iporta.gr

Για τον Καρούζο. Πάλι!, του Μάνου Στεφανίδη

Ο Μάνος Στεφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης και Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ

Αχ τι σπουδαίο κείμενο, τι αληθινή ιστορία, τι ψυχωφελή τα θεωρούμενα ως ψεύδη της , τι αδαμάντινοι οι πρωταγωνιστές της , ανέπαφοι από βιοτικές ευτέλειες και άχρονοι μέσα στο ντομίνιο των λέξεων. Πάντα οι λέξεις, μόνο οι λέξεις, επειδή οι λέξεις η κόλαση και η σωτηρία μας. Ένα κείμενο που θα έπρεπε να διδάσκεται στην πρώτη γυμνασίου μαζί με την μελαγχολία του Οδυσσέα στην σπηλιά της Καλυψώς και το κλάμα του Αχιλλέα στην άκρη της θάλασσας, μια νύχτα σαν την χτεσινή. Έτσι ίσως σωθεί η επόμενη γενιά από τους άθλιους προγόνους της.
Ευχαριστούμε Ευγένιε για την μύηση, ευχαριστούμε Ίκαρε για την υπενθύμιση. Τίποτε καλύτερο από την συγκίνηση που σου ξαναπροκαλούν κείμενα που ήδη έχεις διαβάσει.
( Μνήμη Καρούζου, Τσιτσάνη , Μπέλου, Λάγιου, Ησαΐα και λοιπών μεταστάντων που όμως δεν έφυγαν ποτέ ).

Γράφει ο ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ

(Κείμενο του 2015, via Ικάρος Μπαμπασάκης)

” … Ο Ιάλυσος, γιος της Κυδίππης και του Κέρκαφου, είχε ιδρύσει την πόλη Ρόδο και πολύ σωστά έπραξε αφού, στην αντίθετη περίπτωση, οι ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη δεν θα είχαν αγοράσει το νησί το 1309.
Κατόπιν, ο Χιλιανός Αλεχάντρο Χοντορόφσκι ίδρυσε το σουρεαλιστικό κίνημα S.ΝΟΒ. Τέλος, ο συγγραφέας Γιώργος Σκούρτης, το 1987, ίδρυσε τη «Ράμπα», το διάσημο μπαράκι στην Τσαμαδού. Εκεί σύχναζε διψασμένος ο Νίκος Καρούζος, ο προ-προτελευταίος ίσως μεγάλος μας ποιητής, με τις τσέπες του συνήθως άδειες, εκτός κι αν είχε εισπράξει κάποια σωτήρια προκαταβολή απ’ τον Καστανιώτη ή απ’ την «Εστία». Ο Σκούρτης βέβαια ήταν κάθε άλλο παρά απρόθυμος να αποτελέσει υπόδειγμα οικοδεσπότη απέναντι στον ξεχωριστό του θαμώνα· αυτός, με τη σειρά του, σκάρωνε πού και πού, επί τόπου, ένα ποίημα και το άφηνε με τον πομπώδη, βαθυστόχαστο, κάπως σπασμωδικό του τρόπο πάνω στον πάγκο, σαν κλητήριο θέσπισμα.
Η συνήθεια του Καρούζου να χαρίζει ποιήματα σε φίλους και γνωστούς ή να αποζημιώνει, μέσω αυτών, για τις οφειλές του σε ορισμένα μπαρ ή και εστιατόρια, όπως έκανε ο Πικάσο με τα σκίτσα του αν πιστέψουμε τον θρύλο, μας καλεί να του αναγνωρίσουμε την πρωτοτυπία της άσκησης μιας ιδιαίτερης μορφής αφιέρωσης. Οχι εκείνης της τετριμμένης που συνοδεύει το χειρόγραφο δίκην ρητής προμετωπίδας -στον τάδε ή στη δείνα-, επαναλαμβανόμενη στο τυπωμένο κείμενο, και την οποία έβρισκες στη μαύρη αγορά για πενταροδεκάρες, όχι! Εδώ γινόταν παραχώρηση του ίδιου του αντικειμένου, της ίδιας της σελίδας, οριστικά και αποκλειστικά δικής σου, εσένα του παραλήπτη, δίχως καν ο συγγραφέας να έχει κρατήσει αντίγραφο. Που σημαίνει ενδεχομένως το αποκορύφωμα μιας γενναιόδωρης παρόρμησης εν ονόματι του παρόντος ως ενεργοποιημένου λίκνου αυθόρμητων συμβάντων. Θα λέγαμε το ίδιο και για τους παραχωρητικούς αυτοσχεδιασμούς του Λάγιου, αν δεν ήταν πασίγνωστη η τερατώδης μνημονική του ικανότητα, κατά τι ανώτερη εκείνης του Καρούζου, οπότε όλοι υποπτεύονταν ότι κρατούσε αντίγραφα στα νευρικά κύτταρα του ιππόκαμπου του εγκεφάλου του. Οι ομοιοκαταληξίες σχημάτιζαν τις αλυσίδες των πρωτεϊνών.
Αυτή είναι άλλωστε η υπονοούμενη αντιστοιχία με το χρήμα, όταν ποιήματα γραμμένα επί τόπου εξοφλούσαν το κέρασμα της βότκας στη «Ράμπα» ή στο «Dada» ή στο «Flower» ή στο «18», αραιωμένης με ελάχιστο τόνικ, για να μην αναφέρουμε και τα ούζα (συνήθως Mini). Οχι ότι υπήρξε ποτέ κανένας σοβαρός μπάρμαν που θα δεχόταν τις λέξεις, ειδικά τέτοιες λέξεις, σαν ταμειακό αντίτιμο, ωστόσο κάποιοι απ’ αυτούς που ενδιαφέρονταν διακαώς για τον Νίκο, όπως ο Λώρας, που τον υποδεχόταν με την ηχηρή προσφώνηση «Δάσκαλε!!!» και χτυπώντας τα κουδούνια, ενέδιδαν στη δική του αντίληψη της αναχωρητικής πενίας, συμμορφούμενοι με τους όρους ενός πρωτόγονου οικονομικού μοντέλου ανταλλαγής αγαθών, όπου τα δύο μέρη συνομιλούσαν κατ’ ανάγκην διαρκούσης της ριψοκίνδυνης προόδου μιας, εξαντλητικής μεν αλλά, ως επί το πλείστον, εγκάρδιας αμοιβαιότητας. Αυτή καρποφορούσε μέσα στις αναθυμιάσεις του αλκοόλ, όπου η ικανοποίηση του να δίνεις, ομολογουμένως εύθραυστη μεταξύ τόσο ιδιόρρυθμων ατόμων, δεν ήταν εντούτοις περισσότερο αμφίβολη, ούτε λιγότερο ειλικρινής, από εκείνη του να αποδέχεσαι. Στον Καρούζο άρεσε να βλέπει το ποίημα να εξάπτει την πραγματικότητα, εξασφαλίζοντάς της μια δραστική και ακαριαία αναλαμπή, κατά το πρότυπο του χαϊκού, βλέποντάς το να αιωρείται ανάμεσα στη στιγμή της γέννησης και τη στιγμή που ενταφιάζεται στην εμπειρία του ενθυμίου. Διότι γνώριζε, όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές, ότι κάθε ποίημα είναι αποχαιρετιστήριο.
Η νύχτα ευλογούσε τα παραπάνω από διακριτική απόσταση. Μερικά απ’ αυτά τα κειμήλια ήταν εκ των προτέρων σφυρηλατημένα στο πληκτρολόγιο μιας αρχαίας γραφομηχανής, καθώς τα ετοίμαζε πριν ξεκινήσει από την υπόγεια γκαρσονιέρα του, στην οδό Σούτσου, σκοπίμως επιπλωμένη σαν κελί φυλακής, με κατεύθυνση κάποιο σπίτι του οποίου ο νοικοκύρης αδίκως περίμενε, ως εχέγγυο τακτοποίησης υποχρεώσεων, την περίφημη φαρδιά κόκκινη κορδέλα της συσκευασίας του ζαχαροπλαστείου. Με την εγγενή του ιδιοτροπία, το ποίημα που χαριζόταν αντί για ένα κουτί γλυκά ή ένα μπουκάλι Ballantine’s διέλυε κάθε υπόλειμμα αμηχανίας στο κατώφλι μιας ανεπιθύμητης επισημότητας. Έτσι πολλοί ιδιώτες βρέθηκαν σήμερα να έχουν στην κατοχή τους κείμενα του Νίκου, μεταξύ των οποίων αρκετά λογοτεχνικά διαμάντια. Επιπλέον, άλλα ποιήματα κοιμόνταν σε φακέλους και σε συρτάρια, και υπήρχαν εκεί, όσο και σε κορνίζες, όπως στο σπίτι μου π.χ. διάσπαρτοι στίχοι, ζωγραφιές λουλουδιών, σκαριφήματα και σιβυλλικές σημειώσεις, επίσης όλων των ειδών τα καρουζικά αποφθέγματα σε ηρακλείτειους τόνους, όσο και απρόσμενες διευκρινήσεις στην πίσω όψη φωτογραφιών, για να μην πούμε και για τα μικρά πεζά που δεν ήξερες αν η κρυμμένη στιχουργική τους απαιτούσε να υπολογιστεί ως λυρική υποθήκη ή αν ήταν επί τούτου σχεδιασμένη για να περάσει απαρατήρητη και να στοιχειώσει στην υποσημείωση κάποιου ανοιχτομάτη επιμελητή.
Δέκα εννέα χρόνια απ’ τον θάνατο του Νίκου Καρούζου, ο θρύλος αυτής της διασποράς έδωσε στον Ίκαρο και στη Μαίρη Μεϊμαράκη, κληρονόμο των πνευματικών του δικαιωμάτων, την ιδέα να περισυλλέξουν ό,τι πιο ελκυστικό υπήρχε εδώ κι εκεί σ’ ένα βιβλίο που δεν θα ανήκε μεν στο Corpus, δηλαδή στον δίτομο Κανόνα των εγκεκριμένων ποιημάτων τα οποία είχαν καταχωρηθεί αμετακλήτως στις συλλογές, αλλά θα συγκροτούσε ένα μυστηριώδες και χαριτωμένο πάρεργο, ιδανικό για μελετητές και λάτρεις του έργου ή απλώς κάτι σαν το Τετράδιο Γυμνασμάτων Β’ του Σεφέρη. Η Μαριλένα Πανουργιά, της οποίας την έμφυτη χάρη ο υποφαινόμενος είχε κάποτε θεωρήσει ως το υπ’ αριθμόν ένα εκδοτικό μυστικό της δεκαετίας, είχε την καλοσύνη να του αναθέσει τα περαιτέρω.
Μια τέτοια φιλοδοξία συνεπαγόταν έναν αγώνα δρόμου για να εντοπιστούν τα κείμενα, δηλαδή να ειδοποιηθούν οι ανάδοχες οικογένειες των ορφανών ώστε να προσφέρουν αντίγραφα. Στον μαραθώνιο των επαφών που ακολούθησαν, άνθρωποι όπως ο Σκούρτης, ο Μάνος Στεφανίδης, η Εύα Μπέη, η Λέλη Μπέη, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, το ζεύγος Ξένου, ο Αλέξης Ζήρας, ο Κώστας Σοφιανός, ο Γιάννης Πατίλης, ο Χάρης Βρόντος, ο Θάνος Σταθόπουλος και πολλοί άλλοι ανταποκρίθηκαν με προθυμία, ενίοτε φλογερή, και το υλικό άρχισε να συγκεντρώνεται στα γραφεία της οδού Βουλής 4, για να παραπεμφθεί στη φιλόλογο Μαρία Αρμύρα, με στόχο μια πρώτη ταξινόμηση. Κάποια τιμητική κινητικότητα γύρω απ’ τα πνευματικά ερείπια του διάτρητου έργου του Νίκου είχε ήδη αρχίσει να γίνεται αισθητή μαζί με τις συζητήσεις σχετικά με το μάταιον του ποιήματος μιας χρήσεως -πεποίθηση που ο Καρούζος είχε αντλήσει απ’ τον βουδισμό ζεν- ή την αθώα χριστιανική προκατάληψη σύμφωνα με την οποία η ανώτερη μορφή πολυτιμότητας που μπορεί να αποδοθεί σ’ ένα αντικείμενο είναι ο χαρακτήρας του Λάβετε εξ αυτού πάντες. Αμήν. Και μήπως δεν ζούσαμε σ’ έναν κόσμο ασαφή και διφορούμενο ως προς το τι είναι ιδιόκτητο και τι ανήκει στη δημοσιότητα; Ενα φωτοτυπικό μηχάνημα ή ένα σκάνερ σου επέτρεπε να επιστρέψεις το δώρο και, συνάμα, να το κρατήσεις.
Ετσι άρχισαν να φτάνουν στο φως λησμονημένα τεκμήρια, συμπαρασύροντας στην ανάδυσή τους προφορικές μαρτυρίες ολοκληρωτικά παράλογες ή και ευτράπελες, διότι τίποτα δεν συνδέεται στενότερα μ’ ένα τραγικό πνεύμα, όπως αυτό του πρωταγωνιστή μας, απ’ ό,τι οι εμπειρίες εκείνες όπου η απόγνωση φωτίζεται από αστραπές κωμωδίας. Φέρ’ ειπείν, καθώς ο Τσιτσάνης και η Μπέλλου τραγουδούσαν εναλλάξ στη θολή ατμόσφαιρα του «Σκοπευτηρίου», στην Καισαριανή, υποφέροντας στωικά την εκτροπή του αυθεντικού ρεμπέτικου ρεύματος στην κοίτη του φτηνού ηλεκτρικού ήχου, και ενώ ο Καρούζος απολάμβανε το ουίσκι του με τον ποιητή Νίκο Τρίκολα και την εκκεντρική Νανά Ησαΐα, αιωνία της η μνήμη, προέκυψε ένα θέμα ζωής και θανάτου, κυριολεκτικά και μεταφορικά, όταν ο επικεφαλής της παρέας άρπαξε ένα κομμάτι χαρτί και, γράφοντας δυο τρεις λέξεις, ζήτησε απ’ τον συνονόματό του να το πάει ώς το πάλκο για να το υπογράψει ο Συνθέτης αυτοπροσώπως. Το περιεχόμενου του καρουζικού χρησμού ήταν:

ΤΣΙΤΣΑΝΗ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

Το 1993, ένας Μεξικάνος που θορυβήθηκε απ’ τα όσα δυσάρεστα του είπε η χαρτορίχτρα Γκλόρια Βιλιανουέβα διαβάζοντας τα ταρό, τράβηξε απ’ τη ζώνη του ένα περίστροφο των 9 mm και τής έριξε δύο σφαίρες στο κεφάλι. Απεναντίας, ο αξιολάτρευτος Τσιτσάνης, που τραγουδούσε με το μειλίχιο, καλοκάγαθο, κάπως βαριεστημένο στιλ του, και έχοντας ενδεχομένως γλαρώσει λιγάκι απ’ τα τσιγαριλίκια του, πήρε το στυλό που του ενεχείρισε ο Τρίκολας και υπέγραψε ευχαρίστως. Η Μπέλλου, με τη θεσπέσια, συνταρακτική φωνή της, φωνή θεοσκότεινη και συνάμα υπέρλαμπρη, καθόταν σε αγαλματώδη ακινησία ερμηνεύοντας το «Πάλι στις τρεις ήρθες εχτές να κοιμηθείς» και υπάρχουν αυτήκοοι μάρτυρες που βεβαιώνουν ότι ήταν σαν να τραγουδούσε ο ίδιος ο θάνατος. Κατ’ ουσίαν, η Σωτηρία δεν τραγουδούσε σαν τον θάνατο αλλά σαν νεκρή – μια προσωπίδα που αναγνωρίζει κανείς και στον Καζαντζίδη, εν μέρει δε και στον Στράτο Διονυσίου. Και στον Τσιτσάνη, φυσικά, αν και αυτός το αγνοούσε, δηλαδή αγνοούσε ότι, πέραν ενός ορίου, το τραγούδι δεν πήγαζε απ’ τον ίδιο τον τραγουδιστή αλλά κατευθείαν από τα έγκατα του συμβολικού συστήματος, τουτέστιν απ’ τη συνάθροιση της ολομέλειας των πνευμάτων που κυβερνούσαν τον ωκεανό των συγκινήσεων της μουσικής παράδοσης. Για να μην ξεχνάμε πώς το έλεγαν παλιότερα, η μουσική πήγαζε απ’ τον Αδη. Ασφαλώς, ούτε η Μπέλλου το ήξερε, όμως το ήξερε η φωνή της. Εντούτοις, δεν υπήρχε εκεί γύρω, στον φορτισμένο αέρα, ούτε ίχνος μακάβριου υπαινιγμού και όλοι καλοπερνούσαν -ο Τσιτσάνης εργαζόμενος με αυτόματο πιλότο, η Μπέλλου περιμένοντας να σχολάσει για να ρίξει καμιά ζαριά, ο Καρούζος, ο Τρίκολας, η Ησαΐα, οι φοιτητές, η μεσήλικη πελατεία, μέχρι και τα γκαρσόνια, που λέει ο λόγος. Οπως στην Εκκλησία, τουλάχιστον την Ορθόδοξη, όπου βασιλεύει η έμμονη ιδέα του ζωοποιού θανάτου, το μουρμουρητό του Τσιτσάνη είχε το ύφος της άφεσης αμαρτιών, συν εκείνη την πικρή γλύκα που συναντάμε στη συμπεριφορά των πληγωμένων ζώων ή στα φρούτα του φθινοπώρου. Για την ακρίβεια, κάτι στο βάθος της νιαουριστής φωνής του θύμιζε σουρντίνα ή, καλύτερα, τον ήχο απ’ τις ρόδες της άμαξας που περνούσε μπροστά απ’ το σπίτι του ετοιμοθάνατου Βέρντι, όπου οι γείτονες είχαν στρώσει άχυρα για να αποτρέψουν την ενόχληση του διάσημου ασθενούς. Η μονότονη κλάψα αυτής της ρυθμικής εξομολόγησης οδηγούσε σ’ ένα τοπίο απ’ αυτά όπου πάντοτε ψιλοβρέχει.
Με ρωτάτε τι σήμαινε το σημείωμα του Καρούζου. Τι να σας πω; Πιθανόν ότι ο Τσιτσάνης ανήκε σ’ εκείνη τη υπέρμετρα ευγενή στόφα ανθρώπων που δεν αξίζει να ζουν στη γη και που η θέση τους είναι με τους αγγέλους. Ισως πάλι να επρόκειτο για χειρονομία ισοδύναμη της πλαστής επιταγής που φιλοτέχνησε ο Ντισάν για να πληρώσει τον οδοντίατρό του ή για υπόμνηση τύπου βουδιστικού κοάν, δηλαδή για μιαν αντιφατική φράση που διατυπωνόταν με την ελπίδα ότι ο παραλήπτης θα φωτιζόταν διά του παραδόξου. Αλλά, ως προς τι να φωτιστεί ο Τσιτσάνης και μάλιστα από το ζεν; Ηδη απαύγαζε, έστω με το αποτσίγαρο ακουμπισμένο στο φρικτό, πελώριο, μαύρο ηχείο, στ’ αριστερά του. Είμαστε εξάλλου υποχρεωμένοι να αποκλείσουμε την περίπτωση κατά την οποία ο Καρούζος, εκνευρισμένος από την έξαρση της καταναλωτικής παρακμής που απειλούσε την αίγλη του μουσικού μας κληροδοτήματος ή από κάποιο στρίγκλισμα της μικροφωνικής εγκατάστασης ή κι από μιαν αναπάντεχη αργοπορία του σερβιτόρου, βιάστηκε να συνδέσει τις τρέχουσες ευτυχίες της αλκοολικής χαλάρωσης με τη θανατική καταδίκη, όπως έκανε για παράδειγμα ο γρουσούζης και δύστροπος Μπραμς, για τον οποίο ελέγετο (από την οικονόμο του) πως, όταν ήταν ευτυχισμένος, καθόταν στο πιάνο και έπαιζε το αγαπημένο του τραγούδι με τίτλο «Ο τάφος είναι η χαρά μου».
Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, δεν θα χρειαζόταν η συγκατάθεση του Τσιτσάνη.
Κι έπειτα, σε τι θα ωφελούσε να πεθάνει ο μέγας ρεμπέτης αν ήταν κιόλας νεκρός; Αυτό θα αναλογούσε στην εκταφή και τον απαγχονισμό του Κρόμβελ δύο χρόνια μετά απ’ τον θάνατό του, με διαταγή του Καρόλου Β’. Σημειωτέον ότι, μιλώντας για νεκρούς, στην περίπτωσή μας και υπό την έννοια ότι μόνον το ψεύτικο ζει στο διηνεκές, αναφερόμαστε σε όντα βυθισμένα ούτως ειπείν στην άβυσσο της αλήθειας των γεγονότων. Σωρεία παρεμφερών ερωτημάτων συνοδεύει άλλωστε την αναπόφευκτη συσχέτιση της εντολής του Καρούζου με τη θεολογική παραδοχή ότι, για να ζήσει ένας άνθρωπος, πρέπει προηγουμένως να πεθάνει μέσω της επίπονης μύησης στη βαθμιαία απέκδυση του Εγώ, όπως τίθεται ας πούμε στην Β’ Προς Κορινθίους. Αυτή την απέκδυση γιορτάζει και το ρεμπέτικο. Ο Καρούζος πρέπει να αγαπούσε τον Τσιτσάνη φανατικά και μπορεί να επιθυμούσε, την ώρα εκείνη, να καταλάβει γι’ αυτόν τα πάντα, σε βάθος, ώς τον πιο ενδόμυχο πυθμένα της ύπαρξής του. Ο Λόρενς (προσοχή: όχι ο Λώρας, ο Λόρενς) είχε γράψει ότι «για να γνωρίσεις στ’ αλήθεια κάποιον, πρέπει να τον σκοτώσεις». Τέλος, μπορεί ο χρησμός να προέτρεπε τον Τσιτσάνη να κάνει τον συλλογισμό ότι, ούτως ή άλλως, αν η μουσική ήταν η σωτηρία του πνεύματός μας, το αποτέλεσμα δεν μεταβαλλόταν. Ο Καρούζος υποστήριζε το ίδιο για τον εαυτό του: «Εάν πεθάνω γλίτωσα· εάν επιζήσω γλίτωσα / πάλι.» (Β: 476) Ή, όπως το έθεσε η Αΐντα Λουπίνο στο «We Live Again», ήδη το 1934: «Αν πιεις, πεθαίνεις, αν δεν πιεις, πάλι πεθαίνεις. Αρα πιες».
Ολα τα παραπάνω συνέβαιναν ερήμην της λουλουδούς, ονόματι Καραχάλιου Ελισάβετ του Σπυρίδωνος, που κυκλοφορούσε ανάμεσα στα τραπέζια νομίζοντας ότι όντως είναι μια λουλουδού ονόματι Ελισάβετ που δουλεύει για τα προς το ζην. Τεράστια πλάνη! Παίρνουμε το θάρρος να υποθέσουμε ότι την πονούσαν ελαφρά τα πόδια της ένεκα των ψηλών τακουνιών κι ότι η ενόχληση αυτή επιδρούσε υπό μορφήν αντιπερισπασμού ως προς τη σύλληψη των απόκοσμων συχνοτήτων της πραγματικότητας που την περιελάμβανε και, άρα, τη συνιστούσε. Ξαφνικά, ο Τσιτσάνης, έχοντας μισοσυνέλθει απ’ τη μαστούρα, θυμήθηκε αμυδρά το σημείωμα που είχε φτάσει σ’ αυτόν σαν ετυμηγορία ενόρκων και, αφού κάλεσε την περί ης ο λόγος, της ζήτησε να ρωτήσει «εκείνον εκεί τον κύριο» (έτσι το έθεσε), δείχνοντας με την προέκταση του βλέμματός του τον Καρούζο, να της πει (ώστε να του πει) τι ακριβώς είχε υπογράψει. Αυτή εκτέλεσε το καθήκον της σεμνά, χωρίς να βρει προσκόμματα και γυρίζοντας στον Τσιτσάνη ανακοίνωσε επί λέξει:
«Υπογράψατε ένα χαρτί που έλεγε “Τσιτσάνη, πρέπει να πεθάνεις”».
«Α, καλά…» είπε ο Τσιτσάνης και, κατόπιν, σηκώθηκε με αργές κινήσεις για να πάει σ’ ένα τραπέζι, στη γωνία, να τσιμπήσει τα απαραίτητα. Προς στιγμήν ανησύχησε μήπως είχε υπογράψει κανένα γραμμάτιο. Μάλιστα, ένας θρύλος που διασώζει η νύχτα και που οι μελετητές του ρεμπέτικου συναντούν σε ποικίλες παραλλαγές μιλάει για ένα σωρό ακόμη θαύματα. Επί παραδείγματι, φημολογείται πως, όταν έκλεισε το «Σκοπευτήριο», τα φαντάσματα των σερβιτόρων συγκεντρώνονταν και γλεντούσαν χορεύοντας και τραγουδώντας, περιπαθώς, όπως αρμόζει στο ιαμβικό τετράμετρο, το «Απόψε κάνεις μπαμ», έχοντας τροποποιήσει τους στίχους για την περίσταση. Συγκεκριμένα, αντί τού πένθιμου «Απόψε στου Τσιτσάνη πω πω τι έχει να γίνει!» (τι θα γινόταν δηλαδή;), ακουγόταν το χαρμόσυνο:
«Να πείτε του Τσιτσάνη πως πρέπει να πεθάνει»!
Κι ένας σκύλος, που καθόταν απ’ έξω περιμένοντας εις μάτην κανένα κόκαλο απ’ τα αποφάγια, άκουσε τη φασαρία και σκέφτηκε: «Είδες; Για να λένε ότι πρέπει να πεθάνει ο Τσιτσάνης, πα’ να πει ότι ζει!»
Την ιστορία αφηγήθηκε ο Τρίκολας στον Αριστηνό κι αυτός σ’ εμένα κι εγώ έβγαλα το συμπέρασμα ότι η μουσική είναι μια χώρα όπου θα σου δοθεί χάρη μόνον αν μπορέσεις να αποδείξεις ότι δεν τη χρειάζεσαι.
Παρεμπιπτόντως, η Γκλόρια Βιλιανουέβα επέζησε της δοκιμασίας.
Ευλογημένες οι λέξεις που περιμένουν τον αναγνώστη τους για χρόνια. Πολλά είναι τα ταξίδια δίχως προορισμό. Όμως κανένα ταξίδι δεν είναι δίχως αφετηρία…”

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, 

Pane di capo: Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ), Λεωφόρος Κρεμαστής & «Πηγές Καλλιθέας»

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.   

The article expresses the views of the author      

iPorta.gr