(Βρισκόμαστε στην Ιταλοκρατούμενη από το 1912 Ρόδο και παρακολουθούμε τα γεγονότα της 28ης Οκτωβρίου 1940. Για όσους δεν γνωρίζουν, οι Ιταλοί κατακτητές είχαν επιβάλει την ιταλική υπηκοότητα στους Ροδίτες Έλληνες κατοίκους, αλλά υπήρχαν και αρκετοί Έλήνες από την ελεύθερη Ελλάδα ).
Η μέρα χάραζε δειλά. Ένα σωρό καραμπινιέροι εκείνη την ώρα, στις έξι το πρωί, έμπαιναν με τη βία στα ροδίτικα σπίτια όπου έμεναν Έλληνες υπήκοοι και έπαιρναν τους άντρες και τα αγόρια, αφήνοντας πίσω τους γέροντες, τις γυναίκες και τα μικρότερα αγόρια. Κλάματα, φωνές και κατάρες έσκισαν σε λίγο τον φθινοπωρινό ουρανό.
Οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν σαν ζώα στην ανοιχτή τάφρο που πριβάλλει το παλιό κάστρο και ρίχτηκαν εκεί. Τα παιδιά που πήραν στο κατόπι τα ιταλικά αυτοκίνητα είδν με τρόμο τους πατράδες, τους θείους, τους αδελφούς, τους ξαδέλφους και τους γείτονες να πετιούνται σαν σκουπίδια στην υγρή τάφρο. Στρατιώτες εμπόδιζαν τα παιδιά να πλησιάσουν, να δουν πού ακριβώς στοιβάχτηκαν οι δικοί τους. Το ανάθεμα έφτασε στον ουρανό.
Ο θρήνος εξαπλώθηκε σε όλα τα ελληνικά μαράσια. Οι οικογένειες έμειναν ακέφαλες χωρίς τους άντρες αρχηγούς τους. Ο κόσμος κατέφυγε στις εκκλησίες, εκεί που έβρισκε παρηγοριά όλα τα προηγούμενα δύσκολα χρόνια, και ο μητροπολίτης υποσχέθηκε να πάει να βρει τον Ντε Βέκι. Δεν αργεί να μαθευτεί ότι ο Έλληνας πρόξενος Γιώργος Χριστοδούλου είναι στην ουσία φυλακισμένος στο προξενείο, μαζί με τους υπαλλήλους του. Κανείς δεν επιτρέπεται να τους επισκεφθεί.
Οι πρώτες ώρες περνούν βασανιστικά αργά για τις ελληνικές οικογένειες. Μέσα σε δύο ώρες μαθαίνουν ότι οι Ιταλοί αφαιρούν τις άδειες εργασίας από τους Έλληνεςς υπηκόους. Τα καταστήματά τους θα παραμείνουν κλειστά.
Έν ακόμη σκληρό μέτρο γίνεται γνωστό μόλις κάποιοι πηγαίνουνστις τράπεζες να πάρουν χρήματα. Οι καταθέσεις έχουν δεσμευτεί, αφήνοντας πολλές οικογένειες στο έλεος της ελεημοσύνης, αφού δεν έχουν άλλον τρόπο να τραφούν. Πλούσιοι και φτωχοί βρίσκονται πια στην ίδια θέση. Η συνέχεια είναι οι απελάσεις οικογενειών που στα μάτια των Ιταλών είναι επικίνδυνες.
Από στόμα σε στόμα κυκλοφορεί ότι την ώρα που οι άντρες παίρνονταν άνανδρα από τα κρεβάτια τους, η Ιταλία λήρυττε τον πόλεμο στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα που αρνήθηκε να υποκύψει και άρχισε να πολεμά.
Ένας ισχυρός άνεμος πατριωτικής έξαρσης γέμισε τα στήθη όλων των Ελλήνων Ροδιτών. Τόσο οι νεότεροι, που ήταν ελεύθεροι, όσο και οι αιχμάλωτοι που έμαθαν τα νέα με τις δεκάδες σημειώματα που έπεσαν στην τάφρο με σφεντόνες, προσπαθούν τώρα να βρουν τρόπο να φύγουν, να πάνε στο μέτωπο.
Ριγμένοι μέσα στην ανοιχτή τάφρο, νηστικοί και διψασμένοι, άσκεποι στη βροχή, στον ήλιο και το κρύο, στο έλεος των αναθυμιάσεων των ίδιων τους των φυσικών αναγκών, εκτεθειμένοι στην υγρασία της νύχτας, οι πεντακόσιοι Έλληνες υπομένουν κι αυτό το μαρτύριο. Γιορτή είναι κάθε σημείωμα που πέφτει μ σφεντόνα και διαβάζεται δυνατά. Δεν έχει σημασία ποιός το έριξε, νιώθουν ότι τους αφορά όλους. Οι σφεντόνες πετούν και κάποια φρούτα, λίγο ψωμί, μικρά παγούρια με νερό.
Οι εκτός τάφρου Έλληνες, ενωμένοι όλοι σε μια γροθιά, προσπθούν να απαλύνουν το μαρτύριο των αιχμαλώτων. Η εφευρετικότητα των μικρών παιδιών και των μανάδων τους δεν έχει όρια.
Οι μέρες διαδέχονται τις νύχτες χωρίς να γίνεται κάτι δραστικότερο για τους αιχμαλώτους της τάφρου. Οι προσπάθειες να μαθευτεί σε όλον τον κόσμο αυτό υο φρικτό βάσανο θα αργήσουν να φέρουν αποτέλεσμα. Η θλίψη χαράζει βαθιές ρυτίδες στα πρόσωπα κι ασπρίζει τα μαλλιά από τη μια μέρα στην άλλη.
(Απόσπασμα)
Το βιβλίο “Από ξύλο και ασήμι” της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου κυκλοφόρησε το 2015 από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ