Φίλες και φίλοι,
Φίλες και φίλοι,
Το Πάσχα του 1821 έπεφτε στις 22 Απριλίου. Η πρωινή λειτουργία ελάμβανε χώρα χαράματα, με τον ήλιο να μην έχει ανατείλει ακόμη. Μετά το τέλος εκείνης της τραγικής λειτουργίας, στον ναό του Πατριαρχείου, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ διάβασε τους αφορισμούς των επαναστατών. Είχαν προηγηθεί οι λεγόμενοι «συνοδικοί αφορισμοί» την 23η Μαρτίου, μέσα στη Μεγάλη Εκκλησία (Αγία του Θεού Σοφία) ανάμεσα στους οποίους ακούστηκαν τα ονόματα του Μιχάλη Σούτσου και του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Ο κόσμος, θορυβημένος και ανήσυχος, άρχισε να διαλύεται. Δεν πρόλαβε να βγει από την εκκλησία. Μέσα στο Πατριαρχείο εισέβαλαν με βία αρκετοί τσαούσηδες. Σπρώχνωντας το πλήθος ν’ ανοίξουν δρόμο, έφθασαν ως τον Πατριάρχη, τον άρπαξαν από το πετραχήλι και άρχισαν να τον σέρνουν ως σφάγιο μέχρι έξω στην αυλή. Το ίδιο έκαναν και στους μητροπολίτες που είχαν χοροστατήσει στην αναστάσιμη Θεία Λειτουργία. Ο φρουρός του Πατριαρχείου έτρεξε να τους εμποδίσει, να προστατεύσει τον Πατριάρχη. Ένα χτύπημα με γιαταγάνι τον άφησε νεκρό. Στη συνέχεια, κι αφού έσυραν τον Πατριάρχη ως την Πύλη,πέρασαν μια θηλιά στον λαιμό του, το πέρασαν από τον σιδερένιο σύρτη που μαντάλωνε ψηλά την πτυσσόμενη πόρτα και τον κρέμασαν.
Το ισχνό από τα χρόνια και τη νηστεία κορμί, το εξαντλημένο από την αρρώστεια, παρέτεινε το μαρτύριο του θανάτου. «Βασανιζόταν ώρα πολλή κι ούτε βρισκόταν ένα φιλικό χέρι να τον αποτελειώσει. Έτσι έφτασε η νύχτα πριν σταματήσουν οι σπασμοί του ψυχομαχητού του».
Οι δύο διάκοι του κρεμάστηκαν με τον ίδιο τρόπο σε άλλες πόρτες. Τον Νικομηδείας Αθανάσιο και τους επισκόπους Εφέσου και Αγχιάλου τους έσυραν στους δρόμους αλαλάζοντας, με τα σχοινιά να γδέρνουν τους λαιμούς τους, πριν τους κρεμάσουν σε διάφορα σημεία του Φαναρίου. Οι μητροπολίτες Δέρκων, Θεσσαλονίκης, Τυρνάβου και Αδριανουπόλεως, μαζί με τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ρίχτηκαν στο μπουντρούμι του μποστατζήμπεη.
Η εκτέλεση, σύμφωνα με κάποιους Έλληνες ιστοριογράφους, είχε ήδη αποφασιστεί εδώ και αρκετές ημέρες, αλλά οι Τούρκοι περίμεναν ώσπου να αναγορευθεί ο νέος Πατριάρχης. Ο νέος δραγουμάνος Σταυράκης Αριστάρχης με συνοδεία πενήντα επισήμων Τούρκων, πήγε στην αίθουσα της Συνόδου του Πατριαρχείου, και παρουσία δεσποτάδων, προεστών και αρχηγών συντεχνιών της Πόλης, διάβασε το φιρμάνι για την καθαίρεση του Γρηγορίου Ε΄. Αμέσως μετά τον αιχμαλώτισαν και τον φυλάκισαν στο μπουντρούμι του μποστατζήμπεη.
Συγχρόνως, στο Συνοδικό γινόταν η εκλογή του νέου Πατριάρχη. Ο Ευγένιος έφυγε αμέσως για το σεράι, πήρε το χρίσμα από την Πύλη και επέστρεψε στο Πατριαρχείο για την πανηγυρική δοξολογία. Και όταν η δοξολογία τελείωσε, μετέφεραν τον Γρηγόριο εκεί για να τον εκτελέσουν.
Κατά τους Τούρκους ιστορικούς, σ’ αυτό το μικρό χρονικό διάστημα μετέφεραν τον Γρηγόριο στην Πύλη, μπροστά στον Μέγα Βεζύρη, ο οποίος τον ρώτησε: «Συ δεν είχες προηγουμένως γνώσιν της Επαναστάσεως ώστε να μη ειδοποιήσεις καθόλου;» «Εγώ, Εξοχότατε, είμαι γέρων αδύνατος στον νουν, ενενήκοντα και πλέον ετών. Αν γνωρίζει κανείς αυτό, θα το ήξευρεν η Δωδεκάς».
Ο Στ. Βουτυράς, όμως, όπως και ο «Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως» της 6ης Απριλίου 1898, αναφέρουν ότι ο Δραγουμάνος Σταυράκης Αριστάρχης μπήκε στο Πατριαρχείο την ημέρα της Λαμπρής και διάβασε το φιρμάνι της καθαίρεσης στις 10 το πρωί. Αμέσως μετά οδήγησαν τον Γρηγόριο στη φυλακή. Η ανάρρηση του Ευγενίου είχε τελειώσει ως τις δύο το μεσημέρι, και επακολούθησαν τα υπόλοιπα.
Το σώμα του Γρηγορίου Ε΄έμεινε κρεμασμένο στην Πύλη κι όποιος ήθελε να μπει στο Πατριαρχείο ή να βγει στον δρόμο, έπρεπε να το σπρώξει προς τη μία πλευρά. Το ίδιο έκανε και ο διάδοχος του Πατριάρχη, ο Πισιδίας Ευγένιος, που οδηγήθηκε ως εκεί από έναν τσαούση που τον κρατούσε από το χέρι. Όταν έφτασαν στον κρεμασμένο, ο Τούρκος υποχρέωσε τον νέο Πατριάρχη να τον κοιτάξει.
«Ήταν ένας έμφοβος νευρωτικός ιεράρχης και δεν έζησε πολύ καιρό μετά την ανάρρησή του στον πατριαρχικό θρόνο. Λένε πως ο κλονισμός από αυτή τη βάρβαρη επίδειξη συντόμεψε το τέλος του», γράφει ο Στ. Ξένος. «Αναβάς εις τα πατριαρχεία και εκ των παραθύρων αυτών κατοπτεύσας τον ως σταφυλήν κρεμάμενον με οπισθοδεμένας χείρας Γρηγόριον, εκ τοιούτου σπασμωδικού ρίγους εκυριεύθη, ώστε έκτοτε υπέφερεν εξ ενός είδους περιοδικής φρενοβλαβίας».
Το πτώμα έπρεπε να παραμείνει τρεις ημέρες σε κοινή θέα. Ζήτησαν οι Έλληνες να το παραλάβουν για να το θάψουν, σύμφωνα με τα καθιερωμένα, αλλά οι Τούρκοι αρνήθηκαν και φώναξαν μερικούς εξαθλιωμένους Εβραίους να το πετάξουν στη θάλασσα, όπως έκαναν κάθε φορά που ήθελαν να προσβάλουν τους Έλληνες. Ακόμη κι αυτό το στάδιο (το σύρσιμο από την κρεμάλα ως τη θάλασσα) ήταν απείρως εξευτελιστικό. Οι Εβραίοι έσυραν την σορό του Γρηγορίου Ε΄μέσα από ένα στενό σοκάκι που περνούσε μέσα από ένα παζάρι, γεμάτο από κάθε λογής δυσώδη και αποκρουστικά απορρίμματα.
Από φόβο μήπως το ελαφρύ σώμα επιπλεύσει και οι Έλληνες σπεύσουν αν το πάρουν, το τρύπησαν στο ύψος της κοιλιάς, έδεσαν και μια μεγάλη πέτρα και το πέταξαν. Το βράδυ, όμως, ζηλωτές χριστιανοί το ανέσυραν και το μετέφεραν στην Οδησσό, όπου και το έθαψαν. Η μεταφορά έγινε από τον πλοίαρχο Ιωάννη Σκλάβο, όπως γράφει ο ίδιος ο Ιωάννης Καποδίστριας: «Ευρεθείς εις Κωνσταντινούπολιν τω αωκα(1821)…, χρέος λογισάμενος παν άλλο τι την τού ιερού λειψάνου περιστολήν μετεκόμισα. Από τούτο εν καιρώ μεγίστης καταδρομής κατά των ορθοδόξων μεθ’ ετέρων 79 οικογενειών δυστυχών, εις Οδησσόν εν διαστήματι 33 ημερών…»