iporta.gr

Αουγκούστο Χοσέ Ραμόν Πινοσέτ Ουγκάρτε, Μέρος Β’, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

Απόλυτος κυρίαρχος και αυτοονομαζόμενος «Απόλυτος Άρχων του Έθνους» ο Πινοσέτ από το 1974, έχοντας παρακάμπψει τους υπόλοιπους τρεις της αρχικής τετραρχίας της χούντας, δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν, αποκτά την συμπεριφορά του ακραίου μονάρχη.

Από την επόμενη χρονιά ξεκίνησε οικονομικές μεταρρυθμίσεις, αποκαλούμενες από τους υποστηρικτές του ως νεοφιλελεύθερες ή ελεύθερης αγοράς, με τον ίδιο να δηλώνει ότι επιθυμία του είναι να γίνει η χώρα «όχι ένα έθνος προλετάριων, αλλά κατόχων». Για να στηρίξει το οικονομικό του πρόγραμμα στηρίχτηκε στα λεγόμενα Chcago boys, Χιλιανούς οικονομολόγους που αφού τελείωσαν το πανεπιστήμιο της Χιλής, έκαναν μεταπτυχιακό στο Σικάγο. Συγκεκριμένα πρόκειται για 25 άτομα.

Ο πληθωρισμός υποχώρησε σημαντικά, το έλλειμμα εξαλείφθηκε και ένα δυνατό σύστημα αγοράς κυριάρχησε. Ήταν το «θαύμα της Χιλής». Ένα θαύμα με τραγικό αντίκτυπο στις αδύναμες οικονομικά τάξεις(περικοπές στα εισοδήματα και στις κοινωνικές υπηρεσίες). Το χειρότερο, όμως,ήταν οι κατάφορες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όλων όσων ήταν αντίθετοι με το καθεστώς.

Μόλις τρεις μήνες μετά την κήρυξη της χούντας(1973) χιλιάδες αντιφρονούντες δολοφονήθηκαν ή απλά… εξαφανίστηκαν. Στα πολυάριθμα στρατόπεδα συγκέντρωσης (σήμερα μουσεία ή τόποι μνήμης), αναρίθμητοι φυλακισμένοι υπέφεραν ανείπωτα μαρτύρια πριν δολοφονηθούν. Εκτιμήσεις αναφέρουν ότι περίπου τρεις χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ή εξαφανίστηκαν, ενώ έγιναν περί τις είκοσι οκτώ χιλιάδες συλλήψεις. Το Λατινοαμερικανικό Ινστιτούτο Πνευματικής Υγείας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υποστηρίζει ότι σχεδόν διακόσιε χιλιάδες άτομα, μαζί με τις οικογένειές τους υπέστησαν δολοφονίες, βασανιστήρια και εξορία.

Ο στρατηγός Leigh, αρχηγός της Πολεμικής Αεροπορίας σταδιακά έγινε πολέμιος του Πινοσέτ και υποχρεώθηκε να παραιτηθεί στις 24 Ιουλίου 1978. Ο δικτάτορας οργάνωσε ένα δημοψήφισμα(67,04% υπέρ, λόγω τεράστιας νοθείας)) δύο χρόνια αργότερα, δημιουργώντας υπερεξουσίες για το άτομό του, νέο Σύνταγμα για τη χώρα και μια οκταετή προεδρική περίοδο, η οποία θα μπορούσε να ανανεωθεί για άλλα τόσα χρόνια, κομμένη και ραμένη πάνω του.

Περί τα τέλη της δεκαετίας του ’70 το καθεστώς άρχισε την χρήση ψεύτικων μαχών, γνωστών με την ισπανική ονομασία «falsos enfrentamientos», δηλαδή, άνθρωποι που είχαν δολοφονηθεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης εμφανίζονταν σε καταστάσεις νεκρών μετά από «μάχες» που ανακοινώνονταν μέσω τηλεόρασης. Αυτό, βέβαια, γινόταν με τη σύμπραξη δημοσιογράφων που ανέφεραν αυτά τα υποτιθέμενα «γεγονότα», στήνονταν ολόκληρα σενάρια με μεγάλη φαντασία, τέτοια που έμοιαζαν με ταινίες κατασκοπείας. Κάπως έτσι συνέβη με τον θάνατο του αριστερού ηγέτη Μιγκέλ Εντρίγκεζ το 1974- ήταν μάλλον ο πρώτος αυτής της «σειράς» και με τρία άτομα το 1983, τα οποία υποτίθεται ότι επιτέθηκαν σε αστυνομικούς και για να γλυτώσουν κατέφυγαν σε ένα κτήριο που ανατίναξαν οι ίδιοι. Μ’ αυτόν τον τρόπο δικαιολογούσαν και την καθημερινή κυκλοφορία  ενόπλων δυνάμεων σε όλο το νησί.

Η δικτατορία κράτησε ως το 1990. Ο Πινοσέτ υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από Πρόεδρος , αλλά κράτησε τη θέση του επί κεφαλής του Στρατού ως το 1998.

Στις 17 Οκτωβρίου 1998 και ενώ βρισκόταν για νοσηλεία σε ιδιωτική κλινική του Λονδίνου, ο Πινοσέτ συνελήφθη κατόπιν αιτήματος του Ισπανού δικαστή Γκαρθόν με την κατηγορία της δολοφονίας Ισπανών πολιτών κατά τη διάρκεια της δικτατορίας στη Χιλή. Στις 25 Νοεμβρίου 1998 η Βουλή των Λόρδων αποφάσισε με ψήφους 3-2 ότι δεν υπήρχε ασυλία και επομένως μπορούσε να διωχθεί για δολοφονίες, βασανισμούς και γενοκτονία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας που επέβαλε στη Χιλή.

Ωστόσο, στις αρχές του 2000, ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών αποφάσισε ότι η συνέχιση της διαδικασίας έκδοσης του Πινοσέτ στην Ισπανία ήταν άσκοπη, επικαλούμενος πόρισμα ανεξάρτητης επιτροπής γιατρών που τον εξέτασαν και αποφάνθηκαν ότι δεν είναι σε θέση να δικαστεί, λόγω της κατάστασης της υγείας του. Λίγο αργότερα ο υπουργός αποφάσισε να διακοπεί η νομική διαδικασία έκδοσής του στην Ισπανία και ο Πινοσέτ επέστρεψε στη Χιλή.

Τον Ιούλιο του 2002 υπέβαλε την παραίτησή του από το αξίωμα του ισόβιου γερουσιαστή. Δύο χρόνια αργότερα έχασε την ασυλία του για την υπόθεση ¨Κόνδωρ» (αφορούσε δολοφονίες αντιφρονούντων από δικτατορικά καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής εν γένει την δεκαετία του 1970, ένα σχέδιο που οργανώθηκε από χούντες της Χιλής, της Βολιβίας, της Βραζιλίας, της Παραγουάης, της Ουρουγουάης και της Αργεντινής, με στόχο την εξόντωση όλων των αριστερών κινημάτων) και υποχρεώθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Τα επόμενα χρόνια οδηγείται από δίκη σε δίκη για μια πλειάδα κατηγοριών.

Τον Οκτώβριο του 2006 ο δικαστής Αλεχάντρο Σολίς ζήτησε τη σύλληψή του για 36 απαγωγές, μια δολοφονία και 23 περιπτώσεις βασανισμού στην επάρατη Βίλλα Γκριμάλντι- μια περιβόητη φυλακή που όρθωνε τις τρίχες των Χιλιανών στο άκουσμα του ονόματός της και μόνον.

Στις 3 Δεκεμβρίου 2006 έπαθε καρδιακή προσβολή και υπεβλήθη σε εγχείρηση καρδιάς σε νοσοκομείο του Σαντιάγο. Επτά μέρες αργότερα, ο στυγνός δικτάτορας πέθανε. Στην κηδεία του υπήρξαν δύο- εξίσου μεγάλες νεκρώσιμες πομπές: μία των υποστηρικτών και μία των κατακριτών του.

Κάποιοι Χιλιανοί εξακολουθούν να βλέπουν έναν άνθρωπο που έφερε οικονομική ανάπτυξη στο νησί τους, ενώ άλλοι- ίσως περισσότεροι- βλέπουν τον άνθρωπο που κατέστρεψε τη χώρα και εγκατέστησε την τρομοκρατία σε όλο της το μεγαλείο.

Εδώ  διαβάστε το πρώτο μέρος

Δήμητρα Παπαναστασοπούλου

Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the view of the author

iPorta.gr