iporta.gr

Διήγημα: «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…» – Στον Φοίνικα (κεφάλαιο 14ο), του Νίκου Βασιλειάδη

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, 

Pane di capo: Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ), Λεωφόρος Κρεμαστής & «Πηγές Καλλιθέας»

Νίκος Βασιλειάδης

Το «καλοκαιρινό» διήγημα του Νίκου Βασιλειάδη «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…» είναι στη διάθεσή των εκλεκτών αναγνωστών του iporta.gr. Εδώ ο πρόλογος

Στον Φοίνικα

Προς τον Δεκαπενταύγουστο το καλοκαίρι έφτανε στο αποκορύφωμά του. Στην χλωμή μαργαριταρένια αχλή του πρωινού, το λιμάνι με την πόλη έμοιαζε κουκλίστικο, χτισμένο με παιδικά τουβλάκια. Οι προσόψεις των παλιών σπιτιών της Ερμούπολης βαμμένες σε αποχρώσεις της ώχρας, του καφέ, λευκού και αχνού γαλάζιου έμοιαζαν με μια ζωγραφιά με παστέλ χρώματα. Καθώς η μέρα προχωρούσε ένας λαμπρός ανελέητος καυτός ήλιος έχασκε πάνω από το νησί και οι πέτρες με το χώμα έμοιαζαν να γίνονται ένας αναμμένος φούρνος που έχει στραγγίσει τα πάντα γύρω του από  κάθε ίχνος υγρασίας. Ακόμη και στην σκιά των δέντρων δεν μπορούσες πια  να βρεις δροσιά καθώς σε διαπέρναγε και σε στράγγιζε ο ζεστός  αέρας. Το χώμα έκαιγε κάτω από τα σανδάλια σου. Οι φωνές των τζιτζικιών δυνάμωναν και γινόντουσαν ολοένα και πιο επίμονες πιο διαπεραστικές. Τα μυρμήγκια πηγαινοέρχονταν πολυάσχολα αψηφώντας την ζέστη και που και που κάποια χρυσόμυγα με το σμαραγδένιο της κορμί πετούσε ανυπόμονα να κρυφτεί στην δροσιά των φύλλων.

Η θάλασσα ακίνητη να μοιάζει με μετάξι, τόσο ζεστή όσο ποτέ έμοιαζε με βερνικωμένη επιφάνεια που την διέκοπτε που και που μια αδύναμη ρυτίδα κύματος που ακουμπούσε νωχελικά στην ακτή. Τα λαλάρια σε απίστευτα σχήματα πηγαινοέρχονταν στην άκρη του κύματος και τρίβονταν το ένα με το άλλο, σε χρώματα που τα είχαν βάψει οι χυμοί της γης στιλβωμένα από το χάδι της θάλασσας. Άσπρα με καφετιές ρίγες, κόκκινα σαν αίμα με λευκά σημάδια, πράσινα, γαλάζια και απαλά γκρίζα ή στο βαθύ χρώμα της σκουριάς με λεπτά μυστικά ιερογλυφικά γραμμένα πάνω τους, μυστικοί κώδικες της φύσης, ένας θησαυρός από πολύτιμα πετράδια στην άκρη του νερού. Έμπαινα στο νερό και άφηνα το σώμα μου να βουλιάξει κρατώντας την αναπνοή μου για να ακούσω από τον βυθό το τραγούδι της ακρογιαλιάς, τον σιγανό ψίθυρο της άμμου, το μονότονο κροτάλισμα από τα βότσαλα στην άκρη της ακτής, σαν ένα πρωτόγονο μουσικό όργανο που έπαιζε την συναυλία της φύσης, μιας φύσης που ούτε περνούσε τότε από το μυαλό μου πως κάποτε ίσως και να κινδύνευε να χαθεί.

Η ομορφότερη ώρα να βρίσκεσαι στην θάλασσα ήταν το απόγευμα. Θυμάμαι σαν όνειρο την παραλία στο Φοίνικα, τις σιωπηλές στιγμές του δειλινού. Ήταν η ώρα που ο ήλιος κουρασμένος από το σκληρό του έργο κατά την διάρκεια της ημέρας, αποφάσιζε να αποσυρθεί πίσω στους μαλαματένιους κοιτώνες του κάτω από τα ζεστά νερά σπρώχνοντας την σκιά του Χαρασσώνα του βουνού του Φοίνικα με την μεγάλη  μαύρη και γυαλιστερή Σχιστή Πέτρα στην κορυφή του. Ένας τεράστιος ογκόλιθος που μοιάζει να έπεσε από τον ουρανό σαν φλεγόμενος μετεωρίτης.
Εκεί ψηλά κοντά στην κορυφή, ένας ψαράς της περιοχής κάποιο απόγευμα την ώρα που ξέμπλεκε τα δίχτυα του, μου είχε διηγηθεί πως υπήρχε ένα μέρος που το λέγανε Ηρακλειά, ονομασία που είχε πάρει από τον Ηρακλή καθώς τα αρχαία χρόνια υπήρχε  εκεί ένας βωμός που τιμούσε τον ημίθεο ήρωα. Ταξίδευα τότε με την φαντασία μου πως στα πανάρχαια χρόνια ο Ηρακλής που θα είχε βρεθεί στην παραλία του Φοίνικα  θα είχε αντικρύσει τον πελώριο μαύρο φλεγόμενο βράχο να πέφτει με δύναμη καταπάνω στο νησί έτοιμο να το κτυπήσει και να το κάνει να βουλιάξει μια  για πάντα, να χαθεί στα νερά του Αιγαίου. Τότε εκείνη την κρίσιμη στιγμή και κάτω από τα τρομαγμένα και απελπισμένα βλέμματα των αρχαίων Συριανών που έβλεπαν το τέλος να πλησιάζει σε μια στιγμή επίδειξης της τεράστιας δύναμής του ο ημίθεος θα άπλωσε και τα δυο του χέρια στον φλεγόμενο ουρανό και σταμάτησε τον μεγάλο μετεωρίτη που θα αφάνιζε τον τόπο.

Τον φανταζόμουν να τον παίρνει ενώ ακόμη έκαιγε και άχνιζε και να τον ακουμπά εκεί ψηλά στην κορυφή του βουνού με θέα την Τζιά την Σέριφο και την Κύθνο. Οι Συριανοί τότες για να τον ευχαριστήσουν, ευγνωμονώντας τον για την σωτηρία τους θα έστησαν έναν βωμό εκεί κοντά στον πελώριο βράχο που παραλίγο να γίνει η αιτία του αφανισμού τους.

Αυτή λοιπόν η γαλάζια και γκρίζα σκιά του Χαρασσώνα απλωνόταν πάνω από την παραλία κάνοντάς την στο απόβραδο να φαίνεται πιο δροσερή, στερημένη από τα χρώματα της μέρας. Μπορούσα να κάθομαι για ώρα πολύ κάτω από τα αρμυρίκια και να χαζεύω τα χρώματα της δύσης να θολώνουν και να μπερδεύονται πάνω από τα φρόνιμα κύματα που σιγά σιγά στην ράχη τους έπαιρναν ανταύγειες από το χρώμα του χρυσού, δώρο εφήμερο από έναν ήλιο που έδυε πια  κόκκινος σαν αίμα, σαν φλεγόμενο κυπαρίσσι.

Ήταν οι στιγμές που τα λιγοστά σύννεφα, βαμμένα σε ένα μωβ  -ροζ χρώμα άλλαζαν ρούχα και φόραγαν  την χρυσαφένια απόχρωση, λίγο πριν ο ήλιος αποφασίσει και  δώσει μια και βουτήξει μέσα στο νερό που με μιας βαφόταν με όλα τα χρώματα που θα μπορούσες να δεις συνταιριασμένα, θυμίζοντας εκείνες τις πολύχρωμες κουρελούδες που φτιάχνανε οι κυράδες στο νησί στρώνοντας στοργικά τα φρεσκοβερνικωμένα ξύλινα πατώματα των πέτρινων σπιτιών τους.

(Συνεχίζεται αύριο…) ΕΔΩ  τα δημοσιευμένα κεφάλαια του διηγήματος