iporta.gr

Δύσκολοι καιροί για ατυχή πηδήματα, της Ντόρας Αρκουλή

Η Ντόρα Αρκουλή είναι Ψυχολόγος με ψυχοδυναμική κατεύθυνση, ΜΔΕ στην ‘Προαγωγή Ψυχικής Υγείας και Πρόληψη Ψυχιατρικών Διαταραχών’, από την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, καθώς και Υποψήφια διδάκτωρ στο τμήμα Ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ. Ασχολείται ακόμη με τη Λογοτεχνία, το Θέατρο.

Προ ημερών, σε ένα, κόντρα σε πανδημικούς καιρούς, κατάμεστο Τριανόν και, υπό την κλειστή χειμωνιάτικη οροφή του, έτυχα της προβολής της ρουμάνικης ταινίας «Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό» του Ράντου Ζούντε.

Το στόρι αφορά ένα sex tape μιας καθηγήτριας ιδιωτικού σχολείου με τον άντρα της, που από λάθος ανεβαίνει στο διαδίκτυο. Η συνέχεια παλαβή όπως ο τίτλος. Όλοι στο σχολείο, μαθητές, γονείς, συνάδελφοι βλέπουν το tape και καλούν την καθηγήτρια σε απολογία σε έκτακτη συνέλευση προκειμένου να αποφανθούν για πιθανή απόλυσή της.   

Η Χρυσή Άρκτος, οι καλές κριτικές, το προβοκατόρικο θέμα και η ματιά του Ζούντε σε ένα από τα πιο αγαπημένα μου ρετρό και καλλιτεχνικής αισθητικής σινεμά, θα σήμαινε για μένα την επιστροφή στις αίθουσες. Όλα ήταν στη θέση τους για να ξεκινήσει η μαγεία. Οι φωτεινές επιγραφές, το πιάνο, οι πολυθεματικές αφίσες για ταινίες, συναυλίες, θέατρο. Όλα, πλην του εκλιπόντος Νίκου Κούνδουρου που συνήθιζα να βλέπω παλιά στο πίσω διάζωμα να βουλιάζει στο κοντράστ που σχημάτιζε το κόκκινο των καθισμάτων με τα μαύρα του ρούχα.

Και κάπως έτσι, κι ενώ τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θ’ ακολουθούσε ως πρόλογος της ταινίας, που χωρίζεται σε τρεις πράξεις, παίρνεις μάτι όλο το tape! Δεν είχα προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο. Σοκαρίστηκα, άφησα κάτω τα ποπ κορν, άλλαξα σταυροπόδι πολλές φορές και όλο αμηχανία περίμενα απλά να τελειώσει… τόσο η ντουμπλαρισμένη (κατά τα άλλα) πρωταγωνίστρια όσο και το τρολάρισμα του σκηνοθέτη προς τους θεατές. Όχι πουριτανικά, αλλά… να βλέπεις τσόντα με γεμάτο σινεμά είναι κάπως! Ο ίδιος ο σκηνοθέτης, σε ερώτηση που του έκαναν ξένα μέσα για το λόγο που γινόμαστε κοινωνοί των προσωπικών περιπτύξεων, απάντησε ότι επειδή ακριβώς το βίντεο αυτό αποτελεί το βασικό θέμα γύρω από το οποίο εγείρονται όλα τα ερωτήματα, ήθελε οι θεατές να βρεθούν ακριβώς στην ίδια θέση που βρέθηκαν οι γονείς, προκειμένου να αποφασίσουν μέσα τους πώς τους φαίνεται όλο αυτό. Τόνισε ακόμη ότι με την ταινία αυτή, γενικότερα, ήθελε να προκαλέσει στο κοινό συνδέσεις και αντιπαραβολές ανάμεσα στο χαρακτηριζόμενο ως ‘άσεμνο’ βίντεο με την πολύ περισσότερο ρεαλιστική, τοξική  και ‘ασεμνη’ κοινωνική πραγματικότητα που ζούμε ως πολίτες.

Για του λόγου το αληθές, καθόλη τη διάρκεια της ταινίας ο σκηνοθέτης, με τη βόλτα της πρωταγωνίστριας στους κεντρικούς δρόμους του Βουκουρεστίου, μέσα από μια ντοκιμαντερίστικη οπτική, μάς εισάγει διεισδυτικά στη ρουμάνικη πραγματικότητα των δύο ταχυτήτων: Νεόπλουτοι κάτοικοι της πόλης με 4 Χ 4 παρκάρουν σε ράμπες και πεζοδρόμια, ενώ πηδούν για να κατέβουν από τα ‘τεθωρακισμένα’ αυτοκίνητά τους που συνυπάρχουν σουρεαλιστικά σχεδόν με την υφέρπουσα φτώχια, τα παρηκμασμένα κτίρια και τις ρακένδυτες κυρίες που βρίζουν χυδαία στην κάμερα.  Σε ό,τι αφορά την ηδονοβλεπτική ματιά του σινεμά, ο ίδιος μάς παραπέμπει στη μελέτη της Laura Mulvey για την οπτική ευχαρίστηση και το αφηγηματικό σινεμά – “Visual Pleasure and Narrative Cinema”, (σ.σ. η Mulvey στη μελέτη αυτή επιχειρηματολογεί για το ότι η γυναίκα ως θέαμα παθητικό στην κινηματογραφική αφήγηση, συντηρεί την πατριαρχική οπτική περί γυναικείας ενοχής).

Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η τοποθέτηση του Ζούντε ως πατέρα για το πώς αποκαλύπτονται αυτόματα οι πραγματικές αξίες μας ως γονέων όταν το θέμα της συζήτησης είναι τα παιδιά μας. Όπως φαίνεται και στην ταινία, οι περιπτώσεις γονέων με ρατσιστικές απόψεις, υποκρισία,  βαθμοθηρία, ιδιωτεία κτλ. φαίνονται διά γυμνού οφθαλμού. 

Για το αν θα συνεχίσουμε τις ζωές μας ή θα περιμένουμε να περάσει η πανδημία για να γυριστεί μια ταινία, ο σκηνοθέτης εφευρίσκει έναν πρωτότυπο τρόπο να περάσει το μήνυμά του και να κάνει αυτό που θέλει. Επιλέγοντας μια πιο low budjet παραγωγή, γυρίζει εν τέλει την ταινία, ενσωματώνοντας τη μάσκα στις σκηνές συνωστισμού όπως και στην πραγματική ζωή.

Ούσα λοιπόν παρατηρήτρια και αυτήκοος μάρτυρας  με τη μάσκα κι εγώ στο πρόσωπό μου, γίνομαι κομμάτι του δράματος και καλούμαι να πάρω θέση στα πράγματα, διαλέγοντας ένα από τα τρία φινάλε. 

Λίγα μέτρα από την αινιγματική αυτό τον καιρό Βικτώρια, με φωταγωγημένη τη «Συγνώμη» της επιγραφής στις σκαλωσιές της πλατείας, του εικαστικού Αντριάν Πάτσι («Ζητάμε συγγνώμη για τη δυσαρέσκεια και το άγχος που μπορεί να σας προκάλεσε αυτό»), που ξεβολεύει το comfort zone κάθε άκαμπτης λογικής, αναρωτιέμαι,

…πόσο μπορούμε να μείνουμε ακλόνητοι σε αξίες και πεποιθήσεις για τον τρόπο που επιλέγουμε να ζήσουμε τη ζωή μας όταν λιθοβολούμαστε από δογματισμό και υποκρισία. Και πόσο χώρο μπορούμε να κάνουμε για να δεχτούμε την αυτοδιάθεση ως δικαίωμα του Άλλου;