iporta.gr

Ακριβό θέατρο, οικονομικό φαγητό (Σκέψεις με αφορμή την παράσταση «Το δικό μας σινεμά»), του Κωστή Α.Μακρή

Κωστής Μακρής

«Δεν υπάρχει στην τέχνη παρά ένα πράγμα που αξίζει:
αυτό που δεν μπορεί να εξηγηθεί.»
Ζωρζ Μπρακ, Γάλλος ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης και σκηνογράφος
(Georges Braque, 13 Μαΐου 1882 – 31 Αυγούστου 1963)

Τι μας τράβηξε εκείνο το βράδυ στο «Θέατρο Άλσος» του Πεδίου του Άρεως, από τη μεριά της Οδού Ευελπίδων;
Η αναγέννησή του;
Η ιδέα να βρεθούμε ξανά σ’ ένα μέρος γνώριμο, γεμάτο δέντρα, στην καρδιά τής Αθήνας, με θέα τον Λυκαβηττό;
Το φεγγάρι στη γέμιση, που έστελνε το δάνειο φως τού ήλιου, αντίδωρο στη νύχτα μας;
Οι πληροφορίες ότι ήταν μια παράσταση-φόρος τιμής στο Ελληνικό σινεμά και στον Φιλοποίμενα Φίνο;
Οι υπογραφές (για το «σενάριο») των Ρέππα-Παπαθανασίου (Θανάσης Παπαθανασίου και Μιχάλης Ρέππας, τα ονόματα στο πρόγραμμα);
Η συνυπογραφή (για την παραγωγή) του Ηλία Μαροσούλη;
Το γεγονός ότι, μετά από πολλά χρόνια, θα παρακολουθούσαμε μια παράσταση με θίασο πρωταγωνιστών;
Όλα αυτά μαζί και μερικά άλλα που «δεν μπορούν να εξηγηθούν».

Τι μας έκανε διστακτικούς ή επιφυλακτικούς;
Ο φόβος μιας ακόμα θερινής «αρπαχτής».
Τα «ακριβά» εισιτήρια.
Και μερικά άλλα που επίσης δεν μπορούν να εξηγηθούν.

Τελικά το αποφασίσαμε και πήγαμε.
Και, εκ των υστέρων, είπαμε ότι καλά κάναμε.

Το ξαναγεννημένο Θέατρο Άλσος και οι συνεργάτες του μας υποδέχτηκαν με σεβασμό και ευγένεια ―αρχιτεκτονική και διαπροσωπική―, προθυμία και επαγγελματισμό.
Ο χώρος, αριστοτεχνικά διευθετημένος για να χωράει ±2000 άτομα, λειτουργούσε δημοκρατικά σε σχέση με τις τιμές των εισιτηρίων.
Είχαμε βγάλει εισιτήρια των 30 ευρώ, καθώς τα πιο φτηνά (7,50, 10, 15 και 20 ευρώ) ήταν εξαντλημένα. Όσο για τα πιο ακριβά (40, 50 και 70 ευρώ), ούτε να το διανοηθούμε δεν θέλαμε.
Περιμέναμε υπομονετικά ―αρκετά μετά τη δηλωμένη ώρα έναρξης, ομολογώ― να αρχίσει η παράσταση και δεν μας ήταν και τόσο δύσκολο καθώς βλέπαμε το φως γύρω να αλλάζει. Οι τιμές στο κυλικείο λογικές, το μισόλιτρο νερό 0,50 ευρώ.
Θα ήταν εύκολη η εκμαίευση της συγκίνησης των αναγνωστών μου αν έγραφα όλα όσα σκεφτόμουν και όλες και όλους όσες και όσοι μου ήρθαν στη μνήμη καθώς χάζευα το κοινό ―όλων των ηλικιών πάνω από τα 12-14―, τον Λυκαβηττό, το φεγγάρι πάνω από την Αθήνα που, όσο έπεφτε το σκοτάδι τόσο πιο πολύ, έλαμπε.
Και δεν κρύβω ότι μετά το τέλος τής παράστασης θα ήθελα να ζουν μερικές και μερικοί θεατρόφιλοι από την οικογένειά μου και να τους πάρω τηλέφωνο την άλλη μέρα για να τους πω τις εντυπώσεις μου ή/και να τους βγάλω εισιτήρια για να πάνε.
Αλλά πολυλογώ και προτρέχω.

Φιλοποίμην Φίνος.
Ένα αχανές κι ανεκτίμητο έργο ζωής που όλο μαζί θα μπορούσε να αποτελέσει μια γιγάντια ταινία τεκμηρίωσης (ντοκιμαντέρ) τριών σχεδόν δεκαετιών της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας.
Αυτό το έργο του Ελληνικού σινεμά, του Φιλοποίμενα Φίνου κυρίως, στίψανε οι Ρέππας-Παπαθανασίου, με την προτροπή-παραγγελία του θεατρικού επιχειρηματία Ηλία Μαροσούλη, και το ζουμί του απολαύσαμε οι θεατές και θεάτριες για πάνω από δυόμισι ώρες στις αρκετά αναπαυτικές πολυθρόνες σκηνοθέτη, πάνω στα καλοβαλμένα καινούρια σανίδια του Θεάτρου Άλσος.
Καθώς παρακολουθούσα την παράσταση αναστοχαζόμουν πάνω σε ζητήματα τέχνης και λαϊκής αποδοχής ή πρόσληψής της από το ευρύ κοινό.

Από χρόνια σκέφτομαι ότι η «νεωτερική», «πειραματική», «δυσνόητη» ή και ακατανόητη, μερικές φορές για το ευρύ κοινό, τέχνη μπορεί με τον καιρό να χωνευτεί από άξιους μάστορες τής κάθε τέχνης, να ζυμωθεί με μαστοριά και να μετασχηματιστεί/ψηθεί σε κάτι τόσο «νόστιμο» που να μπορεί να αγγίξει και να συγκινήσει ακόμα και τον πιο άμαθο κι απαίδευτο περί τα «καλλιτεχνικά».
Παραδείγματα έχουμε πολλά.
Η Πέπα η Γουρουνίτσα (κατά τη γνώμη μου) εκλαΐκευσε εικαστικά, μετά από πολλά χρόνια, τον νεωτερικό, για τις αρχές του 20ου αιώνα, κυβισμό τών Μπρακ και Πικάσο.
Για το θέατρο θα αναφέρω τον Γουίλιαμ Σαίξπηρ, τον Λουίτζι Πιραντέλλο και τον Ιάκωβο Καμπανέλη, και ας μου συγχωρέσουν κάποιες ή κάποιοι την αυθαίρετη (φαινομενικά) αυτή σύζευξη, που θα μου χρειάζονταν πολλές σελίδες για να γίνουν αντιληπτά τα τι, τα γιατί και τα πώς, παρ’ όλο που ο Πιραντέλλο έχει συνοπτικά απαντήσει με το «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε».

Αν περιμένετε να σας αφηγηθώ το έργο «Το δικό μας σινεμά», σας δηλώνω ότι δεν είναι μέσα στις προθέσεις μου και υπάρχουν άφθονες πληροφορίες στο διαδίκτυο.
Η πρόθεσή μου είναι να επαινέσω μια παράσταση που ήταν πολύ ακριβή, με όλες τις έννοιες που έχει η λέξη «ακριβός». Την έννοια των χρημάτων που απαιτούνται για τη δημιουργία της αλλά και για τη θέασή της, την έννοια της θέσης κάποιων πραγμάτων ή ανθρώπων στη ζωή μας αλλά και στη γλώσσα μας («Ακριβέ μου φίλε!», «Oh, dear!» ή «Mon cher ami!»).
Πρόθεσή μου είναι να μιλήσω/γράψω για το πόσο όμορφη γίνεται μια Πρωτεύουσα όταν στη θέση ενός (για πολλά χρόνια) σκουπιδαριού ξεφυτρώνει ένα όμορφο θέατρο.
Πρόθεσή μου είναι να ενισχύσω ―με τη μικρή μου δύναμη― μια επιχειρηματική προσπάθεια που χωρίς όνειρο, όραμα, σκληρή και πολλή δουλειά και γνώση, καθώς και με τη λογική επιχειρηματική φιλοδοξία κέρδους, δηλαδή την αδικημένη κερδοσκοπία, που είναι η κινητήρια δύναμη για κάθε καλό και που καμιά σχέση δεν έχει με την αισχροκέρδεια, δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί.
Πρόθεσή μου είναι να παινέψω ΌΛΟΥΣ τους συντελεστές μιας άρτιας παράστασης/παραγωγής που σεβάστηκε και εμένα και τα χρήματα που κατέβαλα για το εισιτήριο.
Πρόθεσή μου είναι να μιλήσω για τους ηθοποιούς ―με τη σειρά που είναι γραμμένοι στο πρόγραμμα― και να πω:
Για τον Σπύρο Παπαδόπουλο, ότι δικαίωσε την κουβέντα που είχα πει γι’ αυτόν, όταν τον πρωτοείδα στο ρόλο ενός νέου αστυνομικού ένα αρκετά μακρινό καλοκαίρι, ότι «είναι ένας σπουδαίος ηθοποιός».
Για τη Δέσποινα Βανδή, ότι σήκωσε με άνεση το βάρος μιας μεγάλης ιστορίας ταλαντούχων ηθοποιών-τραγουδιστριών όπως η Σοφία Βέμπο, η Ρένα Βλαχοπούλου και άλλες.
Για τον Παύλο Χαϊκάλη, που με τη χάρη του, την επάρκειά του και την απολαυστική ερηνεία του με έκανε να ξεχάσω τα ―κατ’ εμέ― ολισθήματά του στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Για τον Κώστα Κόκλα, ότι όταν το έργο είναι καλό, η σκηνοθεσία καλή και η παραγωγή γενναιόδωρη, ο ηθοποιός μπορεί να λάμψη με μια λάμψη που του τη στερούν τα «μικρά» (από πολλές απόψεις) δημιουργήματα.
Για τον Μέμο Μπεγνή, ότι δεν μου επέτρεψε να καταλάβω πόσο δύσκολο ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει επί σκηνής για να είναι τόσο καλό το αποτέλεσμα.
Για τον Γιώργο Χρανιώτη, ότι με έπεισε ότι ο ρόλος αναδεικνύει τον ηθοποιό και ο ηθοποιός τον ρόλο.
Για τη Σίλβια Δελικούρα, ότι ένιωσα τη λύπη της που δεν πρόλαβε λόγω νεότητας να συμμετέχει όσο θα μπορούσε και όσο ―πιθανότατα― θα ήθελε, στις πιο όμορφες ταινίες του Φιλοποίμενα Φίνου και ένιωσα τη χαρά της να συμμετέχει άξια σε μια τόσο πειστική αναγέννηση του «δικού μας σινεμά».
Για την Παρθένα Χοροζίδου, ότι θέλω, θέλω, θέλω να την ξαναδώ στο σανίδι, να μοιράζει απλόχερα τα δώρα τής τέχνης της.
Για την Ευγενία Σαμαρά, ότι μου άρεσε η παρουσία της και ότι της εύχομαι αυτή η παρουσία να είναι η αρχή ενός σπουδαίου μέλλοντος.
Για τη Μαριλού Κατσαφάδου, ότι τίμησε το προνόμιο να εμφανιστεί σε έναν τέτοιο θίασο και ότι έχει πολλά να προσφέρει.
Για τη Μαριαλένα Ροζάκη, ότι η φωνή της και η εμφάνισή της δεν είναι τα μοναδικά κλειδιά για το διάπλατο άνοιγμα μεγάλων θυρών στην τέχνη της.
Για τον Γιώργο Τσούρμα, ότι κάθε πρωταγωνιστής έχει ξεκινήσει από μικρούς (με ή χωρίς εισαγωγικά) ρόλους και η πορεία του έχει να κάνει με τη δουλειά και την τύχη.
Για τον Γιάννη Ρούσο, ότι είναι σπουδαίο να έχει συμμετάσχει με επάρκεια σε κάτι που μπορεί να ανθίσει και να καρποφορήσει, ατομικά και συλλογικά.
Για τον Δημήτρη Γαλάνη, ότι, σε εποχές δύσκολες για τους νέους ηθοποιούς, άξια θα έχει μια καλή θέση στο νέο ελληνικό θέατρο.
Για τους ξεχωριστούς ρόλους των Πηνελόπης Πιτσούλη, Ελένης Γερασιμίδου και Γιώργου Κωνσταντίνου, έχω να πω ότι συμμετείχαν ως ηθοποιοί μάχιμοι, δρώντες, γοητευτικοί και απολαυστικοί και όχι ώς ανθρώπινα «μνημεία». Α, με την ευκαιρία, να θυμίσω ότι «γόης» στα αρχαία ελληνικά σημαίνει (και) μάγος, αυτός που μαγεύει.
Οπότε η λέξη γοητεία για τους καλούς ηθοποιούς έχει να κάνει και με τη μαγεία τού θεάτρου που είναι κάτι που ―επίσης― δεν μπορεί να εξηγηθεί και ―ίσως γι’ αυτό― μας κάνει να ονειρευόμαστε ξύπνιοι.
Για τα σκηνικά και τα κοστούμια, τα κατ’ εξοχήν εργαλεία της παράστασης, θα πω ότι ήταν επαρκή, πλούσια, όμορφα και λειτουργικά· χωρίς εκκεντρικές υπερβολές που θα ξεστράτιζαν ή θα υπερτόνιζαν τον ρόλο τους.
Οι μουσικοί της ορχήστρας, στο δώμα του σκηνικού, έκαναν τόσο καλά τη δουλειά τους που μερικές φορές ξεχνούσα την ύπαρξή τους.
Οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού με πήγαν πίσω στο αρχέγονο/μητρικό/πατρικό Χόλλυγουντ αλλά και στις καλύτερες στιγμές τού Γιάννη (Νταλ) Δαλιανίδη και άλλων.

Μου αρέσει να επαινώ και να μην γκρινιάζω.
Και μου αρέσει μετά το θέατρο να πηγαίνω με την παρέα μου για φαΐ και συζήτηση περί πάντων και άλλων τινών.
Και η βραδιά τού «Δικού μας σινεμά» δεν ξέφυγε από τον κανόνα.
Μετά από ένα τόσο ακριβό θέαμα-θέατρο-ακρόαμα, αποφασίσαμε να πάμε για οικονομικό και καλό φαγάκι στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου της Κυψέλης, στην κεφαλή της Οδού Ιθάκης, εκεί που αυτή τέμνεται από την Οδό Επτανήσου.
«Και τι με νοιάζει εμένα;» ίσως πείτε.
Με νοιάζει εμένα όμως που αγαπάω την Αθήνα και τις παλιές της γειτονιές, που θυμάμαι την Ιταλίδα από την Κυψέλη και τον Γίγαντα τής Κυψέλης και το Ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη και άλλα πολλά· και με νοιάζει επίσης ό,τι καλό ή κακό γίνεται σ’ αυτήν την Πόλη.
Και το μοιράζομαι μαζί σας για την περίπτωση που κι εσείς νοιάζεστε για κάτι καλό που γίνεται στην Πόλη μας και, όπως κι εμείς, αποφασίσετε να πάτε να δείτε το «Δικό μας σινεμά» στο (ξ)αναγεννημένο Θέατρο Άλσος και να κάνετε ό,τι νομίζετε για να ανθίσει ξανά το Πεδίον του Άρεως, η Πόλις, η Πρωτεύουσα της Ελλάδας, ολόκληρη η Αθήνα και η Αττική μας.
Ακόμα και πηγαίνοντας για φαγητό (οικονομικό ή πιο ακριβό) στην παλιά αρχόντισσα Κυψέλη.

15 Αυγούστου 2019

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, 

Pane di capo: Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ), Λεωφόρος Κρεμαστής & «Πηγές Καλλιθέας»

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr