Μόνο στη Ρόδο
Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων,
Pane di capo: Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ), Λεωφόρος Κρεμαστής & «Πηγές Καλλιθέας»
Το «καλοκαιρινό» διήγημα του Νίκου Βασιλειάδη «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…» είναι στη διάθεσή των εκλεκτών αναγνωστών του iporta.gr. Εδώ ο πρόλογος
Στον Ντον Τζώρτζη
Τα μεσημέρια ο ήλιος περνούσε μέσα από τα παντζούρια φτιάχνοντας ρίγες στο μικρό τραπέζι στην γωνία και στο πάτωμα θυμίζοντάς μου όλα όσα θα μπορούσα να κάνω αντί να μένω ξαπλωμένος μέσα στο μισοσκόταδο του δροσερού μου δωματίου. Εκεί έξω βρίσκονταν τα χέρσα χωράφια, οι αναιμικές ελιές που αντηχούσαν από τα τζιτζίκια, οι γεμάτες πούσι ξερολιθιές που χώριζαν τα αμπέλια, πυκνές μυρτιές με χιλιάδες έντομα να ζουζουνίζουν γύρω τους, χέρσα γη όπου παρέες – παρέες μικρές παιχνιδιάρικες καρδερίνες φτερούγιζαν με έξαψη από αγκάθι σε αγκάθι. Έτσι όταν στο σπίτι επικρατούσε πια η απόλυτη ηρεμία σηκωνόμουν σιγά σιγά από το κρεββάτι μου, έβαζα τα παπούτσια μου παραμέριζα την κρεμασμένη κλάρα στην ολάνοικτη πόρτα του σπιτιού και έπαιρνα τον δρόμο για το Καστράκι και τον Σαν Σεμπαστιά. Θυμάμαι έκοβα μέσα από έναν κατσικόδρομο που διέσχιζε τα μικρά υψώματα και κατέληξε στο πίσω μέρος της κάτασπρης ρωμανικής εκκλησίας που έστεκε αγέρωχη και σιωπηλή στις ρίζες της άνω Σύρας. Εκεί από αυτή την κορυφή κάτω το νησί φαινόταν σαν μισοφέγγαρο περιτριγυρισμένο από την γαλάζια ήρεμη θάλασσα με τα νερά της ακίνητα και διάφανα σαν να ξεκουράζονταν και αυτά στην μεσημεριανή ραστώνη του καλοκαιριού. Λίγο μετά καθισμένος σε ένα από τα ξύλινα στασίδια μέσα στην σιγαλιά και την απομόνωση του ζεστού μεσημεριού άνοιγα το καφέ βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη με την εικόνα του αγίου Φραγκίσκου, του φτωχούλη του Θεού, και άρχισα να βυθίζομαι μέσα στην ζωή του και την πορεία του στην Θέωση. Αυτό το βιβλίο από τότε το έχω θησαυρό φυλαγμένο στο συρτάρι μου. Μέσα από αυτό συνάντησα έναν άνθρωπο που απαρνήθηκε κάθε τι σίγουρο και σταθερό (το πατρικό του, τους γονείς του, την περιουσία του) για να κηρύξει την Τέλεια Αγάπη, την τέλεια φτώχεια, την τέλεια απλότητα. Ήταν η πρώτη μου φορά που διάβασα για το πώς κάποιος που θέλει να έρθει πιο κοντά στο Θεό μπορεί να απαρνιέται κάθε τι που τον κάνει να νιώθει ευχάριστα και όμως να κερδίζει την απόλυτη ευτυχία. Έμαθα μέσα από τις σελίδες του πως ο σκληρός και επώδυνος δρόμος δεν είναι απαραίτητα ένας δρόμος στην καταστροφή και την καταφρόνια, ακόμη και αν αυτός που τον επιλέξει μπορεί να γίνει ένας ζητιάνος για να επιβιώσει, να ζει άστεγος και ξυπόλυτος. Αργότερα συνάντησα πολλούς άστεγους και ξυπόλητους ανθρώπους στην ζωή μου και ίσως αυτές οι σελίδες που είχαν μείνει βαθιά χαραγμένες στην μνήμη με έκαναν να σταθώ απέναντί τους με σεβασμό. Ταξίδευα μαζί με τον Φραγκίσκο στην ιταλική φύση της Ούμπριας· σε εποχές που αυτό που κυριαρχούσε στα μάτια μου ήταν η αλλοτινή πρώτη της αγνότητα, μια φύση ολάκερη σε όλες τις κρίσιμές της εποχές, τη σπορά, την άνθιση, την κάρπιση. Έμαθα για μια άλλη αγάπη, για μια βαθύτερη ειρήνη, αισθάνθηκα το χρέος του να προστατεύεις τους ανθρώπους. “Στα πέρατα της γης ένας να σκοτωθεί, εσύ σκοτώνεσαι. Στα πέρατα της γης να σωθεί ένας, εσύ σώζεσαι.” Αυτή την υπέροχη ιστορία του Φραγκίσκου της Ασίζης, που αφηγείται ο συνοδοιπόρος του, ο Φράτε Λεόνε, που στάθηκε δίπλα του κάθε στιγμή από την αρχή της πορείας του, από την αρχή του ταξιδιού τους ένα ταξίδι συνάμα πραγματικό αλλά και εσωτερικό της πίστης του ανθρώπου στον Θεό, μια ιστορία που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις που σταματά η μυθοπλασία και που αρχίζει η πραγματικότητα.
Εκεί στα ξύλινα παλιά στασίδια της εκκλησίας , με το βλέμμα καρφωμένο στην εικόνα του αγίου, βλέποντας με σπαραγμό το σώμα του να το τρυπούν τα βέλη, ήρθε στο νου μου η πρώτη εκείνη ερώτηση. Ποιος είναι άραγε ο πιο κατάλληλος, ο πιο σωστός δρόμος για να έρθουμε πιο κοντά στον Θεό; Εκείνος όμως παρέμενε εκεί ακίνητος, πάντα σιωπηλός να υπομένει το μαρτύριο του και εγώ να αναρωτιέμαι πως αυτή η απάντηση ίσως δεν υπάρχει γιατί κανείς, μα κανείς δεν μπορεί να μας ορίσει ποιον δρόμο πρέπει να ακολουθήσουμε, παρά μόνο η καρδιά μας. Αυτό που με έμαθαν αργότερα όλα εκείνα τα σιωπηλά, μυστικιστικά καλοκαίρια και που ξέρω τώρα πια με σιγουριά είναι πως η μεγαλύτερη αξία του βρίσκεσαι κοντά στον Θεό δεν είναι η αρετή η ίδια μα ο αγώνας να μετουσιώσεις την αδιαντροπιά, την ατιμία, την απιστία, την κακότητα μέσα σου και να τα κάνεις αρετή, μια αρετή που προσπάθησα και συνεχίζω ακόμη και σήμερα να φέρω στα ανθρώπινά μου μέτρα.
Ένα από εκείνα τα μακρά υπέροχα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας θυμάμαι πως άκουσα μια ιστορία που και αυτή σαν πολλές άλλες έμεινε καταχωνιασμένη στα τρίσβαθα της μνήμης, περιμένοντας υπομονετικά την στιγμή που ένα έναυσμα θα την έφερνε στην επιφάνεια και θα την συνέδεε με την εικόνα του παζλ για να πάρει την τελική της μορφή και θέση.
Πρέπει να ήταν απογευματάκι της δεκαετίας του 70, και γω να έβγαινα από την εκκλησία του Σαν Σεμπαστιά που κρυβόμουν τα μεσημέρια στην έρημη ησυχία της διαβάζοντας σχεδόν ξαπλωμένος σε κάποιο στασίδι. Ήταν περισσότερο το τοπίο που με έθελγε εκεί; Ήταν περισσότερο αυτή η εκπληκτική σιωπή; Δεν ξέρω. ¨Ήταν ένας τόπος μυστικός που με βοηθούσε να ξεπεράσω αυτό που σήμερα ίσως θα ονόμαζα να γίνω πολίτης του αφανούς. Ήταν σαν να είναι ολόκληρο το νησί… Ένα νησί μέσα στο νησί που θα στέκει από μια γωνιά, σ’ έναν ανθισμένο καιρό. Με ή χωρίς. Βγαίνοντας από το μυστικό μου καταφύγιο για να τραβήξω τα σκαλιά της κατηφόρας για το σπίτι της γιαγιάς, πέρναγα μπροστά από ένα χαμηλό περιποιημένο σπιτάκι που έμενε ένας ιερέας. Η μνήμη μου με απατά για το όνομά του. Από έρευνα που έκανα πολύ αργότερα ενθυμούμενος τα λόγια του πως ήταν ο πρώτος ιερέας στο νησί που είχε φέρει μοτοσυκλέτα για να μπορεί να πηγαίνει στα απομακρυσμένα χωριά και να λειτουργεί υποθέτω πως ο καλοκάγαθος και για μένα σοφός εκείνος ιερέας που με καλησπέριζε κάθε απόγευμα σχεδόν καθισμένος στην μικρή ημιυπόγεια βεραντούλα δίπλα στα σκαλοπάτια ήταν ο αείμνηστος Ντον Τζώρτζης. Ένα απόγευμα ο Ντον Τζώρτζης με φώναξε να καθίσω μαζί του για να αποσώσει τον καφέ του. Για μένα έβγαλε κέρασμα φρέσκα σύκα και παγωμένο νερό. Ήταν δεκαπενταύγουστος. Με ρώτησε τι διάβαζα και μιλήσαμε αρκετά για τον άγιο Φραγκίσκο και το πόσο ευαίσθητα και μοναδικά τον είχε αποδώσει ο Καζαντζάκης στο βιβλίο του και για θέματα πιο πνευματικά, όπως θυμάμαι τις τρεις προσευχές της ψυχής από τότε. Η ψυχή, που παρομοιάζεται με δοξάρι, προσεύχεται και λέγει: «-Θεέ μου, τέντωσέ με, αλλιώς θα σαπίσω. –Θεέ μου, μη με παρατεντώσεις, γιατί θα σπάσω. –Θεέ μου, παρατέντωσέ με κι ας σπάσω». Κουβέντα στην κουβέντα είχε νυχτώσει, σκέφτηκα πως η μάνα μου και η γιαγιά μου μπορεί να με αποζητούσαν μα δεν έλεγα να φύγω. Κάθε κουβέντα του Ντον Τζώρτζη άνοιγε μπροστά μου ένα παράθυρο σε ένα κόσμο ξεχωριστό, σε έναν κόσμο που ήταν ο ίδιος που ζούσα μα από μια άλλη ματιά, μια νέα ιδιότυπη ματιά θεώρησης του κόσμου που αγνοούσα, ή μάλλον δεν είχα ακόμη ωριμάσει τόσο ώστε να μπορέσω να δω καθαρά. Τότε ήταν που ο Ντον Τζώρτζης μου διηγήθηκε την ιστορία του αγίου Λαυρέντιου, ενός από τους επτά διακόνους της αρχαίας Ρώμης υπό τον Πάπα Σίξτο Β΄, που μαρτύρησαν κατά τη διάρκεια των διωγμών από τον αυτοκράτορα Βαλεριανό το 258. Τον Αύγουστο του 258, όταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Βαλεριανός άρχισε διωγμούς κατά των χριστιανών, ο Πάπας Ξύστος εμπιστεύθηκε τα τιμαλφή της εκκλησίας, μεταξύ των οποίων και το δισκοπότηρο που χρησιμοποίησε του Ιησούς κατά το Μυστικό Δείπνο, στον Άγιο Λαυρέντιο, ο οποίος ήταν ο αρχιδιάκονός του.
Στις 6 Αυγούστου, ρωμαίοι στρατιώτες ανακάλυψαν τον Ξύξτο σε μία κατακόμβη και την επομένη τον αποκεφάλισαν. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες απαίτησαν κατόπιν από τον νεαρό Λαυρέντιο να τους παραδώσει τους θησαυρούς της Εκκλησίας. Ο Λαυρέντιος ζήτησε τρεις ημέρες για να συγκεντρώσει τους θησαυρούς, αλλά αντί να κάνει αυτό, μοίρασε τους θησαυρούς σε φτωχούς, αρρώστους και ορφανά. Την τρίτη ημέρα παρουσιάσθηκε, μαζί με ορισμένους φτωχούς και αδύνατους της Ρώμης, στους διώκτες του λέγοντας ότι οι θησαυροί της Εκκλησίας ήταν «αποταμιευμένοι» στην συνοδεία του. Εξαγριωμένοι τότε οι Ρωμαίοι διώκτες υπέβαλαν τον Λαυρέντιο σε μαρτυρικό θάνατο ψήνοντάς τον ζωντανό επάνω σε μια σιδερένια σχάρα. Ένας θρύλος μάλιστα αναφέρει πως, πριν συλληφθεί, ο Άγιος Λαυρέντιος πρόλαβε να φυγαδεύσει το ιερό δισκοπότηρο στην Ισπανία, το οποίο λέγεται πως φυλάσσεται στον καθεδρικό ναό της Βαλένθια. Υποθέτω πως την ιστορία αυτή μου την ανέφερε στην κουβέντα μας επάνω για τα πεφταστέρια του Αυγούστου, τις περίφημες Περσίδες που μπορούμε να δούμε στον ουρανό τις δύο πρώτες εβδομάδες του Αυγούστου, μετά τα μεσάνυχτα, όταν μας επισκέπτεται απαρέγκλιτα μια «βροχή διαττόντων» και ιδιαίτερα στις 12 και 13 Αυγούστου κάθε χρόνου. Στη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία θεωρούν ότι το από το βράδυ της 10ης Αυγούστου εμφανίζονται στον ουρανό τα δάκρυα του Αγίου Λαυρέντιου αφού αυτή την ημέρα μαρτύρησε ο νεαρός διάκονος. Από τότε και κάθε Αύγουστο όταν τα βράδια κοντά στην γιορτή της Παναγίας φέρνω τα μάτια μου στον ουρανό θυμάμαι αυτή την ιστορία του Αγίου Λαυρεντίου, τον μαρτυρικό θάνατο στην φωτιά, και την μοναδική του πράξη να μοιράσει στους φτωχούς όλα όσα πολύτιμα ανήκαν στην εκκλησία της Ρώμης.