iporta.gr

Διαβάζοντας το “Πέρα απ’τον χειμώνα” της Ιζαμπέλ Αλιέντε, του ‘Αγγελου Κουτσούκη

Ο  Άγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός και Δημοσιογράφος.

Η Ιζαμπέλ Αλιέντε γεννήθηκε το 1942 στο Περού και μεγάλωσε στη Χιλή.

Είναι ανιψιά του Σαλβαδόρ Αλιέντε, προέδρου της Χιλής την περίοδο 1970-1973. Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε 35 γλώσσες και έχουν πουλήσει σχεδόν 70 εκατομμύρια παγκοσμίως.

Η ίδια χαρακτηρίζει το έργο της “ρεαλιστική λογοτεχνία”, επηρεασμένη τόσο από την απίστευτη παιδική της ηλικία,όσο κι από τους μαγικούς ανθρώπους και τα γεγονότα που πυροδότησαν τη φαντασία της. Εκτός από το συγγραφικό της έργο, ασχολείται ενεργά με την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μετά τον θάνατο της κόρης της το 1992, ίδρυσε στη μνήμη της ένα ίδρυμα αφιερωμένο στην προστασία και χειραφέτηση των γυναικών και των παιδιών σε όλο τον κόσμο. Πολλά από τα βιβλία της έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο και η ίδια θεωρείται σήμερα μια από τις πιο σημαντικές φωνές της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας.

«Ζωή θα πει να υποφέρεις. Έχουμε έρθει σ’ αυτόν τον κόσμο για να τα χάσουμε όλα, ακόμα και τη συνείδηση, την ίδια μας τη ζωή. Έτσι μεγαλώνουμε, έτσι ωριμάζει η ψυχή κι έτσι μαθαίνουμε επίσης για τη χαρά.  Ναι, το δράμα της πραγματικότητας τροφοδοτεί τα βιβλία μου, αλλά τα βιβλία είναι επίσης ο ιερός τόπος όπου το καθημερινό δράμα ανυψώνεται σε επική κατηγορία και παύει να είναι προσωπική υπόθεση, για να μετατραπεί σε κάτι που μοιράζομαι με όλη την ανθρωπότητα. Στον κόσμο της φαντασίας οι κανόνες είναι ξεκάθαροι: υπάρχει δυστυχία, βία και τρόμος, αλλά πάντα επικρατούν η αγάπη και η αλληλεγγύη. Αυτός είναι ο λογοτεχνικός μου χώρος, ο κόσμος που έχω δημιουργήσει στα βιβλία μου», έγραψε η ίδια.

Στο καινούργιο της μυθιστόρημα που έχει τίτλο ”Πέρα απ’ τον χειμώνα” τρεις εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι συναντιούνται έναν χειμώνα στο Μπρούκλιν. Τρεις άνθρωποι με εντελώς διαφορετικές καταβολές και ιστορίες που κάτω από κανονικές συνθήκες μπορεί να μην είχαν συναντηθεί και ποτέ.

Ο Ρίτσαρντ Μπάουμαστερ, ένας μοναχικός εξηντάρης καθηγητής , τρακάρει ελαφρά τη νεαρή Εβελιν Ορτίγια. Τίποτε ιδιαίτερο-μόνο που λίγες ώρες αργότερα, τη βλέπει έκπληκτος να στέκει στο κατώφλι του. Η Έβελιν, παράνομη μετανάστρια από τη Γουατεμάλα, δείχνει ταραγμένη και δε μιλάει πολύ. Ο Ρίτσαρντ καλεί τη γειτόνισσά του τη Λουσία, να τον βοηθήσει να βγάλει άκρη. Η Λουσία, Χιλιανή πολιτική πρόσφυγας, σχεδόν στην ίδια ηλικία με τον Ρίτσαρντ, κουβαλάει εντελώς διαφορετικές εμπειρίες ζωής από τον γείτονά της καθηγητή. Όλα αυτά συμβαίνουν μέσα στη χειρότερη θύελλα των τελευταίων ετών που σαρώνει τη Νέα Υόρκη. “Σε μια πόλη θαμμένη στο χιόνι, τρεις άνθρωποι έρχονται κοντά με απρόβλεπτο τρόπο. Μέσα σε λίγες ώρες, ανθίζουν ανάμεσά τους η συμπόνια, η αλληλεγγύη, ακόμα κι ένας έρωτας, θυμίζοντάς τους πως, στην καρδιά του χειμώνα” μπορείς να φυλάς μέσα σου ένα ανίκητο καλοκαίρι”, αντιγράφω από το οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Ο Ρίτσαρντ ”είχε φτάσει στην ηλικία του φόβου, δεν τον γοήτευαν πια τα ταξίδια, ήταν δεμένος στη βολή του σπιτιού του, δεν ήθελε απρόοπτα, φοβόταν μη χαθεί ή αρρωστήσει και πεθάνει χωρίς να ανακαλύψει κανείς το πτώμα του παρά μόνο μια-δυο εβδομάδες  αργότερα,  όταν οι γάτοι θα είχαν καταβροχθίσει το μεγαλύτερο μέρος από το λείψανό του. Το ενδεχόμενο του να βρεθεί μέσα σε μια λίμνη από σάπια εντόσθια τον τρομοκρατούσε τόσο, που είχε συμφωνήσει με τη γειτόνισσά του, μια ώριμη χήρα με σιδηρά πυγμή και συναισθηματική καρδιά,να της στέλνει ένα γραπτό μήνυμα κάθε βράδυ. Αν δεν το έκανε επί δυο μέρες ,η γυναίκα θα πήγαινε να ρίξει μια ματιά. Γι’ αυτό της είχε δώσει το κλειδί του σπιτιού του. Το μήνυμα αποτελούνταν από μόνο δυο λέξεις: “Ζω ακόμη”. Η γειτόνισσα δεν ήταν υποχρεωμένη να απαντά, αλλά υπέφερε κι αυτή από τον ίδιο φόβο, και το έκανε πάντα με τρεις λέξεις:”Γαμώτο,κι εγώ”. Η Λουσία είναι πολιτικός πρόσφυγας. Έφυγε από τη Χιλή για να γλυτώσει από τη δικτατορία του Πινοσέτ που ”εξαφάνισε” τον αδελφό της και χιλιάδες άλλους Χιλιανούς. Ζεί σε ένα υπόγειο στο Μπρούκλιν. Αλλά είναι από τη φύση της αισιόδοξος άνθρωπος.”Τις πρώτες εβδομάδες, όταν τη βάραινε ακόμα η απόφασή της να φύγει από τη Χιλή,όπου μπορούσε τουλάχιστον να γελά στα ισπανικά, παρηγοριόταν με τη σιγουριά ότι όλα αλλάζουν. Η δυστυχία της μιας μέρας θα ήταν παλιά ιστορία την επομένη”. Αλλά οι αναμνήσεις της από τη Χιλή και την δικτατορία πολλές.” Η χώρα κηρύχθηκε σε κατάσταση πολέμου, οι εργασίες της Βουλής ανεστάλησαν επ’ αόριστον,και καταργήθηκαν τα πολιτικά δικαιώματα ενόσω οι αξιότιμες Ένοπλες Δυνάμεις αποκαθιστούσαν τον νόμο, την τάξη και τις αξίες του Δυτικού χριστιανικού πολιτισμού. Εξήγησαν πως ο Σαλβατόρ Αλιέντε είχε θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο που συνίστατο σε εκτελέσεις χιλιάδων ατόμων της  αντιπολίτευσης στα πλαίσια μιας γενοκτονίας χωρίς προηγούμενο, αλλά εκείνοι τον είχαν προλάβει και είχαν καταφέρει να το αποτρέψουν. Έμαθαν ότι ο πρόεδρος είχε σκοτωθεί στον βομβαρδισμό του προεδρικού μεγάρου, που την είχαν δει ξανά και ξανά μέχρι να βαρεθούν και άκουσαν φήμες για πτώματα που επέπλεαν στον ποταμό Μαπότσο, που διέσχιζε την πόλη,για μεγάλες πυρές όπου έκαιγαν απαγορευμένα βιβλία και για χιλιάδες υπόπτους που στοιβάζονταν σε καμιόνια του στρατού και μεταφέρονταν σε αυτοσχέδια κέντρα  κράτησης, όπως για παράδειγμα, στο Εθνικό Στάδιο, όπου λίγες μέρες πριν, γίνονταν αγώνες ποδοσφαίρου. Όταν μαθεύτηκε πως το πτώμα του Βίκτορ Χάρα, με τα χέρια διαλυμένα, είχε βρεθεί πεταμένο σε μια φτωχή γειτονιά, εν είδει παραδειγματισμού, η Λουσία έκλαψε απαρηγόρητη ώρες ολόκληρες”.

Και τέλος η Εβελιν, από ένα χωριό της Γουατεμάλα. Οι  παράνομες ,παρακρατικές συμμορίες σκότωσαν την οικογένειά της και την κακοποίησαν. “Τυφλωμένη καθώς ήταν από το φως του δρόμου, της πήρε λίγη ώρα μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια της στη σκοτεινιά του σπιτιού και να δει τον Αντρές κοντά στην πόρτα, κουλουριασμένο σαν τον σκύλο που κοιμάται. “Μα τι έπαθες, αγόρι μου;” πρόφτασε να ρωτήσει πριν δει το ρυάκι που απλωνόταν σκούρο στο χώμα καταγής και τη μαχαιριά στο λαιμό του. Μια βραχνή κραυγή ανέβηκε από τα βάθη του κορμιού της,σκίζοντάς της τα σωθικά. Και τότε θυμήθηκε ξαφνικά την Εβελιν. Ήταν στο πάτωμα, στην άλλη άκρη του δωματίου,με το λεπτό της σώμα εκτεθειμένο, αίματα στο πρόσωπο,αίματα στα πόδια, αίματα στο σκισμένο της βαμβακερό φουστάνι.  Η γιαγιά σύρθηκε κοντά της, κραυγάζοντας για να την ακούσει ο Θεός, παρακαλώντας τον με βογκητά να μην της την πάρει, να δείξει έλεος. Έπιασε την εγγονή της από τους ώμους, τραντάζοντάς την,  και πρόσεξε πως το ένα της μπράτσο κρεμόταν σε μια αφύσικη στάση. Έψαξε για σημάδια ζωής και,αφού δε βρήκε, έτρεξε στην πόρτα ζητώντας βοήθεια από την Παναγία με τρομερές κραυγές”. Η Εβελιν τελικά σώζεται και καταφέρνει να μεταναστεύσει παράνομα,  χωρίς χαρτιά, στις Η.Π.Α.

Ένα τυχαίο περιστατικό φέρνει αυτούς τους τρεις ανθρώπους κοντά,ενώ το χιόνι έχει παραλύσει κάθε κίνηση στη Νέα Υόρκη. Και,κουβαλώντας ο καθένας τις εμπειρίες του και τη στάση ζωής του θα προσπαθήσουν να τα βγάλουν πέρα με το θέμα που προκύπτει.

Η συγγραφέας θέτει πολλά ζητήματα στο ”Πέρα απ’ τον χειμώνα”. Το πρώτο είναι το παρελθόν των ανθρώπων. Που, όπως στην περίπτωσή μας, είναι πολύ διαφορετικό για τον καθένα. Το ίδιο οδυνηρό όμως. Και η οδύνη είναι ένα μέγεθος που δεν μετριέται. Το δεύτερο είναι η αποξένωση που υπάρχει στις σύγχρονες κοινωνίες. Κατά την άποψή της, όμως, φτάνει να έρθουν οι άνθρωποι κοντά, να επικοινωνήσουν, για να λυθούν τα μάγια. Είμαστε ακόμα άνθρωποι.

Η Ιζαμπέλ Αλιέντε έγραψε ένα αισιόδοξο μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα που δείχνει ότι αν οι άνθρωποι διατηρήσουν την ανθρωπιά τους,τα βγάζουν πέρα ακόμα και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Και κυρίως, σπάζοντας την απομόνωση και την μοναξιά σαν τρόπο ζωής που επιβάλουν οι δυτικές μεγαλουπόλεις. Ακόμα και όταν πιστέψουμε πως όλα έχουν χαθεί και έχουν περάσει στο παρελθόν, η ζωή πάντα είναι μπροστά μας γεμάτη εκπλήξεις. Αρκεί να το πιστέψουμε πώς αξίζει τον κόπο να τη ζήσεις. “Με αγαπάς Ρίτσαρντ;” τον ρωτάει στο τέλος του βιβλίου.

”Εσύ τι λες;”
”’Ότι με λατρεύεις και δεν καταλαβαίνεις πως μπόρεσες να ζήσεις τόσο καιρό χωρίς εμένα, βαριεστημένος και με την καρδιά σε χειμερία νάρκη”.
”Στην καρδιά του χειμώνα, ανακάλυπτα , επιτέλους, πως φύλαγα μέσα μου ένα αήττητο καλοκαίρι”.
”Τώρα σου ήρθε αυτό;”
”Όχι. Δεν είναι δικό μου. Είναι του Αλμπερ Καμύ”.

Προς το τέλος του βιβλίου η συγγραφέας βάζει τον Ρίτσαρντ να σκέφτεται: ”Αχ, ο έρωτας, ο έρωτας. Μέχρι χθες πάλευε να βρει θέματα για αδέξιους διαλόγους με τη Λουσία και τώρα ο νους του κατακλυζόταν από αισθηματικούς στίχους που ποτέ δεν θα τολμούσε να γράψει. Να της πει, για παράδειγμα,πόσο την αγαπούσε,πόσο την ευγνωμονούσε που είχε εμφανιστεί στη ζωή του. Η Λουσία τον είχε βρει γεμάτο αόρατες πληγές  και αυτός, με τη σειρά του, έβλεπε καθαρά τις λευκές χαρακιές με τις οποίες την είχε σημαδέψει η ζωή.”Το ποτήρι του έρωτα μου το κερνούσαν πάντα μισογεμάτο”, του είχε πει  μια φορά. Αυτό, πάει πια, τελείωσε. Θα την αγαπούσε χωρίς  όρια, απόλυτα”.

Η ζωή μπροστά μας, λοιπόν!

6.4.2020

Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr