iporta.gr

Διήγημα: «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…»-Ψήγματα ευτυχίας με κουκούτσια από καρπούζι (κεφάλαιο 3ο), του Νίκου Βασιλειάδη

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, 

Pane di capo: Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ), Λεωφόρος Κρεμαστής & «Πηγές Καλλιθέας»

Νίκος Βασιλειάδης

Το «καλοκαιρινό» διήγημα του Νίκου Βασιλειάδη «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…» είναι στη διάθεσή των εκλεκτών αναγνωστών του iporta.gr. Εδώ ο πρόλογος

Ψήγματα ευτυχίας με κουκούτσια από καρπούζι.

Μέρα την μέρα η μαγεία του νησιού σε τύλιγε ολόκληρο, απαλά σαν γύρη από λουλούδια. Μέρες με γαλήνη και μια αίσθηση έξω από τον χρόνο, έτσι που νόμιζες πως δεν θα τελείωνε ποτέ. Κάθε καινούρια μέρα σε περίμενε, γυαλιστερή και πολύχρωμη σαν παιδική φαντασία και με τις ίδιες έξω από κάθε πραγματικότητα αποχρώσεις. Γύρω μου καθημερινά βρίσκονταν αμέτρητοι προορισμοί, χωράφια που στις άκρες τους ξεκουράζονταν πελώριες πράσινες φραγκοσυκιές με τους πεντανόστιμους αλλά και επικίνδυνους αν δεν ξέρεις καρπούς τους, ξερολιθιές που χώριζαν αμπέλια και πάνω τους σέρνονταν χρωματιστές σαύρες μικρά υψώματα με κατσιασμένες ελιές, και πάντα στο τέλος η ζεστή αστραφτερή θάλασσα των Κυκλάδων. Συνήθιζα μέσα σε αυτή την υπέροχη θάλασσα να ξαπλώνω ανάσκελα και να αφήνω τα κύματα να με λικνίζουν μαλακά πέρα – δώθε, σκεπάζοντάς με την θαλπωρή ενός ολομέταξου αρωματισμένου σεντονιού. Έκλεινα τα μάτια μου στον ήλιο και ονειρευόμουν ιστορίες με πειρατές, να έρχονται μέσα στα μαύρα τους τα πλοία και να κατεβαίνουν στο νησί με τα μαχαίρια τους στο στόμα, αφήνοντας ελεύθερα τα δυο τους χέρια για να μπορούν να αρπάξουν. Και τότες να ξεπροβάλλουν μέσα από τα στενά αρματωμένοι ιππότες με μακριά ατσάλινα σπαθιά, με κόκκινους μεγάλους σταυρούς στις ασημένιες ασπίδες και να τους ρίχνουν στο νερό που ξαφνικά βαφόταν κόκκινο. Συνήθως αυτές τις ονειροπολήσεις τις διέκοπτε κάποια φωνή από την ακτή ή κάποιος ηλιοκαμένος ψαράς με μπαλωμένο παντελόνι που περνούσε σχεδόν πλάι μου με την ξεθωριασμένη από τον ήλιο βάρκα του κουνώντας το κουπί μες στο νερό σαν την ουρά ψαριού. Εεεεεε, ώπα έλεγε με την τραχιά φωνή του, και σαν βεβαιωνόταν πως τον αντιλήφθηκα και άρχισα και πάλι να βρίσκομαι στην πραγματικότητα, με χαιρετούσε κουνώντας το χέρι του, αργά, τεμπέλικα και συνέχιζε τον δρόμο του στα καταγάλανα νερά αφήνοντας πίσω του το απαλό σιγανό τρίξιμο του κουπιού στον αρμό και τον παφλασμό κάθε φορά που έσκαβε την θάλασσα.

Και έτσι πέρναγαν οι μεγάλες γεμάτες ήλιο και αρμύρα μέρες. Με τις παρέες των παιδιών να χοροπηδάμε πάνω στα γκρεμισμένα μας κάστρα στα Κύματα , να τσαλαβουτάμε για ώρες στα ρηχά ή στα βαθιά να προσπαθούμε να ισορροπήσουμε όρθιοι πάνω σε ένα στρώμα θαλάσσης, να αναπνέεις την μυρωδιά του αντηλιακού, να εξασκείσαι για ώρες και μέρες στην ανάποδη τούμπα αφού είχες ξεπεράσει τον φόβο της βουτιάς χωρίς να κλείνουμε τη μύτη ή τα μάτια, να γελάμε με το πόσο μούλιασαν τα δάχτυλά μας, να τσακωνόμαστε για το ποιος θα κάνει τις πιο βαθιές αμμουδερές ανασκαφές, που δεν σταματούσαν παρά όταν βρίσκαμε… νερό. Να χαζεύεις το πέλαγος δαγκώνοντας με μεγάλες μπουκιές τον ζαχαρένιο λουκουμά.

Ψήγματα ευτυχίας με κουκούτσια από καρπούζι, την γεύση του φαγητού της γιαγιάς με φόντο εκείνο το πλαστικό τραπεζομάντιλο της δροσερής κουζίνας, στραπατσάδα με τριμμένη φέτα, κεφτέδες, γεμιστά, φρέσκα φασολάκια, οι βουτιές μέσα στην σαλάτα με τις ώριμες ντομάτες και την κάπαρη και η μάχη μεταξύ καρπουζιού και πεπονιού, που πάντα ξεχνιόταν όταν έμπαιναν στο παιχνίδι τα σταφύλια.

Τα βράδια στην πλατεία με ένα ολόκληρο καλαμπόκι, φρεσκοψημένο και μυρωδάτο από τη σχάρα του πλανόδιου στην περαντζάδα καθισμένος μέσα στην εξέδρα μουσικής να ξεφλουδίζεις το μαύρισμά σου και γύρω ο κόσμος σου ολόκληρος. Να κάνει βόλτες ή καθιστός σε αμέτρητες καρέκλες γύρω από τραπεζάκια. Σερβιτόροι ντυμένοι σαν λευκοί άρχοντες να πηγαινοέρχονται βιαστικά μ ‘ευκινησία τρέχοντας να προφτάσουν να σερβίρουν. Η μεγάλη κάτασπρη πλατεία με τις ψηλές τις φοινικιές και τα παρτέρια, με τη μαρμαρένια εξέδρα και τον κολοσσό του Δημαρχείου.

(Συνεχίζεται αύριο…) ΕΔΩτα δημοσιευμένα κεφάλαια του διηγήματος