… Και το δάκρυ της μικρής μου Deema να τρέχει κορόμηλο! Απαρηγόρητη είναι εδώ και κάτι μέρες από τη στιγμή που έμαθε ότι οι γείτονές μας σκέπτονται να μας εγκαταλείψουν, να μετακομίσουν αλλού. Χάνει τις παρέες της τόσο με την μικρότερή τους κόρη που ήσαν ‘κολλητές’ αλλά και στην ίδια τάξη συμμαθήτριες αλλά και τα άλλα παιδιά που κόσμο ξεσήκωναν με τις φωνές και τα παιχνίδια τους, ανεξάρτητα ωρών κοινής ησυχίας. Σκέφτεται ότι τώρα πια η αυλή τους θα χορταριάσει, το πήλινο σπιτάκι που κατασκεύαζαν με τη φίλη της για να στεγάσει το σκυλάκι της θα μείνει μισοτελειωμένο. Η αυλή τους τώρα πια – όπου τόσα και τόσα παιχνίδια έπαιζαν – τώρα θα γεμίσει με φύλλα Φθινοπωρινά. Αλλά το κυριότερο, σκέφτεται εάν και πότε θα συναντηθούν ξανά γιατί κανένας δεν ξέρει πού θα βρουν σπίτι να μείνουν και πόσο κοντά θα είναι από εμάς.
Και δεν είναι μόνο η Deema που έχει γίνει ‘δηλητήριο’ κι απέκτησε συγχρόνως… νεύρα, είμαστε και ‘μεις που τόσο πολύ αγαπήσαμε αυτή την οικογένεια, αξιοπρεπείς άνθρωποι Αλβανικής καταγωγής με δυο κόρες όπου η μεγαλύτερη πέτυχε εφέτος σε πανεπιστήμιο της επαρχίας κι επόμενο είναι με μία μόνο δουλειά της μητέρας σε σούπερ μάρκετ κι αραιά και που όπου έβρισκε μεροκάματο στα χωράφια ο πατέρας, πληρώνοντας ταυτοχρόνως τετρακόσια πενήντα ευρώ για δυο δωμάτια ισόγεια, μια κουζίνα που δεν τους χωρά να φάνε και οι τέσσερις κι ευτυχώς που έχουν κι αυτή την αυλή – αλάνα – και ξεδίνουν στις στεναχώριες τους, δεν μπορούν να ανταποκριθούν οικονομικώς. Ο σπιτονοικοκύρης τους ζήτησε ‘μια μικρή αύξηση’ αλλά μη έχοντας την οικονομική δυνατότητα να την καταβάλουν, την αρνήθηκαν.
– Ποιος ο λόγος και μας εγκαταλείπουν; μήπως τους στενοχωρήσαμε σε κάτι; με ρώτησε η Deema.
– Όχι, ποτέ αγάπη μου, δεν τους φθάνουν τα χρήματα, αυτός είναι ο λόγος. Τους λείπουν πενήντα ευρώ για να συμπληρώσουν το ενοίκιο που τους ζητά ο σπιτονοικοκύρης τους.
– Εγώ θα πω στη μαμά να συνεννοηθούμε εμείς να δίνουμε αυτή ‘τη μικρή αύξηση’.
– Κοριτσάκι μου, και σε μας δεν περισσεύουν…
– Ναι, αλλά εσύ λες συνέχεια ότι για τους ανθρώπους που αγαπάμε, πρέπει να δίνουμε τα πάντα, κι αν δεν μας φθάνει το περίσσευμά μας, τότε να χρησιμοποιούμε και το υστέρημά μας. Τώρα, τι λες;