iporta.gr

«Δίχως Καληνύχτα…», του Δημήτρη Ι. Μπρούχου

Δημήτρης Μπρούχος

«Δίχως καληνύχτα / φύγε μέσ’ στη νύχτα / κάψε την καρδιά μου / τα φτερά μου κόψε / κι εγώ θα κλάψω τ’ όνειρο / κι εγώ θα κλάψω τ’ όνειρο / που σκότωσες απόψε…»

PANE DI CAPO ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ

Με αυτούς τους στίχους του αξέχαστου Ηλία Λυμπερόπουλου, από το ομότιτλο τραγούδι «Δίχως καληνύχτα» σε μουσική Στέλλας Βοσκοπούλου, αποχαιρετώ έναν «αρχαίο» φίλο… Έναν τροβαδούρο, που κατάφερε να μπει στα σπίτια και στις καρδιές και να γίνει ίνδαλμα από τον τρόπο που ερμήνευε τα τραγούδια του (ήταν ο πρώτος ερμηνευτής που τραγούδησε όρθιος, έναντι του παλιού τρόπου ερμηνείας που ήθελε τους τραγουδιστές καθιστούς), από το άψογο ντύσιμό του, από την έμφυτη, ανεπιτήδευτη ευγένειά του και από το «στήσιμό» του στη σκηνή, θεατρική είτε μουσική, καθώς είχε διαγράψει από το λεξιλόγιό του τη λέξη «πίστα», θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να αναβαθμίσει τον πολιτισμό της μουσικής διασκέδασης. 

Τόλης Βοσκόπουλος…                                                  

Θεατράνθρωπος 60 χρόνια… Πειραιωτάκι, με καταγωγή από τις «Πατρίδες»… Σμύρνη, η αγαπημένη…  Το μόνο αγόρι ανάμεσα σε ένδεκα αδερφάδες, ξεστράτισε από την ανθούσα πατρική επιχείρηση και το όραμα του πατέρα του να τον προσθέσει στην ταμπέλα για να συνεχιστεί η ιστορία της, αποφασίζοντας να κυνηγήσει το όνειρό του. Συμπαραστάτης του σ’ αυτή του την απόφαση, ο ίδιος ο πατέρας του, που του έδωσε την ευκαιρία να δοκιμάσει τα κότσια του, «…για να μη μου παραπονεθείς  καμιά φορά, ότι ήθελες αυτό να γίνεις κι εγώ σε εμπόδισα», όπως  του είπε χαρακτηριστικά.

Δινότανε με πάθος στον έρωτα, αγάπησε, αγαπήθηκε ή μάλλον λατρεύτηκε από όλον τον κόσμο, γιατί άγγιζε όλον τον κόσμο.

Σεβόταν τον εαυτό του όσο και τον κόσμο, δίνοντάς του απλόχερα την έκφραση που ζητούσε και το συναίσθημα που χρειαζόταν, για να νοιώσει «άνθρωπος».                                                                     Με κώδικα αρχών και αξιών που δεν παραβίαζε, με σεμνότητα και με ήθος, πορεύτηκε 60 χρόνια, κάνοντάς μας πλουσιότερους σε συναισθήματα…

Ηθοποιός, συνθέτης και τραγουδιστής από τους σημαντικότερους στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού και μακράν ο πιο εμπορικός, ομολόγησε ο ίδιος κάποτε σε συνέντευξή του ότι ξεκινώντας το τραγούδι, πήρε μαζί του και τον ηθοποιό Βοσκόπουλο.                                                     Ίσως είναι και ο μόνος καλλιτέχνης στην Ελλάδα, που διεκδικεί τον τίτλο του σταρ.

Έγραψε ο ίδιος αλλά έγραψαν και γι’ αυτόν σπουδαία τραγούδια σημαντικοί συνθέτες, όπως ο Λυκούργος Μαρκέας, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Ζακ Ιακωβίδης, ο Γιώργος Κατσαρός, ο Μίμης Πλέσσας, ο Άκης Πάνου, ο Γιάννης Πάριος, ο Θανάσης Πολυκανδριώτης ,  ο Μάριος Τόκας  κ. ά. και στιχουργοί, όπως ο Κώστας Βίρβος, ο Μίμης Θειόπουλος, Ηλίας Λυμπερόπουλος, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, η Σόφη Παππά κ. ά.                                                                                     

Πίστεψε και στήριξε τον θεσμό του Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, στον οποίο πήρε μέρος τουλάχιστον τρεις φορές:

 Το 1969 με το τραγούδι «Εκείνη», σε μουσική δική του, στίχους του Ηλία Λυμπερόπουλου, ενορχήστρωση-διεύθυνση ορχήστρας Ζακ Ιακωβίδη και ερμηνεία από τους Γιάννη Βογιατζή και Πάνο Κόκκινο, το οποίο απέσπασε το Β΄ Βραβείο.                                                                                      Το 1970 με το τραγούδι «Αδέλφια μου Αλήτες Πουλιά», σε μουσική δική του, στίχους του Ηλία Λυμπερόπουλου, ενορχήστρωση-διεύθυνση ορχήστρας Κώστα Κλάβα και ερμηνεία Γιάννη Βογιατζή, το οποίο απέσπασε το Α΄ Βραβείο.                                                                                                 Και το 1972 με το τραγούδι «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά», σε μουσική και ερμηνεία δική του και σε στίχους-ενορχήστρωση-διεύθυνση ορχήστρας Χάρη Λυμπερόπουλου, το οποίο άφησε εποχή…

Του απέδωσαν τον τίτλο του «πρίγκηπα», γιατί αυτό ακριβώς ήταν.

 Στάθηκε πάντα δίπλα στους συνεργάτες του σαν αληθινός φίλος, συνέτρεχε πάντοτε αυτούς που είχαν ανάγκη, υποστηρίζοντας πάντοτε μοναδικά τα μηνύματα των τραγουδιών του.

Τον Τόλη τον γνώρισα προσωπικά μπροστά από 40 χρόνια αλλά συνδεθήκαμε μετά τον γάμο του με την Άντζελα Γκερέκου, το 1996.

Αναπτύξαμε μια σχέση αμοιβαίας αγάπης, εκτίμησης κι εμπιστοσύνης, αντλώντας προσωπικά πολλά διδάγματα από την πλούσια σε εμπειρίες ζωή του, καθώς μοιραζόμασταν σκέψεις, αναμνήσεις και σχέδια…

Εντύπωση μου έκανε ότι πάντοτε σηκωνόταν από τη θέση του για να με χαιρετίσει, κολάζοντάς το αστειευόμενος «δεν σέβομαι την ηλικία σου, σέβομαι τον ποιητή…».

Τελευταία φορά βρεθήκαμε στο αφιέρωμα στα 60 χρόνια παρουσίας του στο καλλιτεχνικό στερέωμα, που διάλεξε να το γιορτάσει στη Θεσσαλονίκη στο Αλεξάνδρειο Μέλαθρο, γνωστότερο ως Παλαί ντε Σπορ. Συμμετείχε η Φιλαρμονική Γαστουρίου (Κερκύρας) υπό τη διεύθυνση του Σπύρου Ράλλη, ενώ τον πλαισίωνε λαϊκή ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Παγιάτη, με σολίστες τον Μανόλη Καραντίνη στο μπουζούκι και τον Θανάση Βασιλόπουλο στο κλαρίνο.             

Με ένα εκπληκτικό «στήσιμο», με εμφανή συγκίνηση μπροστά σ’ ένα κοινό που τον αποθέωνε, «κέρασε» μερικές από τις συγκλονιστικότερες ερμηνείες του, με κορύφωση αυτή με την κόρη του Μαρία, σ’ ένα τραγούδι γραμμένο από εκείνον για εκείνη, όπου παντού μάτια γέμισαν δάκρυα…

Τον επισκέφτηκα στο τέλος, στο καμαρίνι του, με τη σύζυγό του Άντζελα (Γκερέκου) και τον Γιώργο (Παγιάτη).

 Παρ’ όλη την κούρασή του, σηκώθηκε όπως πάντα, με αγκάλιασε και μου ψιθύρισε: «Μαέστρο μου, μη χάνεσαι, έχουμε πράγματα να κάνουμε… Έλα να βγούμε μια φωτογραφία… » .

Αυτή η φωτογραφία της τελευταίας μας συνάντησης, κλείνει μέσα της συναισθήματα, εικόνες, βιώματα, ήχους μιας ολόκληρης ζωής…

Από δω και μπρος, σε αυτήν θα τον κοιτάω στα μάτια, κουβεντιάζοντας μαζί του, περιμένοντας την απάντηση ή τον αντίλογό του.

Μερικούς ανθρώπους, δεν τους αποχαιρετάς. Γιατί ποτέ δεν πεθαίνουν. Είναι σαν να άνοιξαν την πόρτα και να βγήκαν κάπου έξω για λίγο…

Δίχως καληνύχτα, παλιέ μου φίλε, «πρίγκηπα», θα κλάψω στ’ όνειρο που άφησες απόψε…

ΔΗΜΗΤΡΗΣ  Ι. ΜΠΡΟΥΧΟΣ