iporta.gr

Διήγημα: «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…» – Οι Γκουντουράδες (κεφάλαιο 10ο), του Νίκου Βασιλειάδη

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, 

Pane di capo: Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ), Λεωφόρος Κρεμαστής & «Πηγές Καλλιθέας»

Νίκος Βασιλειάδης

Το «καλοκαιρινό» διήγημα του Νίκου Βασιλειάδη «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…» είναι στη διάθεσή των εκλεκτών αναγνωστών του iporta.gr. Εδώ ο πρόλογος

Οι Γκουντουράδες

Στην Σύρο ζουν τα παραμύθια και μυρίζουν όλα λουκούμι τριαντάφυλλο. Σαν και εκείνες τι μπουκιές που μου έβγαζε η θεία μου η Άννα στο μπαλκονάκι του σπιτιού της με γλυκό καφέ τα απογεύματα, κόκκινα, λευκά, αχνισμένα γλύκα, βρίσκοντας την ευκαιρία να μου πει και από μία ιστορία, διηγήσεις που πλάθονται μέσα στον κόσμο του μαγικού με «ποιητική φαντασία» και όπου όλα είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν, ακόμη και τα πιο απίθανα.

Η θεία μου η Άννα που κάθε φορά που πήγαινα να την δω άνοιγε αμέτρητα μπαούλα με θησαυρούς. Για δράκους και ξωτικά και βασιλιάδες και βασίλισσες και μάγισσες. Και για Σκιές. Θυμάμαι ένα συριανό παραμύθι που μου άρεσε πολύ. Τους γκουντουράδες. Το είχα θάψει βαθιά μέσα στην μνήμη μου, εκεί που στοιβάζονται χιλιάδες αναμνήσεις και περιμένουν ένα κάτι για να ξανάρθουν και πάλι στην επιφάνεια να σου γεμίσουν το μυαλό με τις εικόνες τους. Το συνάντησα τυχαία ξεφυλλίζοντας μία μελέτη του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών για τους παραμυθιακούς τύπους και τις παραλλαγές τους και το ανέσυρα από τα βάθη του μυαλού μου όπως περίπου το πρωτοάκουσα… Ήτανε δύο νομάτοι. Τούτοι οι δυο τους έγιναν σύντροφοι. Ο ένας τους λέει: «Ας λέμε πάντοτε ψέματα, έτσι θα κερδίζουμε λεφτά». Ο άλλος λέει: «Ας λέμε πάντοτε την αλήθεια και ο Θεός θα ανταμείψει τη δουλειά μας». Ο ψεύτης άνθρωπος λέει: «Ας ρωτήσουμε έναν παπά για να δούμε τι θα μας πει’ αν έχεις εσύ δίκιο, θα δώσω όλα μου τα ρούχα σε σένα, αλλά αν έχω εγώ δίκιο, τότε εσύ θα δώσεις όλα σου τα ρούχα σε μένα». Ενώ μιλούσαν, εμφανίζεται από μακριά ένας παπάς. Τον ρωτούν: «Ψέματα να λέμε ή αλήθεια;». Ο παπάς τους λέει: «Να λέτε ψέματα». Ο άνθρωπος που ήθελε την αλήθεια δεν τον πίστεψε. Είπε να ρωτήσουν και άλλον. Περπατούν λίγο ακόμα, και κατόπιν έρχεται στο δρόμο τους ένας άλλος παπάς, κάπως πιο γερασμένος. Τον ρωτούν ξανά: «Ψέματα είναι καλό να λες ή την αλήθεια;». Ο παπάς τους λέει: «Είναι καλό να λες ψέματα». Δυο φορές αυτός που ήθελε την αλήθεια χάνει. Έπρεπε να δώσει στον σύντροφο του όλα του τα ρούχα. Λέει: «Να ρωτήσουμε κι άλλον έναν. Εάν κι εκείνος πει ότι είναι καλό να λέει κανείς ψέματα, θα σου τα δώσω». Έρχεται κι άλλος ένας παπάς, ακόμα πιο γερασμένος, και λέει και τούτος: «Είναι καλό να λέτε ψέματα». Και τότε αυτός που ήθελε την αλήθεια δίνει όλα τα ρούχα του, ως και το πουκάμισό του. Απομένει γυμνός. Κλαίει πικρά – πικρά. Σκέφτεται που να πάει να κρυφτεί έτσι γυμνός που ήταν.

Ενώ σκεφτόταν, έρχεται στο νου του: «Να πάω στον μαγεμένο μύλο όπου κανείς δεν πλησιάζει». Μπαίνει λοιπόν στο μύλο και κάθεται. Με το που κάθεται, ακούει κάποιες πικρές φωνές. Φοβάται. Δεν σαλεύει από τον τόπο του. Ακούει διαβόλους να διηγούνται στο αφεντικό τους τι κακίες είχαν κάνει. Ένας από αυτούς λέει στο αφεντικό τους: «Εγώ σήμερα ξεγέλασα δυο νομάτους. Έπαιρνα την μορφή ενός παπά και τους έλεγα να προτιμούν το ψέμα. Τρεις φορές τους γέλασα » Αφού ο αφέντης τον συγχάρηκε για την κακία του αυτή ρώτησε και έναν άλλον για την κόρη του άρχοντα στην χώρα. Τότες εκείνος αποκρίθηκε. «Την κόρη του άρχοντα, αφέντη που την ζουρλάναμε αύριο τέτοια ώρα θα τη φέρουμε εδώ να την κάνουμε νύφη». Ο αφέντης τότες τον ρωτάει: «Πρέπει πρώτα να την κάνουμε καλά. Πώς μπορεί να γίνει καλά; Πώς μπορεί να ξαναβρεί τα λογικά της;» Και ο διάβολος λέει: «Στον κήπο του αρχοντικού τους υπάρχει ένα χορτάρι εάν το φάει, θα γίνει καλά». Μετά οι διάβολοι αφού διηγήθηκαν και άλλες κακίες που έκαναν έπεσαν για ύπνο και κοιμήθηκαν. Πριν λοιπόν ακόμη σηκωθούν, ο άνθρωπος πηγαίνει νωρίς στο σπίτι του άρχοντα και του λέει. «Άρχοντά μου θα κάνω καλά την κόρη σου, εάν μου δώσεις μια χούφτα παράδες». Και ο άρχοντας απάντησε: «Εάν μπορέσεις να κάνεις καλά την κόρη μου, θα σου τη δώσω γυναίκα». Ο άνθρωπος αμέσως τότε φέρνει το βοτάνι και την κάνει καλά. Παντρεύεται έτσι την αρχοντοπούλα και γίνεται γαμπρός του πλούσιος και ζηλευτός. Ο άλλος άνθρωπος που αγαπούσε τα ψέματα, δεν κατόρθωσε να κάνει τίποτα σπουδαίο και έγινε ζητιάνος. Κάποια μέρα στο λιμάνι συνάντησε τον πρώην σύντροφό του. Τον είδε καλοντυμένο και με παράδες και τον ρώτησε. «Πώς κι έγινες πλούσιος; Πες το μου για να γίνω κι εγώ». Αυτός τότε του λέει: «Πήγαινε στο μύλο, περίμενε μια νύχτα και μάθε, έτσι θα γίνεις κι εσύ πλούσιος όπως εγώ». Το βράδυ της επόμενης, ο ζητιάνος πηγαίνει και ξαπλώνει μέσα στο μύλο. Ενώ βρίσκεται εκεί, συνεδριάζουν πάλι οι διάβολοι. Ο αφέντης τους ρωτάει: «Πού είναι ο γάμος που θα κάναμε; Πού είναι η αρχοντοπούλα;» και οι άλλοι απαντούν: «Ενώ μιλούσαμε εκεί επάνω ήταν ένας άνθρωπος και τα άκουσε όλα’ πήγε και γιάτρεψε την κόρη του άρχοντα». «Ετσι ε; αποκρίθηκε ο αφέντης των σατανάδων, ας πάμε λοιπόν πάνω στον μύλο να κοιτάξουμε επάνω για να δούμε ποιος είναι αυτός που μας κρυφακούει και μας κλέβει τα σχέδια». Τότες πηγαίνουν όλοι επάνω κοιτάζουν και βλέπουν ότι εκεί βρίσκεται ένας άνθρωπος, ο ζητιάνος. Τον δέρνουν πολύ λέγοντας: «Εσύ που έκανες τον σύντροφο σου ζητιάνο ήρθες τώρα να μας κλέψεις και να κάνεις κι εμάς ζητιάνους;» Έτσι λοιπόν τον χτυπούν τόσο, μέχρι να πεθάνει. Όποιος λέει ψέματα, αυτά παθαίνει…

(Συνεχίζεται αύριο…) ΕΔΩ  τα δημοσιευμένα κεφάλαια του διηγήματος