από την Αστυνομία τότε η ληστεία έγινε από δύο διαρρήκτες οι οποίοι εισέβαλαν στην Πινακοθήκη αποσπώντας την προσοχή του φρουρού ενεργοποιώντας ταυτόχρονα άλλους συναγερμούς.

Ο ένας από αυτούς με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του με full face σκούφο, κατάφερε να μπει στο εσωτερικό της Πινακοθήκης παραβιάζοντας τζάμι στο ισόγειο του κτιρίου.
Οι κινήσεις του είχαν καταγραφεί από τις κάμερες ασφαλείας της Πινακοθήκης. Προχώρησε από τα σκαλιά που οδηγούν στο υπόγειο και με το κοπίδι αφαίρεσε από τα κάδρα τα έργα τέχνης. Κάτι που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι κατά την εξέταση της κλειδαριάς της μπαλκονόπορτας, απ’ όπου μπήκε ο δράστης, προέκυψε ότι δεν είχε υποστεί παραβίαση! Σε εκείνο το μπαλκόνι βρέθηκαν πέντε πελματικά αποτυπώματα από τα οποία όμως δεν προέκυψε κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να βοηθήσει στις έρευνες, ενώ από το σημείο της εισβολής ελήφθησαν συνολικά 12 δείγματα DNA. Η σάρωση των κινητών τηλεφώνων στην περιοχή δεν «έδωσε» περαιτέρω στοιχεία στην υπόθεση και η τηλεφωνική παρακολούθηση υπόπτων για την κλοπή δεν κατάφερε να φέρει ένα οποιοδήποτε αποτέλεσμα.

Σενάρια και φήμες

Σύμφωνα με το τμήμα ∆ίωξης Αρχαιοκαπηλίας της Ασφάλειας Αττικής και την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών που ανέλαβαν να εξιχνιάσουν την υπόθεση, οι έρευνες στράφηκαν στην κατεύθυνση των ιδιωτικών συλλογών κυρίως προς εξωτερικό και κυρίως σε συλλέκτες που διέμεναν στην Ελβετία και τη Σερβία, οι οποίες όμως στην πορεία αποδείχτηκαν άκαρπες.

Μία ακόμα φήμη που εξέταζε το τμήμα ∆ίωξης της Αρχαιοκαπηλίας ήθελε έναν υπάλληλο πρατηρίου βενζίνης στα νότια προάστια να δηλώνει ότι άκουσε συμπτωματικά πως δράστες ήταν μια ομάδα τεσσάρων – πέντε Σέρβων.

Σύμφωνα μάλιστα με την ίδια εκδοχή, η ίδια μυστηριώδης συμμορία σχετιζόταν με προηγούμενες κλοπές μουσείων στην Αίγυπτο.

Τελικά όμως και αυτή η πληροφορία διαπιστώθηκε ότι ήταν αποκύημα φαντασίας.

Εκτιμήσεις

Αυτή είναι συνοπτικά η ιστορία του κλεμμένου από την Εθνική Πινακοθήκη πίνακα του διάσημου ζωγράφου, ενός πίνακα που έπειτα από εννέα ολόκληρα χρόνια κατά έναν παράξενο τρόπο επιστρέφει στους χώρους της με πολλά αναπάντητα ερωτήματα.
Όταν διαπιστωθεί -μετά από έγκυρη και ενδελεχή πραγματογνωμοσύνη και εκτίμηση- ότι τόσο αυτός όσο και ο δεύτερος πίνακας του Μοντριάν που βρέθηκαν πεταμένοι σε εκείνο το ρέμα του Πόρτο Ράφτη που τους είχε κρύψει ο 49χρονος ελαιοχρωματιστής, ο οποίος ομολογεί πως είναι ο φιλότεχνος Έλληνας «Αρσέν Λουπέν», είναι όντως οι αυθεντικοί και όχι κάποια πολύ καλά δημιουργημένα αντίγραφα και πάρουν πάλι τη θέση τους στους τοίχους της ανακαινισμένης Εθνικής Πινακοθήκης, η Ελληνική Αστυνομία θα έχει όλο τον χρόνο να ξεδιπλώσει τις λεπτομέρειες της περίεργης αυτής κλοπής που μέχρι σήμερα παρουσιάζει πολλά κενά και πολλές αντιφάσεις.

Του αξίζει μετά τη μακρόχρονη περιπέτειά του να αναδειχθεί σε πολύτιμο κειμήλιο αναγνώρισης των θυσιών των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, κάτι που προφανώς διέφυγε από τους άνδρες της Ελληνικής Αστυνομίας όταν ο πίνακας τοποθετημένος πρόχειρα σε ένα ράφι πήρε την «τούμπα» του στο πάτωμα της Ασφάλειας, προκαλώντας τη φρίκη των απανταχού φιλότεχνων και ειδημόνων για την προχειρότητα και ελαφρότητα που αντιμετωπίστηκε ένα ανεκτίμητο έργο τέχνης.

Γιατί «Το τελευταίο πράγμα που θέλεις να κάνεις με έναν πίνακα του Πάμπλο Πικάσο είναι να σου πέσει. Ιδιαίτερα ένας που ανακτήθηκε έπειτα από εννέα χρόνια», όπως ήταν το καυστικό σχόλιο του BBC για το συμβάν.

Το δώρο προς τον ελληνικό λαό

Το 1942, ο Roger Milliex, που βρισκόταν από το 1936 στην Ελλάδα ως καθηγητής της Γαλλικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών παντρεμένος με την Ελληνίδα Τατιάνα Γκρίτση -μετέπειτα συγγραφέα και δημοσιογράφο-, βοηθός τότε του διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα Octave Merlier, διαφεύγει μαζί με τη σύζυγό του στη Νότια Γαλλία, ενώ οι ναζί είχαν καταλάβει την Ελλάδα.

Εκεί, πήρε την πρωτοβουλία να κάνει μια δωρεά στον ελληνικό λαό ως τιμητική προσφορά για τη γενναία αντίστασή του κατά τη ναζιστική κατοχή.

Θα συγκεντρώσει αρχικά κείμενα που υπέγραψαν μεταξύ άλλων οι Paul Eluard, Paul Claudel, Le Corbusier και Jean-Paul Sartre στα οποία εκφράζουν τον θαυμασμό τους για την Ελλάδα και τις θυσίες της προς τον σκοπό της ελευθερίας.

Στη συνέχεια, θα προσθέσει και έργα τέχνης από διάσημους καλλιτέχνες όπως οι Henri Matisse, Pablo Picasso, Francis Picabia, Pierre Bonnard, για να τα προσφέρει στην Εθνική Πινακοθήκη.

Ο πίνακας «Κεφάλι γυναίκας» του Πικάσο συμπεριλαμβανόταν μέσα σε αυτό το κληροδότημα προς τον ελληνικό λαό φέροντας στο πίσω μέρος του μια χειρόγραφη αφιέρωση του ζωγράφου: «Για τον ελληνικό λαό, φόρος τιμής από τον Πικάσο».