iporta.gr

Για ένα κιλό κιμά, του Δημήτρη Κατσούλα

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, «Πηγές Καλλιθέας»

και  Pane di capo στη Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου στο ύψος του ΙΚΑ & Λεωφόρος Κρεμαστής

Δημήτρης Κατσούλας

Ο υδράργυρος χτυπάει κόκκινο. Ζέστη ανάμεικτη με υγρασία κάνουν τη ζωή ανυπόφορη. Η άσφαλτος ένα σκέτο καμίνι που αχνίζει κι ο ιδρώτας στο μακό του το μπλουζάκι άρχισε να αλλοιώνει τα χρώματά του. Λιοπύρι, και είναι έντεκα το πρωί.

Για να ‘ναι σίγουρος, ρίχνει μια τελευταία ματιά στο σημείωμα που έχει στην τσέπη του παντελονιού του προτού μπει στο κρεοπωλείο. Ένα κιλό κιμάς υπογραμμισμένο – ούτε γραμμάριο παραπάνω – και πέντε μπριζόλες χοιρινές, όση ακριβώς είναι η φαμελιά.

Ο καιρός που κάποτε γίνονταν και τραπεζώματα στο σπίτι με φίλους πέρασε ανεπιστρεπτί. Στο πεζοδρόμιο έξω από το κρεοπωλείο κίνηση αρκετή. Οι περισσότεροι χαζεύουν απλώς τα κρέατα, αλλά και ο δρόμος στενός όπως είναι, πού να βρει χώρο να παρκάρει. Αναγκαστικά διπλοπαρκάρει εκατό περίπου μέτρα μακριά, έχοντας όμως και την προσοχή του στο αμάξι. Φοβόταν την τροχαία, φοβόταν μη τυχόν στο γυρισμό έβρισκε καμιά κλήση, και πού καιρός για τέτοια.

Του τύλιξαν τις μπριζόλες στα γρήγορα σ’ ένα χαρτί φιρμάτο, πλήρωσε βιαστικά κι έτρεξε προς το αυτοκίνητο. Ακουμπάει τη σακούλα στο κάθισμα του συνοδηγού – ποσώς τον ένοιαζε κι αν έσταζε αίματα, ποσώς κι αν λέρωνε το κάθισμα. Βάζει εμπρός για να φύγει γιατί βιάζεται. Ο μικρός του γιος είναι στο γήπεδο για τον Σαββατιάτικο μαραθώνιο.

Ξαφνικά καθ’ οδόν, αντιλαμβάνεται πως ξέχασε τον κιμά. Το ένα κιλό κιμά που έγραφε στο σημείωμα. Επιστρέφει ξανά στο κρεοπωλείο. Το αυτοκίνητο αναμμένο στα πρόχειρα το βάζει πάνω σε μια γωνία. Δεν θ’ αργούσε εξ άλλου. Ζητεί συγγνώμη από τους ελάχιστους πελάτες και προχωρεί προς το μέρος του χασάπη. Εκείνος του κάνει νόημα να μην αγχώνεται. Μέσα όμως από το κρεοπωλείο όλο και κλεφτές ματιές έριχνε προς το αναμμένο αυτοκίνητο που παράτησε πιο κάτω. Α!, σκέφτηκε: έχω και την πόρτα ξεκλείδωτη…, μη τυχόν κάποιος… Και ξαφνικά τον βλέπει. Ένας πενηντάχρονος, μπορεί και εξηντάχρονος να τρεκλίζει, σχεδόν μετρώντας το δρόμο με τα πέρα δώθε ακανόνιστα βήματά του. Πλησιάζει το αυτοκίνητο και στα μουλωχτά αρπάζει το πακέτο με τις μπριζόλες που είχε παρατήσει στο κάθισμα του συνοδηγού. Ξανακοιτάζει δεξιά αριστερά και μ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης για το κατόρθωμά του αρχίζει ν’ απομακρύνεται.

Μέσα από το κρεοπωλείο που τον είδε, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, θόλωσε το μυαλό του και η πίεσή του μπορεί να ξεπέρασε και το είκοσι. Τον αλήτη! Καλά άκουγε ότι με την κρίση αυξήθηκαν και οι κλεψιές. Επιταχύνει το βήμα του στην προσπάθειά του να τον πετύχαινε κάπου, έστω στο παρακάτω στενό. Εξ άλλου τρεκλίζοντας περπατούσε, πόσο τάχα να απομακρυνόταν; Θα του άρπαζε το κρέας από τα χέρια, θα τον ξεφώνιζε κιόλας μπροστά στον κόσμο. Κλέφτης!, Κλέφτης! Πώς έχεις τη δύναμη ρε ρεμάλι και κλέβεις τον κόπο και το αίμα του αλλουνού; Κι επειδή υπάρχει κρίση, έχεις το δικαίωμα κύριε να την χρησιμοποιείς και να βγαίνεις στη ζητιανιά; Ποιος σου είπε ότι η κρίση νομιμοποιεί την κλεψιά; Ποιος, ε;

Ήδη τον είχε κιόλας πλησιάσει. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να σηκώσει το χέρι του και να τον αρπάξει από τον γιακά, τον ξανακοίταξε φευγαλέα. Παγώνει για λίγο, τον ξανακοιτά και μένει σαν χάνος με το στόμα ανοιχτό. Ο Χάρης ήταν, ο μαραγκός! Ναι, ο Χάρης που είχε επιδιορθώσει σχετικά πρόσφατα τα κουφώματα του αδελφού του, που τους είχε βοηθήσει και στο εξοχικό όταν το έστηναν, ο Χάρης ο καλύτερος μαραγκός της πόλης αλλά και των περιχώρων. Στην ουσία, ποιος Χάρης δηλαδή; Ένα σκέτο κουφάρι, ένας σκελετός πρόχειρα συναρμολογημένος, με δυο παπούτσια όπου μέσα τους χωρούσαν άλλα δυο πληγωμένα πόδια σαν τα δικά του, ένα ολόρθο φάντασμα.
Ναι, ο Χάρης! Ο Χάρης ο λεβεντάνθρωπος και ο κιμπάρης, ο οικογενειάρχης με τα τρία παιδιά, όπου όταν είδε ότι οι δουλειές στην οικοδομή μηδενίστηκαν, ένοιωσε άχρηστος, και του σάλεψε το μυαλό. Όλους τους παράτησε στο σπίτι (παιδιά και γυναίκα) και σαν σκιά τώρα γυρνούσε μέσα στην πόλη, σαν ένα σκουπίδι στον άνεμο. Τώρα εξαφανιζόταν σαν μικρό παιδί που βιάζεται να κρυφτεί μετά τη ζημιά, προκειμένου να ξεφύγει από τα μαλώματα της μάνας του.

Ο κόσμος μίκρυνε. Μίκρυνε κι αλάφρωσε. Αλάφρωσε τόσο όσο ένα κιλό κιμάς σαν κι αυτόν που κρατούσε στα χέρια του. Αυτά τα έρημα τα πόδια μόνο βάρυναν κι έγιναν ασήκωτα που είναι αδύνατον να προχωρήσει. Έκανε τάχα πως χαζεύει στη βιτρίνα με τα καλοκαιρινά, προκειμένου να φύγει ο άλλος, ν’ απομακρυνθεί… Σκουντούφλησε πάνω σ’ ένα περίπτερο, γλίστρησε κι έπεσε πάνω σ’ έναν διερχόμενο. «Με συγχωρείτε κύριε, έχω δυο παλιές πληγές πάνω ψηλά στους μηρούς μου που περνάει από μέσα και καλαμάκι, μια αστάθεια…», ψέλλισε.

Κι ύστερα νοιώθει την καρδιά του να σχίζεται, να κόβεται σε ψιλές ψιλές μπουκίτσες σαν αυτές του κιμά που κρατούσε στα παράλυτα χέρια του.

Κι ύστερα να έρχονται να τσιμπούν αυτές τις ψιλές ψιλές μπουκίτσες από την σπαραλιασμένη του καρδιά τα πουλιά της δυστυχίας. Η καρδιά του ζυγίζει ένα κιλό κιμάς. Ξάφνου του έρχεται στο μυαλό το «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το Σώμα μου…», αυτό δηλαδή που μεταλάμβανε μικρός στην Κυριακάτικη λειτουργία.

Τώρα πλέον, σαν να άρχισε να συνέρχεται λιγάκι. Σαν να του φεύγει σιγά-σιγά η ζαλάδα.
Μπήκε στο αυτοκίνητο βιαστικός. Όχι, δεν έβλεπε. Τα μάτια του τώρα είναι μια θάλασσα. Μια θάλασσα δροσιστική στον Ιούλη και στην πυρωμένη άσφαλτο. Βιάζεται πολύ. Βιάζεται να πέσει μέσα, να τη ρουφήξει και να πνιγεί θέλει, ν’ αλαφρώσει.

Από το διπλανό ξύλινο χαγιάτι ένα παλιό τραγούδι της Μαρινέλλας έβαζε φωτιά στα τσιμέντα και τράνταζε χωρίς λύπηση τα μυαλά του.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr