iporta.gr

Βερεσές, Το εθνικό μας αγχολυτικό, του Ηλία Καραβόλια

Ο Ηλίας Καραβόλιας είναι Οικονομολόγος  με ειδίκευση Γενικής Θεωρίας και Οικονομικής Πολιτικής. Κατέχει Master of Arts από το European Institute of Philosophical  Anthropology.

GREEK RESTAURANT-THE BEST IN THE CITY- NEW YORK 253-17 NORTHERN BLVD

Επισκεφθείτε τη νέα ιστοσελίδα μας visit our new web site

”Οι άνθρωποι ζουν πια περισσότερα χρόνια, εξέλιξη που κρίθηκε απαραίτητη προκειμένου να γίνει δυνατή η αποπληρωμή των  δανείων και των χρεών”

( Doug Larson)

Ο μπακάλης και ο μανάβης είχαν το τεφτέρι. Στο εστιατόριο, ή στο μαγαζί με τα ρούχα, υπήρχε η τσέτουλα.

Την τσέτουλα σου έστελνε με συστημένη επιστολή και ο έφορος (σήμερα είναι απρόσωπο συλλογικό υποκείμενο- myAADE και taxis net – ενώ τότε έμοιαζε φιγούρα βγαλμένη από καφκικό μυθιστόρημα).

Η Ελλάδα των δύο τελευταίων αιώνων ενηλικιώθηκε οικονομικά με τα λογιστικά κατάστιχα, τα blockchains των ιδιωτικών συναλλακτικών ηθών μεταξύ καταναλωτών, μικροεμπόρων και μικροεπαγγελματιών.

Δόσεις και βερεσές ήταν επί δεκαετίες η σκιώδης τραπεζική της χώρας. Και να που επανήλθε στο προσκήνιο.

Η ελληνική κοινωνία συνήθισε από πολύ παλιά το σύμπτωμα της ατέρμονης οφειλής. Γι’ αυτό τα κέρδη και οι υπεραξίες στον μικρό και μεγάλο ελληνικό καπιταλισμό αναπτύχθηκαν παράλληλα με το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος.

Σήμερα οι δόσεις πληρώνονται με το κινητό και το e-banking όχι στο μπακάλικο της γειτονιάς ή στο μικρομάγαζο (αν έχουν μείνει) αλλά στις μεγάλες αλυσίδες ηλεκτρικών συσκευών, στα πολυκαταστήματα.

Και φυσικά στα δυο μεγάλα αδηφάγα τέρατα της εποχής: κράτος και τράπεζες.

Η ακρίβεια και η αντικαταθλιπτική απόλαυση της αποενοχοποιημένης κατανάλωσης αγαθών και υπηρεσιών, θα συμβαδίζουν για πολλά χρόνια.

Ειδικά τώρα που ο μονεταρισμός των αυξημένων επιτοκίων δήθεν θα κάμψει τον τεχνητό πληθωρισμό.

Αυτή η παράλληλη ψευδαισθητική τροχιά τιμών και ατομικής χρησιμότητας, το συνεχές σπιράλ χρέους- ωφέλειας, αυτή η διπλή εντολή απόλαυσης -θυσίας( λόγω υπο-αμοιβόμενης εργασίας και υπεξαίρεσης ζωής) θα εντείνονται όσο το δυνητικό όφελος της μετακύλισης των βαρών θα τονώνει την ζήτηση και τις ιδιωτικές δαπάνες.

Το μη αντιληπτό όμως είναι ότι στην αλυσίδα της προστιθέμενης αξίας δεν είναι πλέον η εργασία που συμβάλλει τα μέγιστα. Δεν είναι η απόσπαση υπεραξίας που τονώνει παραγωγή-εμπόριο-κατανάλωση.

Είναι αυτή η ψυχαναγκαστική χρήση του σύγχρονου φαντασιακού χρήματος, του συμβολικού νομίσματος, κάτι σαν Cloud Money (όπως τιτλοφορείται ένα πρόσφατο βιβλίο του Β.Scoot)

Αυτού δηλαδή του χρήματος που μοιάζει σαν να υπάρχει ανεξάντλητο σε κάθε smartphone.

Kαι που αναρωτιέται κανείς πως ενώ υπάρχουν χαμηλοί μισθοί και ανεργία, λειψά εισοδήματα και ακρίβεια, ακόμη και έφηβοι  αγοράζουν ακριβά gadgets, χτυπιούνται με tattoos συνεχώς και λικνίζονται στα νησιά με τις selfies, ενώ ψωνίζουν κάθε φίρμα σαν να μην υπάρχει αύριο.

Το ρίζωμα αυτής της δυνητικότητας των συνεχών δαπανών παρά τα χρέη, πάει πολύ πίσω. Από τότε που γεννήθηκε το ελληνικό κράτος ο Έλληνας εθίστηκε να δανείζεται από το μέλλον του.

Και αυτό το μέλλον συνεχίζουμε (δημόσιο, επιχειρήσεις, νοικοκυριά)να το απωθούμε και να το μετατοπίζουμε στο άπειρο.

Όμως το νοητικό λογιστήριο και οι αλγεβρικές εξισώσεις της καθημερινότητας πλέον ακουμπούν τα αποθέματα του μόχθου: η Ελλάδα τρώει από τα έτοιμα, κυρίως αυτά των μεγαλύτερων σε ηλικία γενεών.

Τα πολυτελή σπίτια και αυτοκίνητα, οι άνευ αναβολής διακοπές στα νησιά και οι ακριβές φίρμες για ντύσιμο και μόστρα, είναι το εθνικό αγχολυτικό πίσω από τα ψιλά γράμματα που δεν διαβάστηκαν σε κάθε δάνειο.

Και που δεν αναφέρονται αλλά υπονοούνται σε κάθε ρύθμιση οφειλής στο δημόσιο για φόρους και εισφορές (ή για την επιστρεπτέα προκαταβολή και τα επιδόματα μέσα στην πανδημία και την ενεργειακή κρίση).

Είμαστε συνηθισμένοι (από ιδιοσυγκρασία και υπαρξιακό άγχος) να ξοδεύουμε πάνω από αυτά που παράγουμε.

Δεν αναβάλλουμε δαπάνες επιθυμιών- και πολύ καλά κάνουμε – ενώ όταν αυξάνονται τα έξοδα, τότε ο κρυμμένος εργάτης μέσα μας(που με τα δανεικά ήθελε να γίνει πλούσιο αφεντικό) βρίσκει πάντα τρόπους να αυξήσει τα έσοδα.

Μόνο που πλέον είναι χρήσιμο οι μεγαλύτεροι να λέμε στα παιδιά μας ότι έχει εγγραφεί πάνω τους μια βαριά υποθήκη: αυτή του μελλοντικού τους μόχθου στην αγορά των ανισοτήτων..