iporta.gr

Απόσπασμα από το βιβλίο «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο» (2019) “Πορεία προς τον Σαν Τζώρτζη”, του Νίκου Βασιλειάδη

Νίκος Βασιλειάδης

Διαβάστε όλα τα κεφάλαια του διηγήματος του Νίκου Βασιλειάδη “…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…”

…Μου άρεσε να ανεβαίνω στην άνω Σύρα από εκείνους τους δρόμους, ήσυχοι, σιωπηλοί, ζεστοί, μαλακοί σαν πούδρα κάτω από τα πόδια μου. Στον δρόμο με τις ευωδιές από το χαμομήλι και τα φασκόμηλα, με μοναδική παρέα την χορωδία των τζιτζικιών που γέμιζε τον αέρα με τραγούδι. Πορεία προς τον Σαν Τζώρτζη, ένας προορισμός για να δω και να χαιρετίσω τον ατρόμητο πολεμιστή που ξαποσταίνει δίπλα στο άλογό του με το δράκο θανατωμένο και την Αγία Ανθούσα στο πλάι του. Έμπαινα νωρίς στην άδεια εκκλησιά και στεκόμουν μπροστά του φέρνοντας στο μυαλό μου την σκληρή μάχη που πρέπει να είχε προηγηθεί με το φοβερό θηρίο που καθημερινά άρπαζε ανθρώπους ή ζώα και τα κατέτρωγε. Έβλεπα νοερά τους κατοίκους πανικοβλημένους να ζητούν από τον βασιλιά βοήθεια για να σώσουν τα παιδιά τους που με δάκρυα και θρήνους τα έβλεπαν να καταβροχθίζονται από το θηρίο. Και ύστερα αυτή την μοναδική στιγμή που φάνηκε ο Γεώργιος, ο πολεμιστής και απάλλαξε την χώρα κτυπώντας με το ακόντιό του τον δράκοντα. Από τότε ο άγιος μένει στο νησί. Άκουγα από τους γέρους για τους θρύλους πως ο άγιος έβγαινε τις νύχτες για να εποπτεύσει την ενορία του και έψαχνα κάθε φορά μέσα στην εκκλησιά ένα γύρω τα μαρμάρινα σκαλιά της για την οπλή του αλόγου του αποτυπωμένη. Έφερνα τότε στο μυαλό μου μια ιστορία του Παπαδιαμάντη για τον άγιο που είχα διαβάσει, με δυσκολία τότε λόγω της γλώσσας που χρησιμοποιούσε ο κυρ Αλέξανδρος, σε ένα βιβλίο που μου είχε κάνει δώρο η γιαγιά μου στην γιορτή μου, “Πασχαλινά διηγήματα” με διηγήματα από τον Παπαδιαμάντη, τον Στρατή Μυριβήλη, τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη και άλλους. Το βιβλίο ακόμη είναι κόσμημα στην βιβλιοθήκη μου, μετά από τόσα και τόσα χρόνια.

“Ο Άγιος Γεώργιος συγκατέβη προς την απλοϊκήν επίκλησιν του παιδός, του δισκοβολούντος με άλλους ομήλικάς του μακράν του ναού του, εν τινι παραλίω πόλει της Ανατολής. Ο παις είχεν ανακράξει· “Άη μου Γιώργη, βοήθα με να νικήσω, κι εγώ να σου φέρω ένα καλό σφουγγάτο”. Και άμα τη ευχή, ήρχισε να κερδίζη συνεχώς, εωσού κατεθριάμβευσε των αντιπαιζόντων. Τότε τρέξας εις την οικίαν, εφρόντισε να παρασκευασθή παχύ σφουγγάτον με πολλά αυγά, όπερ επί πινακίου κομίσας εις τον ναόν απέθηκεν αχνίζον προ της εικόνος του Αγίου. Μόλις εξήλθεν ο παις και εις ναύτης εισελθών να κολλήση κηρίον και να ασπασθή την εικόνα του Αγίου, είδε το σφουγγάτον αχνιστόν, και είπε προς εαυτόν· “Ο Άγιος Γεώργιος δεν τρώγει σφουγγάτον, πλην ας το φάγω εγώ, και εις αποζημίωσιν φέρω μεγάλην λαμπάδα”. Και τούτο ειπών κατεβρόχθισε ζεστόν-καυτόν το σφουγγάτον. Αλλ’ όταν εστράφη να εξέλθη, οι πόδες του εκόλλησαν δις και τρις εις τας πλάκας του εδάφους του ναού, εωσού εννοήσας το θαύμα, ηναγκάσθη, όπως απαλλαγή, να τάξη μέγα τάξιμον εις τον Άγιον. Και απερχόμενος δεν ηδυνήθη να μη αναφωνήση· “Άγιε Γεώργιε, ακριβά πωλείς τα σφουγγάτα σου!”.