iporta.gr

Γιάννης Πουλόπουλος, ο συμμαθητής του πατέρα μου στο νυχτερινό σχολείο Περιστερίου, της Ωραιοζήλης (Τζίνας) Δαβιλά-Δαμασκηνού

Ωραιοζήλη (Τζίνα) Δαβιλά -Δαμασκηνού

& PANE DI CAPO ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ- ΑΡΧΟΝΤΙΚΗ ΑΠΟΛΑΥΣΗ

Catering-Συνέδρια-Γάμοι-Βαπτίσεις-Εκδηλώσεις

Απ.Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στ.Διαγόρας)-Ρόδου-Λίνδου (ΙΚΑ)-Λεωφ.Κρεμαστής-Πηγές Καλλιθέας (Μάϊος-Οκτώβριος)

 

Γιάννης Πουλόπουλος, ο ερμηνευτή της μελωδίας και της φτωχολογιάς, της αριστοκρατίας και της τρυφερότητας, της Αγάπης και της Ποίησης. Το παράπονό του ήταν ότι οι θαυμάσιοι δίσκοι με την ποίηση του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και τη μουσική του Γιάννη Γλέζου ή του Κώστα Καρυωτάκη και του Γεώρηιου Βιζυηνού με μουσική Γιάννη Σπανού  ή του Νίκου Γκάτσου με μουσική Ξαρχάκου δεν αγκαλιάστηκαν όσο θα ήθελε από το κοινό. Ήταν λογικό! Η Ελλάδα της φτωχολογιάς και του κάματου δεν είχε χώρο για Ποίηση. Η νύχτα μετά τον κοπιαστικό μόχθο της ημέρας, ήθελε την στροφή του ζεϊμπέκικου, ένα χορό γύρω από ένα ποτήρι ρετσίνα στο τραπέζι, η μέρα στα εμπορικά, στα ψιλικατζίδικα, στα μανάβικα και στη λαχαναγορά, στην οικοδομή, στην εργατιά ήθελε Πουλόπουλο και Καζαντζίδη, Κόκκοτα, Αγγελόπουλο, Μαρινέλα και Μοσχολιού,  η Ποίηση ήταν πολυτέλεια για την εποχή της δεκαετίας του ’60.

Παιδί της δουλειάς από τα έντεκά του χρόνια στις οικοδομές κυρίως και μαθητής του γνωστού “Πέτρινου” Νυχτερινού Σχολείου του Περιστερίου, αρχές της δεκαετίας του ’50.  Το πρωί δουλειά και το απόγευμα σχολειό. Και μάλιστα καλός μαθητής. Δεν είχαν καν βιβλία. Δανείζονταν βιβλία για να μελετήσουν. Ήταν συμμαθητής με τον μπαμπά μου παρόλα τα τρία χρόνια διαφοράς τους. Ποιος κοιτούσε εκείνα τα χρόνια, σ’εκείνη τη φτώχεια,  αν τα παιδιά ήταν συνομήλικα. Να μάθουν γράμματα προσπαθούσαν όπως – όπως και με όποιο κόστος για να μην μείνουν ξύλο απελέκητο.  Η γενιά των πατεράδων μας, αυτών των δυτικών συνοικιών, ήταν πολυδουλεμένη και ζούσαν στο πετσί τους τη φτώχεια, την πείνα, αλλά και την αξιοπρέπεια.  Εκείνα τα παιδιά που πήγαν στο νυχτερινό από ανάγκη και δούλευαν από μωρά σχεδόν είχαν εκπαιδευτεί στον αγώνα της επιβίωσης με εντιμότητα. Δεν αρκεί να περάσεις μέσα από την επικινδυνότητα της πιάτσας μόνο, αξία έχει να επιλέξεις να μην λερωθείς από ό,τι συναντήσεις, να σταθείς αλώβητος από τις σειρήνες του εύκολου και ανέντιμου πλούτου. Και τόσο ο πατέρας μου, όσο και ο Γιάννης Πουλόπουλος ετίμησαν την κοινωνία που έζησαν. Σχεδόν ειρωνικό: τα παιδιά του Πέτρινου Νυχτερινού με τα δανεικά βιβλία και τα χαλασμένα παπούτσια τίμησαν τις αρχές μιας κοινωνίας που οι μεταγενέστεροι περισπούδαστοι διέλυσαν με καλοζυγισμένες κλοπές, διαπλοκές και κοινωνικές σαπίλες.

Στις εκπομπές μου στον Παλμό της Ρόδου, είχα μια ακροάτρια, τη Μαρία, που καθημερινά ζητούσε να ακούσει Πουλόπουλο. Με αφορμή το σταθερό της, καθημερινό αίτημα, αρκετές φορές είχα αναφερθεί στη ζωή του Γιάννη Πουλόπουλου και τη σχολική σχέση με τον μπαμπά μου, που είχα ξεχάσει και μου θύμισε η μητέρα μου. Ο πατέρας μου στάθηκε άτυχος και “έφυγε” νωρίς. Δεν του εκμαίευσα ιστορίες από το Πέτρινο. Ούτε από τον Πουλόπουλο. Πόσο λυπάμαι… Η μητέρα μου μού επαναλαμβάνει τα λόγια του πατέρα μου για τον συμμαθητή του ότι ήταν πολύ καλό και σοβαρό παιδί από τότε. Ο Πουλόπουλος σε όλη του ζωή είχε σοβαρότητα, απόσταση από το λούστρο που κατέστρεψε την Ελλάδα από το 1990 και μετά, συνεπής με τις αρχές του και διένυσε επαγγελματική πορεία αξιοζήλευτη παρ’όλο τον πόλεμο που δέχτηκε. Ωστόσο, θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό και ευλογημένο από τον Θεό. Μεγαλείο ψυχής λέγεται αυτό, που το συναντάμε σε ανθρώπους που τα ανάποδα της ζωής τους τα μετέτρεψαν σε ευκαιρίες.

Γεννήθηκε το 1941. Είχε μεσσηνιακή καταγωγή, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στον Άγιο Ιερόθεο, η μητέρα του πέθανε όταν ήταν πέντε χρόνων και μεγάλωσε με τον πατέρα και τον αδελφό του. Αγαπούσε τον Ατρόμητο και το ποδόσφαιρο, ήταν η αγάπη εκείνης της γενιάς, ο αθλητισμός και η εκτόνωση. Έπαιζε στην ομάδα του Ατρομήτου. Λογικό. Λαϊκό σπορ γαρ, αλάνα και μια μπάλα ήθελε κι ας ήταν φτιαγμένη κι από κουρέλια. Με παλιά παπούτσια τα παιδιά, ξυπόλητα συχνά, αλλά το μεροκάματο μεροκάματα και το σχολείο σχολείο. Παιδιά του λαού.

Ο όμορφος νεαρός Γιάννης Πουλόπουλος πολεμήθηκε από τον μεγάλο Γρηγόρη Μπιθικώτση. Όταν πήγε για ακρόαση στην Κολούμπια ο Σερ του ελληνικού τραγουδιού έθεσε βέτο στην εταιρεία: “Η εγώ ή αυτός”. Και ο μικρός καλλίφωνος, ο αξιοπρεπής πήγε σε εταιρεία “δευτεροκλασάτη”, τη Λύρα, όπου αγκάλιασε τόσο τον ίδιο όσο και άλλους “δευτεροκλασάτους” που έγιναν αργότερα  ωραίες φίρμες: Σπανό, Γλέζο, Λοϊζο, Πλέσσα, Αρλέτα. Ενοχλήθηκε που δεν είπε όπως ο Μίκης Θεοδωράκης προγραμμάτιζε το “Άξιον εστί”, αλλά αξιώθηκε να πρωτοερμηνεύσει Μίκη που αργότερα ερμήνευσε ο Μπιθικώτσης: το “Στρώσε το στρώμα σου για δυο”, το “Δόξα τω Θεώ” και το “Ψωμί στο τραπέζι”, τραγούδια που ηχογραφήθηκαν για τη θεατρική παράσταση “Η γειτονιά των αγγέλων” του Ιάκωβου Καμπανέλλη  στο ΡΕΞ το 1963 ¨ με πρωταγωνιστές τους Τζένη Καρέζη, Νίκο Κούρκουλο και Διονύση Παπαγιαννόπουλο, παράσταση που διεκόπη λόγω λογοκρισίας.

Ευλογήθηκε να ερμηνεύσει όλους τους σημαντικούς: Λίνο Κόκοτο, Πλέσσα, Ξαρχάκο, Θεοδωράκη, Λοΐζο, Δασκαλόπουλο, Κουγιουμτζή. Για πρώτη φορά γίνεται χρυσός ελληνικός δίσκος με 2.000.000 αντίτυπα και με επιτυχία δώδεκα στα δώδεκα τραγούδια που αγαπήθηκαν και θα συνεχίζουν να αγαπιούνται για όσο υπάρχει ελληνική μουσική. Ήταν “Ο Δρόμος” του Μίμη Πλέσσα σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου και τη συμμετοχή των Πόπης Αστεριάδη και Ρένας Κουμιώτη. Ένας δίσκος λαϊκός, όπως η Ελλάδα ήταν τότε, οι συνοικίες της φτωχολογιάς, του κάματου και της αγνής αγάπης.

Από εκείνο το δίσκο το τραγούδι που με συγκινεί είναι το “Ξημερώνει Κυριακή”. Χωρίς να γνωρίζω το γιατί στις Κυριακές έτρεφα πάντα μια αγάπη και μια λύπη. Ο πατέρας μου πέθανε Κυριακή αργά το απόγευμα. Ο συμμαθητής του, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ταξίδεψε κι εκείνος Κυριακή. Μα “είναι όμορφη η ζωή, μη μου λυπάσαι, να το θυμάσαι”;;;

Θα θυμάμαι πάντα ένα τηλεφώνημα πριν από ένα ή δυο χρόνια, στον κ. Πουλόπουλο, στο οποίο απάντησε η κ. Μπέττυ.  Ήταν λίγο μετά τον θάνατο του αδελφού του γεγονός που τον είχε λυπήσει πολύ. “Δεν είναι σε θέση να σας μιλήσει τώρα, αλλά θα του πω για τον μπαμπά σας, εκείνα τα χρόνια στο Πέτρινο”, μου είχε πει η ευγενική σύζυγος του κυρίου Πουλόπουλου.

Η συζήτηση δεν έγινε ποτέ, για τυχαίους λόγους. Ωστόσο υπάρχει μια φωτογραφία που θα ήθελα να του δείξω και που ίσως να αναγνώριζε και τον εαυτό του, αν μπορούσε να δει καθαρά. Είναι από το 1952. Ο πατέρας μου οκτώ χρόνων, ο Πουλόπουλος έντεκα. Οι ηλικίες που ξεκίνησαν  περίπου το μεροκάματο και το νυχτερινό σχολείο στη Μετεμφυλιακή Αθήνα. Δημοτικό Σχολείου Περιστερίου ή αλλιώς “Το Πέτρινο”. Το παιδάκι με το μπλε μελάνι στην ποδιά είναι ο μπαμπάς μου. Πόσος πόνος, πόσος κόπος, πόσα όνειρα χαμένα και ζωντανεμένα. Και πόση αξιοπρέπεια από τα παιδιά που διάβαζαν από δανεικά βιβλία!

Το αποτύπωμα του Γιάννη Πουλόπουλου δεν είναι μόνο μουσικό. Είναι μάθημα αξιοπρέπειας, αγωνιστικότητας και περηφάνειας από έναν βαθιά καλλιεργημένο και ευγενικό άνθρωπο χωρίς περισπούδαστους και πομπώδεις πανεπιστημιακούς τίτλους. Ως παιδί των Δυτικών Συνοικιών και κόρη του πατέρα μου έμαθα αυτό το σπάνιο είδος ανθρώπων να τους τιμώ, να τους εκτιμώ και να τους υπολήπτομαι βαθιά.

25 Αυγούστου 2020