iporta.gr

Ενθαρρύνια στα Καλύβια [εικόνες], του Κωστή Α.Μακρή

Υπάρχουν πολλά Ενθαρρύνια στα Καλύβια

Η διαδρομή ήταν προσχεδιασμένη.

Αττική Οδός, Λεωφόρος Μεσογείων, Λεωφόρος Λαυρίου και σε κάποιο σημείο δεξιά για Καλύβια και στη Λεωφόρο Σουνίου 22.

Εκεί είναι το 1ο Δημοτικό Σχολείο Καλυβίων.

Η επίσκεψή μου ήταν κανονισμένη για τις 11 π.μ.

Ξεκίνησα μια ώρα νωρίτερα.

Μαζί με εμένα είχε μπει κι ένα σμάρι Αποθαρρύνια στο αυτοκίνητο κι άρχισαν να μου την πέφτουν.
«Ξέρεις τι πας να κάνεις;» λέει ένα.

«Ξέρω. Θα μιλήσω για την Εβίτα που νίκησε τα Αποθαρρύνια και για τον Πιοζ Νάμε και τις πέντε γάτες» απάντησα ψύχραιμα.

«Θα αρχίσεις πάλι τις φιλοσοφίες σου και τα παιδιά θα βαριούνται» λέει ένα άλλο Αποθαρρύνι.

«Δεν θα λέω φιλοσοφίες. Θα απαντάω στις ερωτήσεις των παιδιών όσο πιο απλά μπορώ» είπα ευγενικά, ενώ από μέσα μου φούντωνε ο θυμός για τα Αποθαρρύνια μου που ξέρουν πώς να με χτυπάνε αλύπητα.

«Χα χα! Εσύ θα μιλάς απλά; Που ξεκινάς από το τι καιρό κάνει σήμερα και καταλήγεις στη Γαλλική Επανάσταση;» είπε ένα τρίτο Αποθαρρύνι.

«Τα παιδιά γουστάρουν παιχνίδια κι εσύ ούτε κρυφτό δεν μπορείς να παίξεις» λέει ένα άλλο Αποθαρρύνι.
«Δεν βγάζετε τον σκασμό;» λέω εγώ.

Έχω θυμώσει αλλά πρέπει να προσέχω και στον δρόμο.

Όσο να ’ναι, στην Αττική Οδό δεν μπορείς να πηγαίνεις σαν σκαντζόχοιρος ή σαν χελώνα.

Μετά από κάμποση ώρα φτάνω στο 22 της Λεωφόρου Σουνίου.

«Όμορφο σχολείο!» λέω μέσα μου.

Μου θυμίζει κάτι εικόνες σχολείων στα αναγνωστικά μου. Πεύκα γύρω, κι άλλα δέντρα, καθαρά σπίτια, ωραίοι δρόμοι. Νεοκλασική η όψη του σχολείου, με αέτωμα.
Η είσοδος είναι από τον πλαϊνό δρόμο.

Με υποδέχεται η διευθύντρια, κυρία Σέντη Χανιαδάκη.
Πάμε στο γραφείο της.
«Έναν καφέ θα πάρετε;»
Ναι! Τον ήθελα έναν καφέ!

Η κυρία Κατερίνα, αυτοκράτειρα του σχολικού κυλικείου, μού φέρνει έναν ελληνικό καφέ, διπλό. Από τους πιο ωραίους ελληνικούς καφέδες που έχω πιεί εδώ και πολύ καιρό. Μερακλίδικος! Φτερνάτος!
Τη λέξη αυτή ―«φτερνάτος»― μου την εξήγησε αργότερα η ίδια η κυρία Κατερίνα. «Ο καλός καφές πρέπει να είναι φτερνάτος». Που σημαίνει ότι την ώρα που τον πίνεις, η απόλαυση να φτάνει μέχρι τις φτέρνες! Πόσο δίκιο έχει.

Στο μεταξύ, η κυρία Χανιαδάκη με ενημερώνει για το πρόγραμμα.
Πρώτα θα πάμε στην αίθουσα εκδηλώσεων όπου τα παιδιά της Γ’ και Δ’ Τάξης έχουν ετοιμάσει δραματοποιήσεις μερικών σελίδων από την «Εβίτα που νίκησε τα Αποθαρρύνια». Μετά θα πάμε στις πιο μεγάλες τάξεις ―Ε’ και Στ΄― για να συζητήσουμε με τα παιδιά για τον «Πιοζ Νάμε και τις πέντε γάτες».

«Έχουν πολλές ερωτήσεις» με προετοίμασε.
Εγώ να θέλω να φύγω. Είναι γαντζωμένα στους ώμους μου κάτι απαίσια Αποθαρρύνια και μου λένε διάφορες αηδίες.

«Το άκουσες αυτό; Τα παιδιά έχουν πολλές ερωτήσεις. Κι εσύ δεν έχεις απαντήσεις. Θα τα μπερδέψεις τα παιδιά. Πάλι με ερωτήσεις θα απαντάς…».

Είναι άθλια αυτά τα Αποθαρρύνια. Ξέρουν όλα τα αδύνατα σημεία μου.
Εκείνη τη στιγμή πλησιάζει στην ανοιχτή πόρτα του γραφείου της Διευθύντριας ένα παιδί. Βλέπω έναν Τομ Σόγιερ στο πρόσωπό του.
Λένε μερικά λόγια με τη Διευθύντρια, μας συστήνει εκείνη. Σταμάτη τον λένε. Λέμε λίγα πράγματα με τον Σταμάτη, δίνουμε και τα χέρια. Τον ρωτάω αν έχει διαβάσει τον Τομ Σόγιερ. Ακουστά τον έχει, αλλά όχι… δεν τον έχει διαβάσει.

Πάμε στη μεγάλη αίθουσα.
Είναι φίσκα. Παιδιά, δασκάλες, μερικοί γονείς, μαμάδες κυρίως.
Μιλάνε όλοι μαζί. Φασαρία, σουρσίματα καρεκλών. Έχω τρακ.
Ανεβαίνω στο υπερυψωμένο πάλκο. Ζητάω από την κυρία Εύα Λιούμη, δασκάλα, να καθίσει δίπλα μου σε μια έδρα που είναι εκεί.

Δεν μπορώ να είμαι μόνος μου σε μια έδρα. Δεν είμαι δάσκαλος.
Με συμπονάει και κάθεται μαζί μου.

Πιο δίπλα, η κυρία Νόρα Γεωργάρα, άλλη δασκάλα, με ενθαρρύνει με το βλέμμα.
Αρχίζουν τα παιδιά να ζωντανεύουν σελίδες από την «Εβίτα που νίκησε τα Αποθαρρύνια».

Τα δικά μου Αποθαρρύνια έχουν βγάλει τον σκασμό και γύρω μου φτερουγίζουν ο Πανταμπορής, ο Αχ-Τικαλά και μερικά Καντοξανά.

Αρχίζω να χαίρομαι, με μια χαρά κλεισμένη σε κονσέρβα που δεν την ανοίγω ακόμα, παρόλη την πείνα μου.
Βλέπω τα παιδιά που με κοιτάζουν και δεν χρειάζεται προσπάθεια να χαμογελάω συνέχεια γιατί όλο αυτό είναι τόσο… Τόσο τι; Χαρούμενο; Δυνατό; Ενθαρρυντικό; Ελπιδοφόρο; Όλα αυτά μαζί.

Γίνονται ερωτήσεις, δίνω απαντήσεις που τις φτιάχνω εκείνη την ώρα γιατί κανένα παιδί δεν αγάπησε ποτέ το προκατασκευασμένο. Θυμάμαι το παιδί που ήμαουνα… Λέω και πολλά «δεν ξέρω». Είναι τόσο λίγα αυτά που ξέρω… Κι όταν σε ρωτάνε παιδιά… Πώς μπορείς να παραστήσεις τον ξερόλα χωρίς να γίνεις ―μέσα σου― ρεζίλι των 101 σκυλιών της Σωκρατικής Άγνοιας; Εκείνο το πολύτιμο «εν οίδα ότι ουδέν οίδα»… Δεν λέω κάτι τέτοιο γιατί θ’ αρχίσουν πάλι να με κοροϊδεύουν τα Αποθαρρύνια μου.

Μεταξύ άλλων, τα παιδιά μου προσφέρουν ένα βιβλίο με ροζ εξώφυλλο και μέσα κείμενα και εικόνες που έχουν φτιάξει κάποια παιδιά, με αφορμή το βιβλίο που διάβασαν και που, από καιρό, μόνο το όνομά μου έχει επάνω του αλλά πια δεν μου ανήκει.

Το ξεφυλλίζω και παθαίνω ένα στριφογυριστό χαροποιό σοκ, σαν να έχω πετύχει πενταπλό τόλουπ και οχταπλό άξελ, εγώ που ούτε παγοπέδιλα φόρεσα ποτέ μου ούτε πατινάζ ξέρω να κάνω.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ξεκινάμε για άλλες τάξεις, για άλλα πελάγη παιδιών, για άλλα σμήνη φτερωτών Πανταμπορήδων και Αχ-Τικαλά.
Τοπία με μεγάλα μάτια, δάση με γόνιμες απορίες, θάλασσες από προσδοκίες, λιβάδια από τεράστια μπουμπουκιασμένα «θέλω».
«Τι κάνω εγώ εδώ;» την ερώτηση αυτή ελπίζω να την απαντήσω πριν πάψω να μπορώ να σκέφτομαι. Ή λίγο μετά… Δεν έχει και τόση σημασία.

Εκείνη την ώρα όμως υπάρχουν ερωτήσεις.

Γιατί ρωτάνε τα παιδιά;

Ίσως για να ακούνε την ίδια τους τη φωνή και το ερώτημά τους δεν είναι τόσο το συγκεκριμένο ερώτημα της στιγμής αλλά ένα κουτί που έχει μέσα του τα ζωτικά ερωτήματα: «Μας αγαπάτε;», «Μας νοιάζεστε;», «Θα κάνετε ό,τι περνάει από το χέρι σας για να ζήσουμε σ’ έναν καλύτερο κόσμο;», «Θα μας δώσετε κανένα παράδειγμα ζωής που να αξίζει τον κόπο;».
Θέλω να απαντήσω ναι σε όλα αλλά απαντάω σε άλλες ερωτήσεις.
«Θέλατε από μικρός να γράφετε;»
Όχι, πουλάκι μου.

Να παίζω ήθελα. Να μαθαίνω ήθελα, χωρίς να με ζορίζουν όμως. Να σκαρφαλώνω στα δέντρα ήθελα. Να γελάω ήθελα και να χοροπηδάω και να κολυμπάω στη θάλασσα τα καλοκαίρια, και να παίζω μπάλα, να κάνω ποδήλατο και άλλα τέτοια. Να με αγαπάνε και να αγαπάω ήθελα, παρόλο που το να αγαπάω το έμαθα μεγαλώνοντας. Ίσως επειδή με αγαπούσαν εκείνοι που έπρεπε, όταν έπρεπε.  Και μετά, μου άρεσε να διαβάζω…
Και τώρα…

Τώρα θέλω ζω και να γράφω. Μου αρέσει να γράφω και να ζω.

Έρχεται η ώρα να φύγω.
Στην επιστροφή έχουν θρονιαστεί στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου οι τρεις Μεγάλες Μπορούσες.

Ο Λευκόγκριζος Ελέφαντας, ο Πράσινος Πρίγκιπας Βάτραχος και η Συμπαθητική Αρκούδα. Δεν μου μιλάνε. Τα λένε μεταξύ τους.
«Είδατε που μπορούσε;» λέει η Συμπαθητική Αρκούδα στους άλλους δυο.

«Ε, βοήθησε κι ο φτερνάτος καφές…» λέει ο Λευκόγκριζος Ελέφαντας.
«Και τα παιδιά και οι δασκάλες και οι γονείς και όλοι! Είχε πολλές βοήθειες…» λέει ο Πράσινος Πρίγκιπας Βάτραχος.

Ο Πανταμπορής μαζί με τον Αχ-Τικαλά φτερουγίζουν μπροστά στο καπό και κάποια στιγμή μπαίνουν μέσα από το ανοιχτό παράθυρο. Ο Αχ-Τικαλά, φωνάζει το όνομά του.

«Σας ευχαριστώ όλους!» τους λέω.

Δεν θέλω να τους πικράνω και να τους πω ότι πιο πολύ ευχαριστώ όλα τα παιδιά, τις δασκάλες, τους γονείς και κηδεμόνες… Όλο το Σχολείο!

Ότι, τέλος πάντων, ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου όλα τα Ενθαρρύνια που γνώρισα στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Καλυβίων. Μικρά και μεγάλα.

Και θα πω κι εγώ αυτό που μου είπαν φεύγοντας:

«Όποιος έρχεται στα Καλύβια, ξαναέρχεται».

25 Μαΐου 2018

Κωστής Μακρής

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

Το «βιβλίο» που μου χάρισαν τα παιδιά του 1ου Δημοτικού Σχολείου Καλυβίων