Η Ντόρα Αρκουλή είναι Ψυχολόγος με ψυχοδυναμική κατεύθυνση, ΜΔΕ στην ‘Προαγωγή Ψυχικής Υγείας και Πρόληψη Ψυχιατρικών Διαταραχών’, από την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, καθώς και Υποψήφια διδάκτωρ στο τμήμα Ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ. Ασχολείται ακόμη με τη Λογοτεχνία, το Θέατρο.
«Ένα Μοτέλ στο Θέατρο Τέχνης
όπου η κόλαση και η ελευθερία είναι οι άλλοι»
Αυλαία σήμερα στο θέατρο Τέχνης στην οδό Φρυνίχου για το ‘Μοτέλ’, όπου το έγκλημα, το μυστήριο και το σασπένς στήνουν ένα νεονουάρ σκηνικό. Το έργο πραγματεύεται τη δολοφονία μιας νεαρής κοπέλας στο δωμάτιο 5 ενός φτηνού οικογενειακού μοτέλ, κάπου σε… κάποιο δάσος πλάι σε… κάποια λίμνη. Ο ταλαντούχος συγγραφέας και σκηνοθέτης του έργου Βασίλης Μαυρογεωργίου σκιαγραφεί εύστοχα ένα whodunit ψυχολογικό θρίλερ, με θέμα την πατριαρχία, την έμφυλη βία, τα μυστικά στην οικογένεια και το τραύμα.
Σε ρεαλιστικό ύφος, χωρίς ωραιοποίηση και φτιασίδωμα, τα πρόσωπα του δράματος παρουσιάζονται μάλλον επίπεδα -χωρίς ιδιαίτερο βάθος-, να συνθέτουν ένα γαϊτανάκι ηρώων και αντιηρώων γύρω από το παιχνίδι της μνήμης και της λήθης: Ο πατέρας, φαύλος και αμοραλιστής, ο, τύπου, nothing personal -just business- που διαφεντεύει το σπίτι του. Ο καθαριστής, τυχοδιώκτης και παράξενος τεχνίτης θα σβήσει τα ίχνη αλλά και τη λήθη, τις πληγές. Η μητέρα, ένα διεκπεραιωτικό ον που παραπαίει μεταξύ φόβου, συντηρητισμού και παρτακισμού. Η φίλη, μια disclaimer του παραλόγου, μοιάζει με φύλακα άγγελο. Η τουρίστρια, αινιγματική και καταλυτική μορφή για την πλοκή, υποδύεται έναν χαρακτήρα με στοιχεία όλων των άλλων μαζί. Τέλος, η κόρη, παράξενη φιγούρα, αλαφροΐσκιωτη και ‘ταυτοποιημένη ως προβληματική’ -όπως θα την προσέγγιζε η ψυχολογική συστημική θεωρία- είναι αυτή που με τη συμπεριφορά της εκφράζει την παθολογία της οικογένειας, διατηρώντας ωστόσο την ομοιόσταση που χρειάζεται χωρίς κανείς να ξεβολεύεται για να αναλάβει την ευθύνη. Οι δυνατές ερμηνείες, η σκηνογραφία, οι φωτισμοί, η κινησιολογία και η υποβλητική μουσική αναδεικνύουν τη δραματουργία.
Τα υποκείμενα του έργου προσπαθούν να αρθρώσουν τον λόγο αλλά οι λέξεις ηχούν σα διάσπαρτες παραδρομές, ασύνδετες φάλτσες νότες σε παρτιτούρα χωρίς συνοχή καθώς οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη. Και ‘το σώμα, που δεν ψεύδεται ποτέ’, όπως αναφέρει η Alice Miller στο ομώνυμο βιβλίο της, έχει τη δική του λογική, χορεύει τα συναισθήματα σε δικό του τέμπο, αναπαριστώντας το τραύμα. Το σώμα καθηλώνεται σε μια ανώριμη θέση, και το άτομο εγκλωβίζεται στα παιδικά του παπούτσια. Το τραύμα, ασυνείδητο καθώς είναι, διαπερνά την ύπαρξη, αφήνοντας ανεξίτηλο το σημάδι του και καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη μετέπειτα πορεία του υποκειμένου. Κάτι πρέπει να γίνει για να σταματήσει η εκδραμάτιση και να επανέλθει η Μνήμη.
Τα πρόσωπα του δράματος ακινητοποιημένα πλήρως (από αναπτυξιακή άποψη), μοιάζουν απόλυτα εξαρτημένα το ένα από το άλλο για να αρχίσουν να κινούνται προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Όταν βρεθούν όλα μαζί, το ένα θα συμπαρασύρει το άλλο σε συνήχηση για να αποκαλυφθεί η Αλήθεια. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι αυτές που προχωρούν τη διεργασία της νοηματοδότησης ένα βήμα παρακάτω – οι άλλοι είναι μέσο αλλά και σκοπός έλεγε ο Καντ. «Αυτό που έχουμε μεταξύ μας δεν λέγεται, πρέπει να ανακαλύψουμε ένα νέο όρο για να το περιγράψουμε» θα πει η κόρη στον καθαριστή, υποδηλώνοντας την ανάγκη για νεολογιστική διατύπωση για την απόδοση του νοήματος, που θα έβρισκε έρεισμα στη λακανική θεώρηση για ‘την ελλειπτική φύση της γλώσσας που αδυνατεί να πει όλη την αλήθεια’.
Στην τελευταία πράξη του δράματος, η πλοκή κορυφώνεται μέσω μιας δραματοποιημένης αφήγησης και τα υποκείμενα παίρνουν τη θέση που τους αναλογεί. Το σασπένς υποβάλει στον θεατή ερωτήματα, ηθικά διλλήματα και μύχιες σκέψεις για πρωτόγονες αντιδράσεις. Τι θα έκανα/ες στη θέση τους;
Βρήκα το τέλος ιδιοφυές από ψυχαναλυτική και υπαρξιακή άποψη. Η κυκλικότητα της δομής, η αίσθηση της πιθανής επαναληπτικότητας που σου αφήνει, ξαναθέτοντας τα ίδια (αναπάντητα) ερωτήματα που τέθηκαν στην αρχή είναι ένα σχήμα πολύ ρεαλιστικό που απαιτεί εσωτερική διεργασία. Τι γίνεται μετά τη λύση; Μετά την ανακάλυψη και τη θύμιση; Συγχωρούμε; Αποχαιρετάμε; Ξαναπροσπαθούμε; Και με ποιον/ποιους; Με τους ίδιους; Με άλλους; Μόνοι μας; Καμιά κάθαρση δεν έρχεται από μόνη της αν, με αφορμή τα γεγονότα, δεν υπάρξουν επεξεργασία, σκέψη και γενναίες αποφάσεις. Ίσως η λύτρωση με τη μορφή του happy end να μην είναι εφικτή. Ίσως η λύση, που έχει αξία και βρίσκει έδαφος στο πραγματικό να μην είναι το τέλος αλλά μια μικρή αρχή. Αυτό που αποφασιστικά προτείνει η ευρηματική Νίνα Ράπη στη βραβευμένη μικρού μήκους ταινία της (με τίτλο ‘stay still so you don’t hurt’): ‘ Ένα βήμα τη φορά! Κι άλλο ένα, κι άλλο ένα. Είναι μόνο μια αρχή, αλλά… με πολλές δυνατότητες’.
Παίζουν: Κλέλια Ανδριολάτου, Ευγενία Αποστόλου, Ιωάννα Μαυρέα, Άγγελος Μπούρας, Ελευθερία Παγκάλου, Χρήστος Σαπουντζής. Κείμενο – Σκηνοθεσία: Βασίλης Μαυρογεωργίου. Μουσική: Νίκος Κυπουργός.