iporta.gr

Ανοιχτή επιστολή προς τον κ. Μητσοτάκη, του Μάνου Στεφανίδη

Ο Μάνος Στεφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης και Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ

Κύριε Πρωθυπουργέ,

Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η εικαστική κοινότητα είδε με ευχάριστη έκπληξη την επίσκεψή σας στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Αν δεν με απατάει η μνήμη μου, είναι η πρώτη φορά που πρόεδρος της κυβέρνησης επισκέπτεται το κακοπαθημένο και επί δεκαετίες υπολειτουργούν, άβολο κτίριο του πρώην Φιξ. Κι αυτό είναι παρήγορο. Ιδιαίτερα μάλιστα αυτή τη δύσκολη ώρα όπου και η τέχνη και οι άνθρωποι της χειμάζονται μαζί και δίπλα με την υπόλοιπη κοινωνία. Είμαστε, λοιπόν, ανακουφισμένοι που επιτέλους το μουσείο είναι ανοιχτό και σάς ευχαριστούμε γι’ αυτό αλλά έχουμε σοβαρές ενστάσεις ως προς τη λειτουργία και, κυρίως, ως προς το περιεχόμενο του.

Επειδή πρόκειται για ένα μουσείο που προσεγγίζει τη σύγχρονη τέχνη μ’ έναν τρόπο άκρως ιδεολογικοποιημένο, “αφ’υψηλού” θα έλεγα, ως προς τον ενδεχόμενο χρήστη ο οποίος οφείλει να “μάθει” κάποιον άνωθεν επιλεγμένο “κανόνα” αλλά όχι και να συγκινηθεί ή να συμμετάσχει. Αντανακλά, φοβάμαι, τις δογματικές επιλογές της πρώτης του διευθύντριας την οποία διόρισε ο κ. Βενιζέλος το μακρινό ’90 και οι μονομανίες της οποίας, π.χ η καλλιτέχνις Δανάη Στράτου, δεσπόζουν έως σήμερα. Εξοστρακίζοντας κυριολεκτικά καλλιτέχνες και τάσεις που άφησαν ανεξίτηλο ίχνος στη μικρή ιστορία της σύγχρονης τέχνης μας και που άνοιξαν γόνιμους διαλόγους με τα μεγάλα κινήματα και τους βασικούς εκπροσώπους της τέχνης του εικοστού αιώνα: Όπως ο Γεράσιμος Σκλάβος, ο Τάκις, ο Αχιλλέας Απέργης, η Βασιλική Τσεκούρα, ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος αλλά και ο πολυμήχανος Μποστ ή ο Αρκάς, μαζί με τους εκπρόσωπους του γκράφιτι οι οποίοι πρωταγωνιστούν τα τελευταία χρόνια στην καθημερινότητα μας και έχουν αναγνωριστεί διεθνώς όπως ο Στέλιος Φαϊτάκης ή ο Ίνο.

Αντιλαμβάνεστε κ. Πρωθυπουργέ ότι έχουμε ένα μουσείο ουσιαστικά “ανιστορικό” και μάλλον “δήθεν” το οποίο απλώς μιμείται την διεθνή του μοντέρνου χωρίς όμως να υπερασπίζεται είτε την αιτιακή σχέση της νεοελληνικής με τη διεθνή τέχνη και, πρωτίστως, να μην προβάλει τη νεοελληνική ιδιαιτερότητα. Αυτό που θα ονομάζαμε λίγο απλουστευτικά και συμβολικά “εθνική σχολή”. Ό, τι δηλαδή ουσιαστικά ενδιαφέρει όχι μόνο τον ντόπιο αλλά πρωτίστως και κυρίως τον ξένο επισκέπτη του μουσείου. Αυτόν που δεν ενδιαφέρεται να δει μία ακόμα περιφερειακή και επαρχιώτικη εκδοχή των μουσείων που έχει στη χώρα του αλλά το τι συμβαίνει στην Ελλάδα, σήμερα.

Και στην Ελλάδα υπάρχει μία μεγάλη παράδοση ζωγραφικής την οποία στο ΕΜΣΤ κυριολεκτικά όσο και αδικαιολόγητα αποσκορακίζει. Ενώ συγχρόνως απομειώνεται και ο πολιτικός ρόλος που εξ ορισμού οφείλει να έχει ένας τέτοιος θεσμός. Έχετε επισκεφθεί την καγκελάριο Μέρκελ στο ιδιαίτερο της γραφείο και έχετε δει πώς πίσω της υπάρχει κρεμασμένος ο εθνικός ζωγράφος της ενωμένης Γερμανίας, ο Gerhard Richter, γεννημένος στη Δρέσδη και μεγαλωμένος στο ανατολικό μπλοκ. Όπως επίσης έχετε δει το Μνημείο της Συμφιλίωσης, το Neue Wache, με το γλυπτό της Käte Kollwitz στο οποίο η ίδια αγκαλιάζει τον σκοτωμένο στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, γιό της. Τα αναφέρω αυτά για να δείξω τον τεράστιο πολιτικό συμβολικό ρόλο μπορεί να παίξει η τέχνη την οποία εδώ συχνά αντιμετωπίζουμε ως οχληρό προϊόν ή υπόθεση κοσμικής επίδειξης. À propos η ελληνική γλυπτική, η πιο ελληνική τέχνη, ελλείπει δραματικά από το μουσείο. Ονειρεύομαι ως εκ τούτου ένα μουσείο που να δείχνει με απόλυτη ανεξιθρησκεία όλες τις τάσεις της Ελληνικής τέχνης, και τους εικονοκλάστες και τους εικονολάτρες, από τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο ως τον Απόστολο Γεωργίου και τον Σακαγιάν, από τον Κλέαρχο Λουκόπουλο ως τον Θόδωρο Παπαγιάννη ή τον Βασίλη Σκυλάκο και από τον Γιάννη Μπουτέα ως την Ευαγγελία Μπασδέκη και τον Γιάννη Αδαμάκο. Αλλά επίσης και τους νέους ζωγράφους μας που είναι πραγματικά μία έκπληξη και που οφείλει ένα μουσείο νέων όπως οφείλει να είναι το ΕΜΣΤ και να τους στηρίξει και να τους προβάλει.

Αυτό που θέλω από σας, τους πολιτικούς, είναι να δημιουργήσετε θεσμούς έτσι ώστε να βοηθηθούν και η τέχνη και εκπρόσωποι της χωρίς όμως κομματικές παρεμβάσεις ή φαβοριτισμούς. Επειδή είναι αδιανόητο το ΕΜΣΤ να μην έχει διευθυντή και να μεθοδεύεται πάλι ο διορισμός κάποιου, καθόλα άξιου, αλλά πού δεν θα επιλεγεί μέσα από ανοιχτές διαδικασίες. Θα θυμάστε ότι λίγο πριν την πτώση του ο ΣΥΡΙΖΑ προκήρυξε, με ανοικτή διαδικασία τη θέση του διευθυντή αλλά μετά απέρριψε όλες τις συμμετοχές για τυπικούς λόγους. Προφανώς δεν είχε συμμετάσχει ο κομματικός φίλος. Έχουμε λοιπόν την παγκόσμια πρωτοτυπία κ. πρωθυπουργέ να διαθέτουμε μουσεία χωρίς διευθυντές – ένα τέτοιο είναι και το μουσείο της Ακρόπολης – αλλά και διευθυντές χωρίς μουσεία. Και εδώ βέβαια αναφέρομαι στην περίπτωση της Εθνικής Πινακοθήκης η οποία επίσης δεινοπαθεί για χρόνια.

Φοβάμαι μάλιστα πως για τις εκδηλώσεις του 2021 θα μας ετοιμάσουν το ίδιο, ξαναζεσταμένο φαγητό του 1990 αφού ούτε οι συλλογές έχουν ανανεωθεί μέσω αγορών, ούτε έχουν προσελκυσθεί δωρεές από τους ιδιώτες εκείνους που διαθέτουν εξαιρετικά έργα. Και αφού, τέλος, δεν έχει αλλάξει καθόλου η παρακμιακή νοοτροπία που ίσχυε στην Εθνική Πινακοθήκη ως προς τις επιλογές της. Τα αναφέρω όλα αυτά με πικρία γιατί είμαι ένα παιδί της Εθνικής Πινακοθήκης και έχω δουλέψει εκεί περισσότερα από 20 χρόνια έχοντας στήσει, εκτός των άλλων, το πιο επιτυχημένο της παράρτημα, αυτό της Κέρκυρας. Από τότε ζητούσα κύριε πρωθυπουργέ το παράρτημα αυτό να γίνει κέντρο της σύγχρονης βαλκανικής τέχνης, ένα αίτημα τόσο αισθητικό όσο και πολιτικό. Ένα αίτημα που μπορεί να αξιοποιηθεί και από το ΕΜΣΤ σήμερα. Η Αθήνα δεν μπορεί να γίνει Βερολίνο ή Νέα Υόρκη, μπορεί όμως να καταστεί η πολιτιστική πρωτεύουσα των Βαλκανίων και της ανατολικής Μεσογείου ανταλλάσσοντας εκθέσεις φερ’ειπείν με το εξαιρετικό μουσείο του Τελ Αβίβ και προωθώντας τους Έλληνες δημιουργούς στο Βουκουρέστι, τη Σόφια ή τα Σκόπια. Εκεί, στα Σκόπια, υπάρχει ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης που φιλοξενεί Έλληνες δημιουργούς όπως είναι ο Γαΐτης, ο Κεσσανλής, ο Ζογγολόπουλος, η Όπη Ζούνη κλπ. Δεν είναι εντυπωσιακό; Δεν είναι ένα μάθημα;

Τέλος θέλω να θίξω το θέμα των μαικήνων της σύγχρονης τέχνης οι οποίοι θέλουν να βοηθήσουν το ΕΜΣΤ. Μακάρι! Όμως είναι άλλο πράγμα να στηρίξουν τις επιλογές ενός εθνικού μουσείου που υποτάσσεται σε συγκεκριμένους θεσμούς και άλλο να επιβάλουν τα ιδιωτικά τους γούστα. Η απόσταση είναι τεράστια. Προσωπικά πιστεύω πως το ΕΜΣΤ μπορεί να επιβιώσει, χωρίς να χρειάζεται την οικονομική στήριξη των ιδιωτών, αρκεί να παίξει χωρίς ακροβατισμούς τον εθνικό, παιδευσιακό του ρόλο και να συνεργαστεί άμεσα με το όμορο μουσείο της Ακρόπολης έτσι ώστε οι επισκέπτες και των δύο να αποκομίζουν μία ολοκληρωμένη εικόνα ελληνικής τέχνης διαχρονικά.

Έγραψα “αποκομίζουν” και όχι… αποκοιμίζουν. Επειδή επιτυχημένα μουσεία είναι αυτά που χαρίζουν, πλάι στη γνώση και την απόλαυση. Όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας. Και που είναι σοβαρά αλλά όχι σοβαροφανή. Αυτό κυρίως …

ΥΓ.Νομίζω πως πρωτοαγάπησα τη ζωγραφική όταν πολύ μικρός παρατηρούσα εκστατικός τα σχέδια που έφτιαχνε ο άνεμος στον ουρανό μαζεύοντας ή σκορπίζοντας τα σύννεφα. Αλλά και ό, τι ξέρω για την ζωγραφική, ο ουρανός με τις ατέρμονες εικόνες του μού το δίδαξε. Πάντα για μένα ο ουρανός είναι η οθόνη, το τεντωμένο πανί, ο πιο αρχέγονος καμβάς. Εκεί γράφονται και σβήνονται όλα. Συνεχώς. Όσο ατενίζουμε, όσο κοιτάμε αποσβολωμένοι όσο βλέπουμε, υπάρχουμε. Κι όταν κάποτε δεν θα βλέπουμε πια, τότε θα τελειώσει κι η ζωγραφική της ζωής μας.

Μάνος Στεφανίδης

Καθηγητής ιστορίας της τέχνης στο ΕΚΠΑ

 Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.   

The article expresses the views of the author      

iPorta.gr