Εξερευνώντας το εντός μου
Κανονικά Χριστίνα, εσένα δεν θα ‘πρεπε να σου μιλάω καθόλου. Όχι για τίποτα άλλο, αλλά γιατί αποφάσισες να πας στον ποταμό να πλύνεις τα ρούχα σου μονάχη. Καλά βρε αλλοπαρμένη, δεν φοβήθηκες τα νεραϊδικά που κυκλοφορούν στο καταμεσήμερο κι έχουν γίνει ο φόβος κι ο τρόμος της περιοχής; Όχι, μου απάντησες, έγιναν φίλοι μου τα στροβιλίσματα του αέρα που περνούν ανάμεσα από τα πλατανόφυλλα, τι κι αν εσύ τα λες ξελογιάστρες και καρδιοκλέφτες. Να μη σε νοιάζει. Το ακούς ; Έκανα μόκο ! Κατέβασα το κεφάλι, χαμήλωσα τα μάτια και κλειδαμπαρώθηκα στο σπίτι προσπαθώντας – τουλάχιστον –να βάλω σε τάξη σημειώσεις από το περσινό καλοκαίρι, διηγήματα, νουβέλες και θεατρικά. Λίγα που ήσαν περατωμένα πρόλαβε και τα πήρε η ομάδα των ‘’ τρελών ‘’ μου φίλων και τα έπαιξε στο θέατρο για ένα μήνα περίπου. Όσον αφορά στα υπόλοιπα, τα έκανα προς το παρόν στρωματσάδα και γέρνω πάνω τους τα βράδια.
Κάποια στιγμή το ξανασκέφτηκα. Είναι κρίμα, είπα, τόσα γραπτά δημοσιευμένα και αδημοσίευτα με ιδρώτα κι αλμύρα ποτισμένα να πάνε στράφι , τι κι αν η Χριστίνα πια δεν θα τα διαβάζει. Οι δρόμοι μας χώρισαν πλέον τι κι αν την σκέφτομαι ότι τώρα θα έχει τελειώσει το πλύσιμο και θα ‘χει απλωμένα τα ρούχα της πάνω στις φυλλωσιές του κισσού και της πικροδάφνης για να στεγνώσουν. Επέλεξε, από ο,τι έμαθα, για μόνιμη κατοικία της εκείνο το ερειπωμένο σπίτι πλάι στον ποταμό που το χειμώνα το δέρνουν τα κύματα και το καλοκαίρι λούζει ήσυχα τα πόδια της στα καθάρια νερά του.
Στρώνομαι ξανά στη γραφή και το διάβασμα. Και όσο προχωρώ στην ανάγνωση νοιώθω πάντα μέσα μου την ίδια πεθυμιά . Ανεξήγητη, ακαταμάχητη και εμμονική. Ξεφυλλίζω τα βιβλία αργά κι αρχίζω να πέφτω πάνω σε παλιούς γνωστούς από την Μεσσηνία των μικρών μου δύσκολων χρόνων, την Ελευθερούπολη όπου όλες σχεδόν τις εποχές έχει ομίχλη, τις Διαβιβάσεις στρατού – μια ζωή στο ‘’ παρουσιάστε ‘’ – και σε μια εταιρία τυποποιημένων προ’ι’όντων χαμηλής διατροφικής αξίας. Τόσα όσα για να υπάρχουν για τις απαιτήσεις της αφήγησης και της πλοκής , και όχι των δικών μου.
Ο καθρέφτης απέναντι μου είναι σκεπασμένος με ένα μαύρο σατέν ύφασμα . Λέω να σηκωθώ, να το πετάξω μακριά και ν’ αρχίζω να κοιτάζω το είδωλο μου από όλες τις γωνίες. Από την κορυφή ως τα νύχια, με την ελπίδα να σιγουρευτώ ότι αυτό που με επιμονή απαιτούσα με λέξεις να πραγματώσω, υπάρχει όντως μπροστά μου, έστω και μισό ρημαδιό.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr