iporta.gr

Έξοδος του Μεσολογγίου, 10-11 Απριλίου 1826, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

Δήμητρα Παπαναστασοπούλου

Φίλες και φίλοι,


Θα το βρείτε: σε “Πολιτεία”, “Πρωτοπορία” Αθήνας-Θεσσαλονίκης-Πάτρας, “Ιανός” Αθήνας και Θεσσαλονίκης, και σε όλα τα βιβλιοπωλεία της Ελλάδας και του εξωτερικού που θα ζητηθεί σε 2-5 ημέρες. β) ΗΠΑ μέσω του “Εθνικού Κήρυκα”. γ)στις εκδόσεις Φίλντισι  on line, με μειλ ή τηλεφωνικά 210 65 40 170 – ekdoseis.filntisi@gmail.com

όλα τα συγγραφικά έσοδα θα διατεθούν σε οικογένειες με παιδικό καρκίνο.

Εκείνη τη νύχτα «η σελήνη ήταν δεκαήμερος, εις την αύξησίν της», γράφει ο αγωνιστής Νικ. Κασομούλης, ένας από τους διασωθέντες, και «εσκεπάσθη με εν σύννεφον σκοτεινόν και δροσώδες· έβρεξεν ολίγον και άρχισεν ο τόπος να γλυστρά».

Επί μήνες το Μεσολόγγι ψευτοζούσε με όσα μπορούσαν να στέλνουν οι κάτοικοι της Αγίας Μαύρας, της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου, πάντα μέσα στη νύχτα, χρησιμοποιώντας ειδικά μικρά πλεούμενα. Τα εφόδια φορτώνονταν στο Βασιλάδι σε μονόξυλα της λιμνοθάλασσας και ακολουθούσαν διαύλους βάθους μόλις τριάντα εκατοστών. Ώσπου οι Τούρκοι τα γέμισαν με άμμο, αποκλείοντας παντελώς τον εφοδιασμό των πολιορκουμένων.

Σιωπή επικρατούσε, καθώς οι Έλληνες και οι λιγοστοί γενναίοι φιλέλληνες- δεκατρεις τον αριθμό- ετοιμάζονταν για την ηρωική τους έξοδο.

Στο εχθρικό στρατόπεδο οι Άραβες της πρώτης γραμμής περίμεναν. Σαν ακούστηκαν τα βήματα της πρώτης φάλαγγας, δεν πρόλαβαν ν’ αδειάσουν τα όπλα τους ούτε να σημάνουν συναγερμό. Βρέθηκαν κάτω από τα γιαταγάνια των Ελλήνων που αφαιρούσαν τις κεφαλές όσων έβρισκαν στο διάβα τους. Οι Έλληνες τινάζονταν σαν αιλουροειδή, ρίχνονταν πάνω στον εχθρό, τα τύμπανα κροτούσαν…

«Ετοιμασθήκαμεν και με μίαν φωνήν: Α, α, επάνω τους! Πάρτε τους! Ορμήσαμε. Όλοι οι Άραβες από τα δύο εκατέρωθεν οχυρώματα, εκκένωσαν τα όπλα των δια μιας και τα πυροβόλα, και εδόθησαν εις φυγήν, διότι εισπηδήσαντες οι εδικοί μας μέσα τους έβαλαν εις αταξίαν, έκοψαν όσους επρόφθασαν και ηδυνήθη ο καθείς από αυτούς, οι δε έφευγαν, οι μεν προς την θάλασσαν, οι δε προς το στρατόπεδόν των και άλλοι αναμεταξύ ημών. Δεν άκουγες άλλο αυτήν την ώραν παρά τον χτύπον των σπαθιών και των γιαταγανιών, ωσάν εις μακελλείον», αφηγείται ο Νικ. Κασομούλης.

Μια κραυγή ακούγεται: Έμπροσθεν! Έμπροσθεν! Σουλιώτες και Μεσολογγίτες με τα σπαθιά στα χέρια, με μια απροσδόκητη και τρομερή ορμητικότητα, κλονίζουν για λίγο τους Άραβες. Μερικές εκατοντάδες άνδρες και γυναίκες ανοίγουν ένα πέρασμα και καταφέρνουν να διαφύγουν στο βουνό. Κάποιοι άλλοι ξεφεύγουν προς τη μεριά του Αχελώου, αλλά είναι άτυχοι. Εκεί τους περιμένει ο ίδιος ο Ιμπραήμ με χίλιους ιππείς. Εκεί, στην όχθη του ποταμού χάθηκαν οι τελευταίοι γενναίοι πολεμιστές.

Ωστόσο, οι Άραβες του Ιμπραήμ είναι πολυάριθμοι. Η φάλαγγα της εξόδου, με τους Σουλιώτες επικεφαλής, καθώς βρέθηκαν κάτω από τα πυρά του πυροβολικού, αλλάζουν πορεία και στρέφονται στον παγιδευμένο χώρο ανάμεσα στις δύο τάφρους, όπου δέχονται καταιγιστικά πυρά. Τα χαντάκια γεμίζουν πτώματα.

Ο υπόλοιπος πληθυσμός, βαδίζοντας ανακατεμένος, φθάνει στην ανατολική πύλη, ανάμεσα στη λιμνοθάλασσα και τον βάλτο. Οι γυναίκες και τα παιδιά οπισθοχωρούν προς τη θάλασσα, άλλοι ρίχνονται στα βαλτόνερα και περνούν πλάι στη μπούκα των κανονιών.

Ένας Ιταλός γιατρός, ο Νούτσο Μάουρο, από το στρατόπεδο του Ιμπραήμ, γράφει ότι κατά τη διάρκεια της εξόδου έβρεχε δυνατά, άστραφτε και βρόνταγε, διογκώνοντας τη φρίκη της σφαγής.

Την επόμενη ημέρα, μπήκε κι εκείνος στο ρημαγμένο Μεσολόγγι. Έκπληκτος και τρομαγμένος, όπως όλοι οι Άραβες, αναρρωτιέται:

«Τι είναι αυτές οι μάζες της φωτιάς, ορμητικές και κροταλίζουσες, που εκεί στο βάθος τινάζονται στον ουρανό από διάφορα σημεία, πολεμώντας το φως του ήλιου καθώς προβάλλει στον ορίζοντα για να διασκορπίσει τα σκοτάδια; Τι είναι αυτές οι αλλεπάλληλες εκτυφλωτικές αστραπές, τι είναι αυτές οι τρομερές βροντές που ακολουθούν συνταράζοντας τη γη;»

Οι πολιορκημένοι είχαν τοποθετήσει πριν την έξοδο βραδυφλεγείς βόμβες στα σπίτια τους. Είχαν υπονομεύσει και τα σπουδαιότερα σημεία της πόλης, έχοντας υπολογίσει να γίνουν οι ανατινάξεις μετά από αρκετές ώρες, προκαλώντας τρομακτικές απώλειες στους αποσβολωμένους νικητές, ενώ τα απομεινάρια της πόλης εκτοξεύονταν και γίνονταν παρανάλωμα του πυρός.

Πράγματι, οι ανατινάξεις άρχισαν την αυγή, όταν, όπως είχαν υπολογίσει οι Μεσολογγίτες, ο εχθρός θα έμπαινε στην πόλη. Ήταν η τελευταία πράξη του δράματος, το σαρδόνιο γέλιο των γενναίων που θυσίασαν τη ζωή τους για το πολυτιμότερο αγαθό: την ελευθερία.